«Εμένα μου λες που η ζωή στο χωριό είναι ωραία; Αυτά είναι παραμύθια που ξεφουρνίζουν οι Αθηναίοι. Και τι να τον κάνω εγώ τον καθαρό αέρα και το πράσινο; Σάμπως είναι οι «γκόμενες» σκορπισμένες στο λόγγο και περιμένουν να τις μαζέψεις ή σάμπως διασκεδάζεις με τον καθαρό αέρα και τ’οξυγόνο;»
Αυτές κι άλλες τέτοιες πολλές ήταν οι απόψεις του Στάθη περί της ζωής στο χωριό, αποσταλαγμένες απ’ το βιβλίο του τριακονταετούς βίου του, και με αποδέκτες τα γερόντια που γέμιζαν τα τραπεζάκια γύρω απ’ τη σόμπα του καφενείου του χωριού.