Εγώ το 4,5% (ενίοτε 3% και ενίοτε 6%) έγινα μέσα σε λίγον καιρό 35% και ίσως γίνω 40%. Γιατί; Διότι η κρίση δημιούργησε μια νέα κατάσταση στη χώρα, όπου ο ταξικός πόλεμος εναντίον των εργαζομένων αποχαλινώθηκε. Οι πλούσιοι (οι εγχώριοι) μπόρεσαν κατά μέγα μέρος τους να γίνουν πλουσιότεροι, οδηγώντας στη φτώχεια, στην ανεργία (κι όλη την υπόλοιπη γνωστή παθολογία) όλο και περισσότερους πολίτες. Ταυτοχρόνως οι εξωχώριοι πλούσιοι έπαιρναν τη χώρα στα χέρια τους, τους πόρους, τον πλούτο και το μέλλον της
οδηγώντας έτσι το κράτος, το έθνος και τον λαό από την υποτέλεια στη σκλαβιά. Ο ταξικός όλεθρος για τους εργαζόμενους θεσμοποιήθηκε και από «κοινωνία των δύο τρίτων» η ελληνική κοινωνία έγινε τριτοκοσμική, με σχολεία, νοσοκομεία, διοίκηση και άμυνα ανάλογου επιπέδου.
Το σοκ για τους Ελληνες ήταν μεγάλο κι ένα μεγάλο μέρος τους έχασε τις αυταπάτες του, διαπίστωσε ότι ο εκμαυλισμός ορισμένων και το πελατειακό σύστημα ήταν παγίδα, καθώς και ότι η ψευδής ευμάρεια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μετάβαση προς την αιχμαλωσία. Προσέτι όλο και πιο πολλοί διακρίβωναν ότι η αιχμαλωσία αυτή (στη σκλαβιά) δεν ήταν με τη σειρά της μια άλλη μετάβαση προς μιαν ανάκαμψη έστω ισχνή, αλλά ότι ήταν καθήλωση όλων μας πλην Συβαριτών και γενιτσάρων σε μια κατάσταση νεκρωτική (εις όσα τουλάχιστον αφορούν στην ουσία της ζωής ενός ανθρώπου). Ενα μεγάλο
μέρος των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, των γεωργών, των νέων, των μικροεπιχειρηματιών αντέδρασε και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συν τω χρόνω αλλά με ταχύς ρυθμούς, εγώ το 4,5% έγινα 35% και πάω για παραπάνω. Γιατί όμως έγινε αυτό; Το 4,5% ήταν καλύτερο απ’ τους άλλους που όλα αυτά τα χρόνια δεν του έδιναν σημασία; Οχι. Δεν ήταν καλύτερο. Απλώς ήθελε το καλύτερο για όλους. Μια ουτοπία δηλαδή που τώρα αποδεικνύεται πόσο γόνιμο είναι να υπάρχει. Σ’ αυτό το 4,5% ήταν όλοι ενάρετοι; καλοί και αγαθοί;
Οχι βεβαίως. Οχι όλοι. Αλλά πολλοί. Ωστε να κάνουν τη διαφορά. Μαζί τους συνυπήρχαν κι ορισμένοι που συναλλάσσονταν (ευκαιριακώς ή μονίμως) με το σύστημα ή άλλοι που επωφελούνταν απ’ το ήθος της Αριστεράς για να κάνουν καριέρα στην κουμπούρα των ανθρώπων της. Ετσι είναι τα ανθρώπινα και οι παρεκβάσεις αναπόφευκτες. Ομως δεν έδινε στο 4,5% τον τόνο η παθολογία του, αλλά το όραμά του και ο τρόπος που προσπαθούσε να το πραγματοποιήσει – ανοιχτός, δημοκρατικός, με διάλογο. Απόδειξη της υπεροχής του καλού σε αυτό το 4,5% είναι ότι ο λαός στράφηκε προς το μέρος του και το έφερε στο 35%. Εκτός από εκείνους που νομίζουν ότι ο λαός είναι ηλίθιος και δεν τους καταλαβαίνει, η ιστορία έχει αποδείξει ότι ο λαός στην ανάγκη του είναι τόσον σοφός, όσον μπορεί να ‘ναι νωθρός όταν κυριαρχείται απ’ τις αυταπάτες του.
Το στοίχημα της πολιτικής του «σοκ και του δέους», ώστε η «οικονομική φρίκη» που έχει επιβληθεί, να οριστικοποιηθεί, ήταν ο λαός να φοβηθεί. Στα χρόνια της κρίσης, η ιδεολογική τρομοκρατία, η απηνής προπαγάνδα, ο αυταρχισμός και ο εκφασισμός της δημοκρατίας σκοπό είχαν να ενοχοποιήσουν τον λαό, να τον φοβίσουν και, αν δεν καταφέρουν ούτε το ένα ούτε το άλλο, να τον απογοητεύσουν.
Απ’ ό,τι έδειξε η πορεία των εξελίξεων έως τώρα η ενοχοποίηση ξεγυμνώθηκε και η κατατρομοκράτηση δεν πέτυχε να ουδετεροποιήσει εκείνο το αναγκαίο και ικανό ποσοστό του λαού που θα καταδίκαζε το σύνολό του στη σκλαβιά. Μένει τώρα να δοκιμασθεί το τελευταίο όπλο: η απογοήτευση. Οχι πως το όπλο αυτό έως τώρα δεν εχρησιμοποιείτο, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά δεν έχει αποτύχει ακόμα, όπως η ενοχοποίηση και η κατατρομοκράτηση.
Οταν ήμουν το 4,5%, το κατά την εξουσία γραφικό και ακίνδυνο, ποια ήταν ως αριστερού η διαφορά μου από έναν τίμιο δεξιό, έναν ξεγελασμένο Πασόκο, έναν οποιονδήποτε καλοπροαίρετο πολίτη; Σε ηθική βάση, καμμία. Σε πολιτική βάση πολλές, διότι εμείς προτείναμε να αλλάξει ο κόσμος. Με τρόπους που ίσως δεν έπειθαν τους άλλους, τους φόβιζαν, ή τους άφηναν αδιάφορους, αλλά που εμείς τους προτείναμε. Με την κρίση όμως αυτό το υπόβαθρο της κοινής ηθικής λειτούργησε, οι άνθρωποι στράφηκαν προς το 4,5% και το έκαναν 35%. Είναι όλο αυτό το 4,5% ηθικό; Οχι. Το είπαμε. Είναι όλο το 30% που στράφηκε προς το μέρος του ηθικό; Οχι βεβαίως! Αλλωστε ουδέποτε τα ποσοστά της ηθικής σε μια κοινωνία υπήρξαν και τόσο φιλόδοξα. Η ανάγκη είναι που έστρεψε τον λαό σε έναν χώρο που διέθετε την έξωθεν καλή μαρτυρία
κατά το ειδικό βάρος που οι στρατευμένοι υπέρ του λαού μέσα σ’ αυτό το 4,5% προσέδιδαν και προσδίδουν. Δεν ερωτεύθηκε αίφνης ο λαός τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τις παθογένειες που και αυτός διαθέτει. Προσέδεσε τις ελπίδες του και συνέδεσε την τύχη του με ένα πολιτικό σχήμα της Αριστεράς (χωρίς να του δίνει λευκή επιταγή) που απέδειξε κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι είχε δίκιο για όσα έλεγε πριν απ’ αυτήν. Και λέω ότι «απέδειξε» (ο ΣΥΡΙΖΑ) και όχι ότι γενικώς «απεδείχθη» το δίκιο του, διότι σε αυτό το κόμμα οι διεργασίες για την αντίσταση στην κρίση και την ανατροπή των συνεπειών της ήταν πραγματικές, τίμιες και σχετικές με το εφικτό. Και επειδή ο λαός ούτε «τεμπέλης», ούτε «διεφθαρμένος», ούτε ηλίθιος είναι, άρχισε να παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία. Και μάλιστα να συμμετέχει. Με τον τρόπο του. Με τα στραβά του και τα καλά του. Ετσι είναι τα ανθρώπινα. Η κατάσταση δεν είναι επαναστατική, ώστε να αρπάξουν την ιστορία απ’ το λαιμό διάφορες πρωτοπορίες (με κίνδυνο να την πνίξουν – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία), η κατάσταση είναι τραγική. Σημαδεμένη απ’ την ιστορική υποχώρηση της Αριστεράς παγκοσμίως και την παλινόρθωση μιας Αντίδρασης αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, εκφασισμού των αστικών δημοκρατιών και θανατηφόρου ιμπεριαλισμού. Σε αυτές τις συνθήκες η στροφή ενός λαού προς τα Αριστερά, όπως στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ, την Ισπανία με το Podemos, στην Πορτογαλία, το Βέλγιο και όπου αλλού οι αριστερές δυνάμεις επανενισχύονται, είναι φαινόμενα που το σύστημα πρέπει να πνίξει εν τη γεννέσει τους, ώστε να αποφύγει μελλοντικούς κινδύνους.
Το εγχείρημα για την Ιερά Συμμαχία της εποχής μας φαίνεται εύκολο. Για παράδειγμα στην Ελλάδα το Διευθυντήριο του Βερολίνου (εργολαβία απ’ την Ουάσινγκτον) δεν θα δίσταζε να θυσιάσει τον κ. Σαμαρά για να αποδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μια παρένθεση και να ολοκληρωθεί η «δουλεία» (της δημιουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών στην Ευρώπη) μια και καλή.
Η δυσκολία για αυτήν τη στρατηγική, πάντα μιλώντας για την Ελλάδα, βρίσκεται στο γεγονός ότι αν το 1981 ο λαός στρεφόταν στο ΠΑΣΟΚ από προσδοκίες τώρα στρέφεται στον ΣΥΡΙΖΑ από ανάγκη. Και οι μεν προσδοκίες μπορούν να διαψευσθούν ή να ανασταλούν, η ανάγκη όμως αν δεν εξυπηρετηθεί ορίζει τη σκλαβιά για να αντιστρέψουμε το Μαρξικό εκείνο ότι «ελευθερία είναι η εξυπηρέτηση της αναγκαιότητας».
«Πρέπει» λοιπόν το 4,5% που έγινε 35% να αποτύχει (με ευρωπαϊκόν κι ευρύτερον αντίκτυπο) και επειδή ο εκφοβισμός και η ενοχοποίηση απέτυχαν τελευταίο (και ήδη παλαίμαχο όπλο) είναι η απογοήτευση. Εγω λοιπόν το 4,5% είμαι κρυφοπασόκ, βλέπω τον Πάπα και συνομιλώ με τον Διάβολο, τα ‘χω βρει με τη Χίλαρυ κι έχω δώσει τη χώρα στη Μπούνετσμπανκ, καλλιεργώ αυταπάτες στον λαό, είμαι η νέα Διαπλοκή, είμαι μπαχαλάκιας, είμαι τσογλανμπόυ και χρυσαύγουλο, συνελόντι ειπείν είμαι ένα πουλημένο τομάρι.
Σε αυτό το κλίμα θα πάμε ως τις εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορεί τον κ. Τσίπρα ότι βρίσκεται πίσω απ’ την υπόθεση Χαϊκάλη!! Οπως και ότι βρίσκεται και μέσα στα ΑΤΜ για να τα χαλάσει, όπως και ότι είναι ο ένας απ’ τους δύο πόλους της θεωρίας των δύο άκρων, όπως και ότι είναι ο ένας απ’ τους δύο πόλους του νέου δικομματισμού – μπαράζ απαξίωσης.
Το 4,5% που έγινε 35% διεκδικεί τώρα ποσοστά κοινοβουλετικής αυτοδυναμίας. Ωστε από θέση ισχύος να προχωρήσει σε μια κυβέρνηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες του λαού. Προς τούτο, κάθε τι που ανακόπτει την πορεία προς την αυτοδυναμία είναι πολύτιμο για τους καθ’ ημάς Δυνατούς και κάθε τι που εξομοιώνει τον ΣΥΡΙΖΑ με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό είναι ανεκτίμητο. Συνεπώς οι συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ με πρόσωπα, πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικές δυναμικές πρέπει να μην έχουν καμμιά σχέση με μνημονιακούς, τυχοδιώκτες, αμοραλιστές και ιντριγκαδόρους. Η περίπτωση, φερ’ ειπείν, Κουβέλη (υποψηφίου για υποψήφιος Πρόεδρο της Δημοκρατίας, από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, συγκυβερνήτης του κ. Μπαλτάκου) έχει πλέον τόση σχέση με την Αριστερά, όση σχέση έχουν οι τσαντογόβες της κυρίας Τζάκρη με τα υποσιτισμένα παιδιά. Ανθρωποι φυροί στο μυαλό, όπως ο κ. Παραστατίδης και ο κ. Βουδούρης που ξεπέφτουν σε φασιστικές γενικεύσεις κι άλλοι ομοίων προδιαγραφών δεν είναι απαραίτητοι για να κυβερνηθεί η χώρα προς όφελος του λαού, είναι το αντίθετο. Δεν γνωρίζω αν οι «υποψηφιότητες» αυτών των ανθρώπων για τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποκυήματα της προπαγάνδας που οργιάζει σε μεγάλο μέρος των ΜΜΕ ή αν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν δυνάμεις που ποντάρουν σε φθαρμένα υλικά.
Μπροστά μας υπάρχουν δύο εκδοχές: ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα φθάσει στις κάλπες με το ψηφοδέλτιο δαγκωτό (από ελπίδα) ή με το ψηφοδέλτιο δαγκωμένο (από επιφυλάξεις). Στον αγώνα που η Αριστερά θα δώσει για την ανάταξη της χώρας, άλλη δυναμική δίνει το δαγκωτό και άλλη το δαγκωμένο.
Στη διάρκεια της κρίσης ο ΣΥΡΙΖΑ ανδρώθηκε και εκπαιδεύτηκε. Διαθέτειπλειάδα στελεχών. Πολύ πιο ισχυρή πλέον απ’ όποιαν διαθέτουν άλλα κόμματα. Που τη συνέχει ο κοινός στόχος και η ικανότητα να συζητά και να επιλέγει τις προσήκουσες κάθε φορά τακτικές. Με κυβερνητική ωριμότητα και φιλολαϊκήεγρήγορση – και, ίσως, ο τροχός της ιστορίας να γυρίσει αλλιώς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου