Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Χρήστος Τσιγαρίδας: πάντα παρών! - H ζωή και το τέλος του ανθρώπου που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τον ΕΛΑ


Ποιος ήταν ο πολιτικός μηχανικός που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την συμμετοχή του στην οργάνωση και πέθανε στα 80 του χρόνια - Τα καλοκαίρια στην Κάλυμνο, οι επαφές με τον «Κάρλος το Τσακάλι» στην Δαμασκό, ο φάκελος στα αρχεία της Στάζι

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα στην δουλειά για τον Χρήστο Τσιγαρίδα που επέβλεπε ως πολιτικός μηχανικός τις εργασίες σε μια οικοδομή, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα εργάτη.

Τον ήξερε αυτόν τον εργάτη. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές σε μια από εκείνες τις επιτροπές της επαναστατικής αριστεράς που «ψαχνόντουσαν» μετά το τέλος της επταετίας γύρω από τις κατευθύνσεις που θα ακολουθούσαν σε διάφορα ζητήματα.

Ήταν αρχές του 1976 όταν ο Τσιγαρίδας είδε τον Χρήστο Κασσίμη και λίγες ημέρες αργότερα στην ίδια οικοδομή έμαθε πόσο παθιασμένα μιλούσε ο τελευταίος στους εργάτες.

«Χάζευαν όταν τους μιλούσε» θα πει χρόνια μετά στην απολογία του ο άνθρωπος που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τον ΕΛΑ, ο οποίος πέθανε την περασμένη Δευτέρα σε ηλικία ογδόντα ετών και η πολιτική κηδεία του τελέσθηκε τρεις μέρες μετά.

Μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση στην οικοδομή θα ζητήσει από τον Χρήστο Κασσίμη να βγούνε για να τα πούνε, μόνο που η πρώτη φορά έφερε την δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη κ.ο.κ.

Μετά από ένα μήνα συνεχών εξόδων, ο Κασσίμης παραδίδει στον Τσιγαρίδα το ιδεολογικοπολιτικό κείμενο του ΕΛΑ, τα περίφημα «Εξαιρετικά Χημικά Λιπάσματα», το οποίο ο πολιτικός μηχανικός «ξετινάζει» για έξι ολόκληρους μήνες.

Μαζί με τον Κασσίμη θα περάσουν νύχτες ατέλειωτων αναλύσεων, μέχρι να συμφωνήσουν ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για την νεοσύστατη οργάνωση.

Σύμφωνα με τις απόψεις του Χρήστου Τσιγαρίδα οι οποίες εκφράστηκαν και στην μετά από χρόνια απολογία του στο δικαστήριο, ο ΕΛΑ ήταν μια επαναστατική κουμουνιστική οργάνωση που έθεσε ως καθήκον του να συμβάλλει στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος για μια επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.

Ο πολιτικός μηχανικός λάτρεψε το ότι στον ΕΛΑ δεν υπήρχαν αρχηγοί ή καθοδηγητές όπως στην 17Ν, η οποία μάλιστα άσκησε κριτική στους «συντρόφους» του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα μέσα από προκύρηξη της.

Οι τελευταίοι την αγνόησαν και εξακολούθησαν να πορεύονται βασιζόμενοι στα δικά τους πιστεύω, με τον Τσιγαρίδα να είναι πάντα παρών ως η πολιτική φωνή του ΕΛΑ, χωρίς όμως ποτέ να εμπλακεί σε χτυπήματα.

Oι επαφές με τον Κάρλος

Αν έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν ζήτημα χρόνου οι διωκτικές αρχές να καταλήξουν σε αυτόν.
Εν αντιθέσει με τον Κασσίμη ο ίδιος είχε μια προσωπική και επαγγελματική ζωή που θα έθετε σε κίνδυνο τον κανόνα της συνωμοτικότητας που πρέπει να έχουν τα μέλη μιας οργάνωσης που μπαίνει στο αντάρτικο των πόλεων.

Ήταν ένας πολιτικός μηχανικός που συναστρεφόταν καθημερινά με πολύ κόσμο, είχε παντρευτεί, είχε αποκτήσει παιδιά, είχε ευρείες κοινωνικές συναναστροφές και όλο αυτό τον άφηνε αυτόματα εκτός οποιασδήποτε ενέργειας με όπλα.

Ο Τσιγαρίδας φέρεται να ταξίδεψε κάποια περίοδο στο Βελιγράδι και την Δαμασκό της Συρίας.
Το έκανε για να συναντήσει από κοντά σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς, τον Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, ευρύτατα γνωστό ως «Κάρλος το Τσακάλι» και μέλη της ομάδας του.

Οι φίλοι του πάντως στην Κάλυμνο-το νησί από όπου κατάγεται η γυναίκα του- τον θυμούνται ως έναν άνθρωπο μα βαθιά πολιτική σκέψη που δεν απέφευγε τις πολιτικές συζητήσεις.
Τουναντίον εκφραζόταν με απέχθεια για τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τους πολιτικούς.

Στο νησί απολάμβανε τις βουτιές στην θάλασσα, το φαγητό σε ταβερνάκια με την οικογένεια, τις παρτίδες στο σκάκι και την πρέφα στο καφενείο μαζί με φίλους, τα ήσυχα βράδια του Αυγούστου.

Ο σύνδεσμός του στον ΕΛΑ μέχρι να έρθει το μοιραίο βράδυ τον Οκτώβρη του 1977 είναι ο Κασσίμης, στον οποίο εξηγεί τις θέσεις του και τις τυχόν διαφωνίες του σε ότι αφορά την οργάνωση και τις δράσεις της.

Εκείνο το βράδυ το ημερολόγιο έγραφε 20 του μήνα όταν ο Κασσίμης με τον Τσουτσουβή επιχειρούν να τοποθετήσουν βόμβες στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρίας ΑΕG που λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη κοντά στη λαχαναγορά.

Ήταν τα αντίποινα του ΕΛΑ για τον θάνατο των τριών μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF ή Baader-Meinfoff κατ' άλλους που είχαν γίνει γνωστοί λίγα 24ωρα πριν.

Το δίδυμο παρόλο που κινείται προσεχτικά γίνεται αντιληπτό από αστυνομικούς και στην συμπλοκή που ακολουθεί ο Κασσίμης τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι, ο Τσουτσουβής διαφεύγει (σκοτώθηκε στις 15 Μαϊου 1985 σε συμπλοκή με αστυνομικούς της Κρατικής Ασφάλειας στην οδό Αμφικλείας στου Γκύζη) και δύο όργανα της τάξης τραυματίζονται.

Την επομένη ο Χρήστος Τσιγαρίδας μαθαίνει τον θάνατο του φίλου του και συγκλονίζεται όταν αντικρίζει την φωτογραφία που τον δείχνει βαριά τραυματισμένο ή νεκρό κατ' άλλους στο νοσοκομείο.

Στις 23 Οκτωβρίου δίνει το παρών στην κηδεία του Κασσίμη, που λαμβάνει χώρα στο νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Τα μάτια του τρέχουν και κάποιοι τον θυμούνται να σηκώνει το χέρι του και να ενώνει την φωνή του με τους άλλους στο σύνθημα «το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει» ενώ την ίδια στιγμή χωροφύλακες βιντεοσκοπούν με κάμερες τους παριστάμενους.

Το πρόσωπό του αποτυπώνεται σε κάποιο από τα χιλιόμετρα του φιλμ που κατέγραφαν φάτσες γνωστές και άγνωστες στις διωκτικές αρχές, όμως εκείνη τη στιγμή από τα μάτια του τρέχουν συνεχώς δάκρυα.

Η αποχώρηση, η σύλληψη και η Στάζι

Στην απολογία του όταν δικάστηκε πριν από μια δεκαετία ο Χρήστος Τσιγαρίδας έμεινε στα απολύτως απαραίτητα, αρνούμενος να δώσει ονόματα «συντρόφων» του η πληροφορίες για την οργάνωση.

Περιορίστηκε στο να πει ότι μετά τον θάνατο του Κασσίμη την επικοινωνία του με τον ΕΛΑ ανέλαβε άλλος εναλλακτικός σύνδεσμος, μέχρι τα τέλη του 1989, όταν ο Τσιγαρίδας πήγε σε αυτό που έμελλε να είναι η τελευταία του επαφή με την οργάνωση.

Μέχρι το 1982 φρόντιζε για την έκδοση του περιοδικού «Αντιπληροφόρηση» το οποίο κατά τον ίδιο δεν ήταν το περιοδικό του ΕΛΑ, αλλά ένα μαζικό επαναστατικό έντυπο.

Εφτά χρόνια μετά, όταν ο σύνδεσμός του τον ενημερώνει ότι αποχωρεί από τον ΕΛΑ και ότι το επόμενο ραντεβού του θα γίνει με άλλον «σύντροφο» ο Χρήστος Τσιγαρίδας του λέει «Αν δεν εμφανιστώ στο επόμενο ραντεβού η οργάνωση να ξέρει ότι αποχωρώ κι εγώ για προσωπικούς λόγους».

Όταν έρχεται η μέρα ο σύνδεσμος πηγαίνει στο προκαθορισμένο σημείο αλλά ο Χρήστος Τσιγαρίδας δεν εμφανίζεται ποτέ, έχοντας πάρει την αποφαση να αφήσει τον ΕΛΑ πίσω του.

Μπορεί να μη φανταζόταν τότε ότι δεκατρία χρόνια μετά θα τον συλλάμβαναν με την κατηγορία της συμμετοχής του στην οργάνωση, ήξερε όμως μέσα του ότι ποτέ δεν θα έπρεπε να είναι εφησυχασμένος.

Η ζωή του επέστρεψε σε μια συνήθη καθημερινότητα, με δουλειά και συναντήσεις με φίλους, όμως φρόντισε κάποια στιγμή να ενημερώσει την σύζυγο και τα παιδιά του για το παρελθόν του στον ΕΛΑ.

Τους είπε ότι αν συλληφθεί θα αναλάβει την ευθύνη για το πολιτικό σκέλος της οργάνωσης και τους προετοίμασε για την ημέρα που η αστυνομία θα τον έπιανε.Αυτή η μέρα ήταν η Τρίτη 4 φεβρουαρίου του 2003, όταν κλιμάκιο ανδρών της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, πέρασε την είσοδο της κατοικίας του πολιτικού μηχανικού στο Παλαιό Ψυχικό και τον συνέλαβε.

Μέσω του συνηγόρου του ο Χρήστος Τσιγαρίδας ενημέρωσε την ίδια μέρα ότι δεν σκόπευε να κάνει χρήση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρησης.
Το όνομά του υπήρχε ήδη στους περίφημους φακέλους της διαβόητης Στάζι, όπου ήταν καταχωρημένος με την κωδική ονομασία Άντριου και στο προφίλ του παρουσιαζόταν ως ο θεωρητικός της οργάνωσης.

Προφυλακίσθηκε και τον Μάιο του ίδιου έτους παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρεται στον Ευαγγελισμό, όπου και νοσηλεύεται για μέρες.

Θα επιστρέψει ξανά στην φυλακή από όπου θα αποφυλακιστεί τον Ιανουάριο του 2005 με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου για λόγους υγείας και με περιοριστικούς όρους.

Στο τέλος της απολογίας του είπε μεταξύ άλλων: «Θα με ρωτήσετε ίσως αν έχω μετανιώσει για την κοινωνική και πολιτική πορεία που ακολούθησα όλα αυτά τα χρόνια, μισόν αιώνα σχεδόν. Θα σας απαντήσω ότι δεν μετανιώνω για τίποτα.

Η οργάνωση που συμμετείχα, ο ΕΛΑ, έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Ουδείς όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι η δράση του ΕΛΑ ανήκει στην αρμοδιότητα του ιστορικού του μέλλοντος.
Η δράση του ΕΛΑ αποτελεί κληρονομιά του κινήματος. Αυτού του μικρού, αλλά τόσο σημαντικού κινήματος της επαναστατικής ανατροπής, που επιμένει ακόμα και σήμερα να κρατάει ζωντανό το όραμα της κομμουνιστικής επανάστασης και άσβεστη την ελπίδα για την αλλαγή του κόσμου».

Διονύσης Θανάσουλας
https://www.protothema.gr/

Χρήστος Τσιγαρίδας: πάντα παρών!

Την Πέμπτη 13 Ιούνη, στις 3 μετά το μεσημέρι, έγινε στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας η πολιτική κηδεία του Χρήστου Τσιγαρίδα, που άφησε την τελευταία του πνοή τη Δευτέρα 10 Ιούνη, σε ηλικία 80 ετών.

Οπως γράψαμε όταν ανακοινώσαμε το θάνατό του, η ευγενική του μορφή, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια και η ταπεινότητά του θα συνοδεύουν πάντοτε την ανάμνηση αυτού του σεμνού αγωνιστή. Ας μας επιτραπεί να τον αποχαιρετίσουμε με μερικές αναφορές στη δημόσια δράση του κατά τα τελευταία 15 χρόνια και στη σημασία που είχε αυτή η δράση για το επαναστατικό κίνημα.

Ο Χρήστος Τσιγαρίδας «εισέβαλε» στη δημόσια σφαίρα τον Φλεβάρη του 2003 και συνέδραμε τα μέγιστα στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας, όταν συνελήφθη και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ. Μετά τον Δημήτρη Κουφοντίνα, που μερικούς μήνες πρωτύτερα είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν, ήταν ο δεύτερος που όρθωσε ανάστημα, υπερασπιζόμενος τη δράση των οργανώσεων του ένοπλου.

Αυτή του η στάση υπήρξε καταλυτική και λόγω του προσωπικού του στάτους που έκανε σκόνη ένα κομμάτι της τρομοϋστερικής προπαγάνδας, το οποίο είχαν στήσει με μαεστρία οι αμερικάνικες και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, με τη βοήθεια των εξωνημένων ΜΜΕ. Προσπάθησαν να απαξιώσουν σε προσωπικό επίπεδο όσους είχαν συλληφθεί για ένοπλη δράση, ώστε μέσω αυτής της απαξίωσης να απαξιώσουν τις ιστορικές οργανώσεις του ένοπλου.

Στο πρόσωπο του 65χρονου Τσιγαρίδα, ενός επιτυχημένου μηχανικού με τεράστιο κύκλο, με πέντε παιδιά και αρκετά εγγόνια, αυτή η απαξίωση σε προσωπικό επίπεδο δεν μπορούσε να σταθεί. Ο Χρήστος κέρδισε την πρώτη μάχη «άμα τη εμφανίσει του».

O ίδιος εξήγησε αργότερα ως εξής τη στάση του:

«Οταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, αρκετοί αναρωτήθηκαν γιατί το έκανα. Oι περισσότεροι αναρωτήθηκαν καλοπροαίρετα, ακόμα και η οικογένεια μου και σχεδόν το σύνολο των γνωστών μου. Ελεγαν: “δικαστήριο είναι, μπορεί να αθωωθείς“. Αυτή η τοποθέτηση είχε προσωπικά κίνητρα. Αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα.. (…) Είχα αποφασίσει να αναλάβω την πολιτική ευθύνη. Το είχα ήδη ανακοινώσει στην οικογένειά μου, για να την προετοιμάσω για τη θύελλα που έρχεται. Η απόφασή μου αυτή ήταν προϊόν μιας εσωτερικής διαδικασίας. Ηταν μια ώριμη απόφαση. Κάθε άτομο δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά έχει υποχρέωση να πράξει ανάλογα με τις ηθικές του αξίες. Και οι δικές μου ηθικές αξίες, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή, μου επέβαλαν να ενεργήσω έτσι. Το γιατί είναι αυτονόητο.

Υπήρχε ένα κλίμα. Κλίμα όχι μόνο τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας, αλλά και απαξίωσης των οργανώσεων του ένοπλου και συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς. Oι επαναστατικές οργανώσεις παρουσιάζονταν σαν μαφιόζικες συμμορίες, που διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος του λαού μας. Τα μέλη τους παρουσιάζονταν σαν γκάνγκστερ. Διακυβεύονταν, λοιπόν, πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την προσωπική μου ελευθερία.

Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να μην υπερασπιστώ την επαναστατική τιμή του ΕΛΑ, της οργάνωσής μου. Στον κυρίαρχο λόγο, στα μυθεύματα των διάφορων συγγραφέων της δεκάρας, που τους έγραφε τα βιβλία η ίδια η Αντιτρομοκρατική, στα κοράκια των ΜΜΕ που έκραζαν ανενόχλητα, έπρεπε να υπάρξει αντίλογος.

Ταυτόχρονα, έπρεπε να σταλεί το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, που είχε περάσει από τον ΕΛΑ ή συμμετείχε στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν ο ΕΛΑ, ότι τα μέλη του ΕΛΑ δεν αφήνουν την οργάνωσή τους ανυπεράσπιστη. Κι επίσης, ότι τα μέλη του ΕΛΑ ξέρουν να σφραγίζουν το στόμα τους και να μη καταδίδουν ή εμπλέκουν άλλους ανθρώπους.

Αυτά τα διλήμματα μπήκαν μπροστά μου, μήνες πριν τη σύλληψή μου και έδωσα την απάντηση που η προσωπική μου ηθική και η επαναστατική μου συνείδηση μου επέβαλαν: Αν με συλλάβουν, θα αναλάβω την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου, για να μπορέσω να υπερασπιστώ δημόσια την ιστορία του ΕΛΑ και να μην αφήσω να πετιέται στα σκυλιά και να σπιλώνεται η τιμή και το μεγαλείο των δολοφονημένων συντρόφων μου, του Χρήστου Κασίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή.

Υστερα από μισό αιώνα πολιτικής δράσης ως κομμουνιστής, αισθάνθηκα ότι αυτό είναι το χρέος μου και έτσι έπραξα».

Οταν άρχισε η πρώτη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, όσοι είχαν γνωρίσει τον Χρήστο μόνο από κάποιες δηλώσεις και κάποιες συνεντεύξεις, είχαν την ευκαιρία να τον δουν σε ώρες μάχης. Παρά την κλονισμένη υγεία του, δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από τη δίκη (και από τις δύο δίκες που ακολούθησαν). Ηξερε κάθε λεπτομέρεια της δικογραφίας, παρενέβαινε συνεχώς, έκανε δηλώσεις, ερωτήσεις στους μάρτυρες, αξιολογήσεις των καταθέσεών τους, συγκρουόταν με την έδρα και τους εισαγγελείς, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω.

Μολονότι βασικός στόχος του Χρήστου ήταν η υπεράσπιση του ΕΛΑ και της δράσης του, ως δράσης στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, στο πλαίσιο του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, δεν παρέλειψε να δίνει σε καθημερινή βάση τη μάχη ενάντια στις νομικές αυθαιρεσίες και τα τερατουργήματα με τα οποία διεξαγόταν αυτή η δίκη. Κι ήταν αυτή η συνεχής συμμετοχή και παρέμβασή του στη δίκη, καθοριστική για τη νομική υπεράσπιση των συγκατηγορουμένων του.

Μετά από μια πρώτη τρομο-απόφαση, που καταδίκασε όλους τους κατηγορούμενους με βάση τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, περάσαμε από μια δεύτερη δίκη, που κατέληξε σε νομική ανατροπή, για να επικυρωθεί αυτή η ανατροπή από το τρομοδικείο του δεύτερου βαθμού, που απάλλαξε τους συγκατηγορούμενους γιατί δεν βρέθηκε τίποτα σε βάρος τους, αλλά απάλλαξε και τον Χρήστο Τσιγαρίδα, πετώντας στα σκουπίδια τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης: υπήρξε μέλος του ΕΛΑ (η σχετική κατηγορία είχε παραγραφεί), όμως δεν υπήρξε καμιά απόδειξη για συμμετοχή του σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες του ΕΛΑ, γι’ αυτό απαλλάχτηκε.

Ολα αυτά έχουν καταγραφεί αναλυτικά από τα ρεπορτάζ της «Κόντρας» και αποτελούν ένα κομμάτι Ιστορίας πλέον. Ηταν μια δικαστική νίκη που έφερε σε μεγάλο βαθμό την προσωπική σφραγίδα του Χρήστου. Πάλεψε και βγήκε νικητής, την ίδια ώρα που το κίνημα αλληλεγγύης «είχε ανακρούσει πρύμναν» και ειδικά από τη δίκη στο Εφετείο, που ήταν η πιο καθοριστική, απουσίασε, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.

Ο Χρήστος, μολονότι αυτό τον πίκρανε, δεν εξάρτησε την παραπέρα στάση του, τη συμμετοχή του στο κίνημα απ' αυτό. Δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες αυτής της μεγάλης νίκης. Δεν τον ενδιέφερε η αναγνωρισιμότητα που είχε στο μεταξύ αποκτήσει, το γεγονός ότι όλες οι αστικές εφημερίδες του ζητούσαν συνεντεύξεις. Και βέβαια, δεν ασχολήθηκε με τα «κνώδαλα», όπως είχε χαρακτηρίσει εκείνους που προσπάθησαν να του ρίξουν λάσπη, να λεκιάσουν την επαναστατική του τιμή. Είχε πειστεί πλέον, από την εκτίμηση που του εξέφραζε ο κόσμος σε κάθε δημόσια παρουσία του, ότι αυτά τα «κνώδαλα» πνίγηκαν στη λάσπη που προσπάθησαν να του πετάξουν.

Απαλλαγμένος πια από την «ανωνυμία» που επέβαλε η συμμετοχή στον ΕΛΑ, ο Χρήστος «βούτηξε» στο κίνημα. Οχι επιδεικνύοντας «παράσημα», αλλά ως απλός αγωνιστής, πρόθυμος να προσφέρει βοήθεια όποτε και όπου του ζητούνταν. Αγνοούσε τις συμβουλές των γιατρών και ταξίδευε από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη, για να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης σε πολιτικούς κρατούμενους ή σε μια συζήτηση για την ιστορία του ένοπλου. Ηταν μέλος σε κάθε συλλογικότητα αλληλεγγύης που δημιουργήθηκε όλ' αυτά τα χρόνια. Ηταν μέλος της Πρωτοβουλίας «Ενα Καράβι για τη Γάζα» και μετά της «Δικτύωσης Αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση». Επιβιβάστηκε στα πλοία του Στόλου της Ελευθερίας που προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας. Δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα για τους κινδύνους που εγκυμονούσε γι' αυτόν, με τόσα προβλήματα υγείας, αυτό το ταξίδι. Θεωρούσε χρέος ζωής να εκφράσει και μ' αυτόν τον τρόπο την αλληλεγγύη του στον αντάρτη παλαιστινιακό λαό, χωρίς να λογαριάζει τους κινδύνους για τη ζωή του. Κι όταν γύρισε, καμάρωνε με εφηβικό ενθουσιασμό για το γεγονός ότι, εκτός από τις ελληνικές, γνώρισε για λίγες μέρες και τις σιωνιστικές φυλακές.

Κάθε κομμάτι του αντικαπιταλιστικού κινήματος έχει να θυμηθεί κάτι από τη συντροφική του σχέση με τον Χρήστο όλα αυτά τα χρόνια της δικής του νόμιμης δράσης. Η αγωνιστική σεμνότητά του, η απουσία κάθε επιτήδευσης και κάθε ναρκισσισμού, το πηγαίο χιούμορ του, η γλυκύτητα του χαρακτήρα του, κέρδιζαν όσους έρχονταν σε επαφή μαζί του. Ιδιαίτερα τα νέα παιδιά που διαπίστωναν ότι ο «παππούς» έχει καρδιά εφήβου. Πρόκειται για τα ίδια χαρακτηριστικά που τον έκαναν αξιαγάπητο σε τόσο κόσμο, την εποχή που ήταν παράνομος ως μέλος του ΕΛΑ. Δεν είναι τυχαίο που η αγάπη τόσων ανθρώπων, στην Κάλυμνο, στο Μπιλέτσι (σημερινό Παλαιομονάστηρο) Τρικάλων, στην Αθήνα, δεν κάμφθηκε μετά τη σύλληψή του, όταν αποκαλύφθηκε η ιδιότητά του ως μέλος του ΕΛΑ. Θαρραλέα στάθηκαν στο πλευρό του «δικού τους Χρήστου». Υπέγραψαν κείμενα υπέρ της αποφυλάκισής του, κατέθεσαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο, χωρίς να εκφέρουν τον παραμικρό υπαινιγμό ενάντια στη συνωμοτική επαναστατική δράση του Χρήστου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, υπερασπιζόμενοι τον Χρήστο Τσιγαρίδα, κατέθεσαν τη δική τους συμβολή στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας.

Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, αν και ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κι ένα κοφτερό μυαλό, ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες θεωρητικού του κινήματος. Είχε απόψεις και τις υπερασπιζόταν (πάντοτε με διαλεκτική προσέγγιση, ανοιχτός ν' ακούσει τον αντίλογο και να να προσχωρήσει σ' αυτόν), όμως ήταν περισσότερο ο επαναστάτης της πράξης. Ανήκε σ' εκείνη τη γενιά των αγωνιστών που βίωσε όχι μόνο την ήττα της ελληνικής επανάστασης, αλλά και τη ρεβιζιονιστική αντεπανάσταση και τη μετάλλαξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε ρεφορμιστικά κόμματα. Εκεί που οι επαναστάτες αυτής της γενιάς αναζητούσαν τις απαντήσεις στα τεράστια «γιατί», ήρθε η χούντα και αποκάλυψε όλη τη γύμνια του ρεφορμισμού, που διέλυσε το κίνημα , αφήνοντάς το ανυπεράσπιστο απέναντι στους καραβανάδες. Ενα κίνημα που είχε δώσει μάχες ενάντια σε μεγαλύτερους και πιο σκληρούς εχθρούς, τους ναζιφασίστες κατακτητές, τους αγγλοαμερικανούς ιμπεριαλιστές και τους αναβαπτισμένους δωσίλογους, στο τρομοκρατικό και δολοφονικό μοναρχοφασιστικό κράτος μετά τον εμφύλιο. Αγωνιστές σαν τον Χρήστο, που δεν ήθελαν να κάνουν κοινοβουλευτική καριέρα μετά την πτώση της χούντας, έκαναν την επιλογή της πολιτικοστρατιωτικής δράσης. Ο ίδιος την έχει περιγράψει πολύ παραστατικά στις πολιτικές τοποθετήσεις που έκανε αντί απολογίας στα τρομοδικεία.

Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο άνθρωπος που έδωσε φωνή στον ΕΛΑ όταν αυτό απαιτήθηκε από την ιστορική συγκυρία, αγνοώντας κάθε προσωπικό κόστος, έκλεισε το βιολογικό του κύκλο, καταλείποντάς μας μια παρακαταθήκη: «Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε». Αυτή την παρακαταθήκη την υπερασπίστηκε μέχρι το τέλος. Ξέροντας ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», ο Χρήστος μας άφησε ως κληρονομιά το παράδειγμα της ανιδιοτελούς ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, με πλήρη γνώση των συνεπειών της. Αν και δεν το επεδίωξε ποτέ, αυτό τον καθιστά αθάνατο στη μνήμη μας ως αγωνιστή, ως επαναστάτη κομμουνιστή, ως άνθρωπο.

http://www.eksegersi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom