Σα κόπασε λίγο η βροχή που έφερε ένας ξενέρωτος Νοτιάς, ανίκανος να διώξει τη μούχλα και το κουρνιαχτό απ’ όλων των ειδών τ’αποκαΐδια στην πνιγμένη πόλη, μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ήθελε να πάμε - νοστάλγησε είπε «τα μαγαζιά και λίγο γιορτινή ατμόσφαιρα»… κάποια στιγμή το πήρα απόφαση κι εγώ και πήγαμε.
Τι ήθελα και την άκουσα - αλλά και που να φανταστώ πως δεν μπορείς ούτε δυό βήματα να κάνεις πια σ’ αυτήν την πόλη χωρίς να σε πληγώσει… Φαίνεται ξέχασα, ξεσυνήθισα… Είχα απ’ τη τελευταία απεργία την Άνοιξη να πάω κατά κεί.
Μπήκαμε κέντρο και τραβήξαμε κατά την Ερμού. Κόσμος πολύς, κάθε φυλής και χρώματος, σκουπίδια ανακατεμένα με τους μικροπωλητές, ζητιάνοι κάθε τόσο, κι άνθρωποι ακόμα και νέοι που ψάχνουν τα σκουπίδια. Και μια βαριά μυρωδιά στην ατμόσφαιρα να σου κόβει την ανάσα.
Και κείνο το πεζοδρόμιο - καινούργιο έργο του Δημάρχου - κάθε βήμα και παγίδα, μου κρατούσε το μπράτσο τόσο σφιχτά που μελάνιασα. Σκέφτηκα να πάμε κατά Μοναστηράκι μεριά, ίσως ήταν κάπως πιο ήσυχα εκεί. Καθίσαμε στο ουζερί του φίλου μου του Άρη, δίπλα από εκείνη τη σόμπα σαν ομπρέλα, φαινόταν κι η Ακρόπολη από εκεί.
Σήκωσε τα μάτια της κατά κεί – κι ύστερα με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τόσο άγριο που, δεν το κρύβω, σκέφτηκα πως κάτι έπαθε, πως πάει…σαλτάρησε. Γυάλιζε το μάτι της σου λέω…
«Δεν είναι η Αθήνα αυτή», είπε κοφτά κι απότομα. «Αυτή είναι η μιζέρια μεταμορφωμένη σε πόλη». Πάμε να φύγουμε αμέσως από δω πέρα… Να φωνάξεις το γκαρσόνι να πληρώσουμε να φύγουμε αμέσως τώρα και μην ξανάρθουμε εδώ ποτέ…Μου έδωσε ότι ψιλά είχε στη τσάντα της για να πληρώσω γρήγορα, και την κυνήγαγα σχεδόν τρέχοντας από πίσω.
Στο δρόμο για Πειραιά, με έπιασε, με τσάκωσε, το ολοκαίνουριο το νέφος όπως τσάκωσε στον ύπνο όλο το κράτος. Σαν τα βάθη της Ασίας, που βλέπουμε στα έργα, μοιάζει η Πειραιώς, μυρίζει, βρωμοκοπά και καλύπτεται από μια παράξενη ομίχλη. Να που τώρα και στη χώρα μας, τυχόν σκηνές για αστυνομικά ή θρίλερ φίλμ, ούτε που χρειάζονται πια προετοιμασία, έτοιμο το σκηνικό. Που να είναι εκείνη η Μπιρμπίλη, του Γιωργάκη η υπουργός με την πράσινη ανάπτυξη;
Στη γειτονιά αλλά και στο σπίτι όλα βρωμάνε, και τ’ απλωμένα ρούχα προετοιμάζονται για νέες σβούρες μέσα στο πλυντήριο. Μια μυρωδιά που προκαλεί πονοκέφαλο και αναγούλα. Να λες θέλω να φύγω, αλλά και που να πάς. Δεν ξέρω αν την ίδια αίσθηση και εικόνα έχουν οι «άρχοντες του κοινοβουλίου», δεν ξέρω αν την ομίχλη από την κάπνα την παίρνουν για ψιλή υγρασία, άλλωστε τα δικά τους τζάκια σίγουρα δεν είναι ξυλόσομπες και μάλλον είναι μόνο για «ντεκόρ», όχι για θέρμανση.
Έκλεισα γερά τα τζάμια που είχα ανοίξει λίγο για να αεριστεί το σπίτι, να κρυφτώ, τουλάχιστον να γλυτώσω μοναχά με την κάπνα που πρόλαβε να τρυπώσει.
Για πόσο όμως να κρυφτεί κανείς από την εξαθλίωση αυτού του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου