«Εμένα μου λες που η ζωή στο χωριό είναι ωραία; Αυτά είναι παραμύθια που ξεφουρνίζουν οι Αθηναίοι. Και τι να τον κάνω εγώ τον καθαρό αέρα και το πράσινο; Σάμπως είναι οι «γκόμενες» σκορπισμένες στο λόγγο και περιμένουν να τις μαζέψεις ή σάμπως διασκεδάζεις με τον καθαρό αέρα και τ’οξυγόνο;»
Αυτές κι άλλες τέτοιες πολλές ήταν οι απόψεις του Στάθη περί της ζωής στο χωριό, αποσταλαγμένες απ’ το βιβλίο του τριακονταετούς βίου του, και με αποδέκτες τα γερόντια που γέμιζαν τα τραπεζάκια γύρω απ’ τη σόμπα του καφενείου του χωριού.
Το πρόβλημα του Στάθη - πρόβλημα τόσων νέων ανθρώπων που κατέληξαν να βράζουν στο ζουμί των χωραφιών – και που παρά τα παράπονά του όμως, έμενε πιστός οπαδός της αγροτικής ζωής. Και ίσως πάντα από μέσα του έψαχνε ένα ειδύλλιο σαν αυτό του παλιού σινεμά στις «βουκολικές ταινίες» εκείνης της εποχής, που έβλεπε στην τηλεόραση.
Η χωριατοπούλα του όμως δεν έλεγε να φανεί. Κι αν, αραιά και που, εμφανιζόταν καμιά στο μυαλό του, ούτε που γύριζε να τον κοιτάξει. Γιατί οι περισσότερες ήταν φοιτήτριες και εργαζόμενες στη πρωτεύουσα, που επέστρεφαν μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα για να τηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας για τυπικούς και μόνο λόγους.
Έφταναν κι οι μέρες των Χριστουγέννων και θα έφερναν πάλι νεαρόκοσμο στο χωριό. Κι ο Στάθης το σκέφτονταν και το μελετούσε καλά φέτος το πράγμα. Αυτή τη φορά θα εντυπωσίαζε. Αφού οι «σκέτοι αγρότες» δεν είχαν πέραση, θα ακολουθούσε κι αυτός άλλη γραμμή.
Γύρισε απ’ το Αγρίνιο φορτωμένος τσάντες. Καινούργια ρούχα, μοδάτα παπούτσια, και αλλαγμένο το μαλλί παρακαλώ. Γενικά θα γίνονταν ένας επιχειρηματίας αγρότης. Αγόρασε και καινούργιο κινητό από εκείνα τα μεγάλα που τα χαϊδεύεις και αλλάζουνε εικόνες - ας είναι καλά η αποζημίωση απ’ το χαλάζι στο περιβόλι-.
Παραμονές Χριστούγεννα και να σου τον στη πολυσύχναστη καφετέρια του χωριού. Βρήκε τις ντόπιες και νεοφερμένες κοπελιές, στριμωγμένες στους καναπέδες του μαγαζιού, να ανταλλάσσουν τα τελευταία κουτσομπολιά του τόπου.
Κάθισε σ’ ένα κοντινό τραπέζι, με το γλυπτοπλασμένο του μαλλί, τη μπουφανιά του τη καινούργια, και το μεγάλο κινητό αφημένο ανέμελα πάνω στο τραπεζάκι δίπλα απ’ το πακέτο τα τσιγάρα. Παρήγγειλε δήθεν αδιάφορα το ουίσκι του, ενώ παράλληλα είχε στήσει και το αυτί. Κι εκεί άκουσε για το Λάκη, το Σάκη, τον Μάκη της κάθε μιας. Για το Τσιπουράδικο, το Σκυλάδικο, το Στριπτιτζάδικο, και όλα τα συναφή και υψηλόβαθμα στέκια διασκέδασης των πόλεων.
Δεν άντεξε τα πήρε στο κρανίο. Κουφάλες είπε από μέσα του, πλήρωσε βιαστικά και αποχώρησε. Τον είδα απ’ το μπαλκόνι που έφευγε αλαφιασμένος, και τέντωσα τ’ αυτιά ν’ ακούσω τι μουρμούραγε. Πόρνες ε! πόρνες έλεγε και ξαναέλεγε…Μέσα στις «μπλάνες»* γεννηθήκατε κουφάλες και θέλτε τώρα τη μεγάλη τη ζωή.
Πήγε στο σπίτι, φόρεσε τις γαλότσες του, πήρε το δίκαννο στην πλάτη, και πήγε στο καρτέρι για μπεκάτσες. Η νύχτα έσκαγε μύτη πάνω απ’ τον ΑϊΓιώργη και ετοιμάζονταν ν’ απλώσει το μαύρο της «τσεμπέρι» πάνω απ’ το χωριό.
* Μπλάνες στην περιοχή του Αγρινίου λέμε τα κομμάτια χώματος που είναι στερεοποιημένα περίπου σε μέγεθος πορτοκαλιού και αφθονούσαν κάποτε στα καπνοχώραφα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου