Πριν έρθουν τα μνημόνια ο φίλος μου ο Αντρέας
είχε δουλειά, είχε λεφτά κι έτρωγε πάντα κρέας,
στο σούπερ μάρκετ έμπαινε και σήκωνε τα ράφια
κι ήθελε τα χορταρικά φρέσκα, απ’ τα χωράφια.
Ήθελε και πανάκριβα ρούχα, μόνο «Αρμάνι»
και από οίκους ραπτικής για τη κυρά φουστάνι,
Κι έπειτα έμεινε άνεργος, τέλειωσαν οι παράδες,
δεν του ’μειναν ούτε ψιλά από τους κουμπαράδες.
Αυτός που πάντα τρέφονταν με ψάρια τεφαρίκια
τώρα δεν έχει ένα ευρώ να πάρει ούτε φιστίκια
πήραν φωτιά τα γάλατα, στα ύψη το γιαούρτι,
και σφίγγει το ζωνάρι του και γίνεται μπαρούτι.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε τα πήρε στο κρανίο
και χταποδάκι ζήτησε ψητό στο Καφενείο.
Δέκα ογδόντα γύρεψε, ο καφετζής «φαρμάκι»
λες και απευθυνόντανε σε κάποιο Μποδοσάκη.
«Πίσω!» αναφώνησε ευθύς, βάλτο εκεί που ξέρεις
τσίπουρο μ’ ένα «τίποτα» και πάλι να μου φέρεις
Θα πάω να πάρω εγώ μεζέ στα ράφια στα ληγμένα,
που τα πουλάν μισοτιμής, τουτέστι «σκοτωμένα»
Δεν βρήκε κι έμεινε άπραγος, τον έκοβε και η πείνα
και τότε του ’ρθε στο μυαλό να κάνει την «κομπίνα»,
παίρνει κονσέρβα απ’τις καλές τη βάζει στα ληγμένα
στο καφενείο τη μοίρασε, μου πρόσφερε κι εμένα.
Κι έβαλε και στον πειρασμό τη πρόστυχή μου πένα
να γράψει είναι πιο νόστιμα ληγμένα και κλεμμένα.
Καστρινός
είχε δουλειά, είχε λεφτά κι έτρωγε πάντα κρέας,
στο σούπερ μάρκετ έμπαινε και σήκωνε τα ράφια
κι ήθελε τα χορταρικά φρέσκα, απ’ τα χωράφια.
Ήθελε και πανάκριβα ρούχα, μόνο «Αρμάνι»
και από οίκους ραπτικής για τη κυρά φουστάνι,
Κι έπειτα έμεινε άνεργος, τέλειωσαν οι παράδες,
δεν του ’μειναν ούτε ψιλά από τους κουμπαράδες.
Αυτός που πάντα τρέφονταν με ψάρια τεφαρίκια
τώρα δεν έχει ένα ευρώ να πάρει ούτε φιστίκια
πήραν φωτιά τα γάλατα, στα ύψη το γιαούρτι,
και σφίγγει το ζωνάρι του και γίνεται μπαρούτι.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε τα πήρε στο κρανίο
και χταποδάκι ζήτησε ψητό στο Καφενείο.
Δέκα ογδόντα γύρεψε, ο καφετζής «φαρμάκι»
λες και απευθυνόντανε σε κάποιο Μποδοσάκη.
«Πίσω!» αναφώνησε ευθύς, βάλτο εκεί που ξέρεις
τσίπουρο μ’ ένα «τίποτα» και πάλι να μου φέρεις
Θα πάω να πάρω εγώ μεζέ στα ράφια στα ληγμένα,
που τα πουλάν μισοτιμής, τουτέστι «σκοτωμένα»
Δεν βρήκε κι έμεινε άπραγος, τον έκοβε και η πείνα
και τότε του ’ρθε στο μυαλό να κάνει την «κομπίνα»,
παίρνει κονσέρβα απ’τις καλές τη βάζει στα ληγμένα
στο καφενείο τη μοίρασε, μου πρόσφερε κι εμένα.
Κι έβαλε και στον πειρασμό τη πρόστυχή μου πένα
να γράψει είναι πιο νόστιμα ληγμένα και κλεμμένα.
Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου