Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Αποστολή στη Θεσσαλία ένα χρόνο μετά τον Daniel: Τα χωριά που έλιωσαν από το πέρασμα της θεομηνίας (φωτο & βίντεο)


Εναν χρόνο μετά τη θεομηνία, η καθημερινότητα δεν έχει επιστρέψει στα χωριά της Καρδίτσας: Οι μισοί κάτοικοι της Φαρκαδόνας έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν, στον Βλοχό 115 οικογένειες ζητούν τη μετεγκατάστασή του, ενώ η Μεταμόρφωση θα μεταφερθεί.

της Ματίνας Ηρειώτου

Τα νερά από τη θεομηνία «Daniel» είχαν ήδη κατακλύσει πέρυσι τον Σεπτέμβριο ολόκληρα χωριά στην Καρδίτσα και από τα σπίτια ξεχώριζαν μόνο τα κεραμίδια, όταν οι επιστήμονες σήμαναν νέο συναγερμό: οι άνθρωποι που είχαν βρει καταφύγιο στις στέγες των σπιτιών τους κινδύνευαν άμεσα να παρασυρθούν από αυτά, αφού απειλούνταν με κατάρρευση. 

Δεκάδες σπίτια στον Παλαμά, στη Φαρκαδόνα και την ευρύτερη περιοχή πράγματι κατέρρευσαν με κρότο, αφού κυριολεκτικά έλιωσαν. Οι άψητες χωμάτινες πλίθες από τις οποίες είχαν χτιστεί, έχοντας μείνει επί μέρες μέσα στο νερό, έχασαν την προστασία που επί δεκαετίες τούς παρείχε ο σοβάς και έπεσαν σαν χάρτινες. Λίγο νωρίτερα είχε στηθεί μια τεράστια επιχείρηση με βάρκες και ελικόπτερα του Στρατού και της Πυροσβεστικής και απομακρύνθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι σε ασφαλή σημεία.

Οταν τα νερά στέγνωσαν, αποκαλύφθηκε το μέγεθος της καταστροφής, αλλά οι ανθρώπινες ζωές είχαν σωθεί. Μάλιστα, όπως επισημαίνει στο άρθρο του ο καθηγητής Φυσικών Καταστροφών ακαδημαϊκός Κώστας Συνολάκης, κάποιοι άνθρωποι είχαν μείνει έως και τρεις μέρες άστεγοι μέχρι να διασωθούν, αφού τα πλίθινα σπίτια τους κατέρρευσαν πολύ γρήγορα.




«Ακουγα όλο το βράδυ της Πέμπτης (σ.σ.: στις 7 Σεπτεμβρίου του 2023) εκρήξεις. Ηταν τα πλίθινα που έσκαγαν», θυμάται ο 64χρονος Δημήτρης Στεργίου από τη Φαρκαδόνα, μία από τις περιοχές όπου πλινθόκτιστα σπίτια έπεσαν. Σήμερα, έναν χρόνο μετά, παραμένουν σωροί από χώματα, ανάμεικτα με τα έπιπλα και όλα τα πράγματα που συνθέτουν αυτό που λέμε «νοικοκυριό»
Εναν χρόνο μετά, τα πλινθόκτιστα σπίτια στη Θεσσαλία παραμένουν σωροί από χώματα

«Η φύση δεν πάει καλά»

Ο Δημήτρης Στεργίου κατανοεί με απλή παρατήρηση της φύσης αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν «κλιματική αλλαγή». «Είμαι κυνηγός από παιδί. Η φύση δεν πάει καλά. Δεν μπορεί να έχει κοτσύφια με 40 βαθμούς», λέει. O ίδιος, ιδιοκτήτης συνεργείου στη Φαρκαδόνα, κατάλαβε γρήγορα τον κίνδυνο που ερχόταν. «Βγάλαμε έξω τα μηχανήματα. Αλλού περνούσαμε από το νερό, αλλού όχι. Εκανα διαδρομή προς τα γύρω χωριά. Δεν υπήρχαν ο Βλοχός, η Μαραθέα, η Μεταμόρφωση. Είπα “πάμε να φύγουμε’’, φοβήθηκα για την οικογένεια, είχαμε μικρά παιδιά. Οσο περνούσε η ώρα έσπαζαν αναχώματα, άκουγες το νερό να έρχεται και ανατρίχιαζες...».

Μετά την οικογένειά του, ο κ. Στεργίου και ο γιος του, όπως και πολλοί άλλοι συντοπίτες τους, άρχισαν να απομακρύνουν κόσμο από την πλημμυρισμένη Φαρκαδόνα με τα τρακτέρ και τις βάρκες. «Τι ήταν κάτω από τη βάρκα δεν ξέραμε...». Ο ίδιος φοβάται για τα επόμενα χρόνια: «Οι μισοί που ζούσαν στη Φαρκαδόνα έφυγαν. Πώς θα συντηρηθούν μαγαζιά με τον μισό κόσμο;», αναρωτιέται.


Τα ποτάμια που πέρυσι έπνιξαν τον κάμπο του Παλαμά ήταν αυτά που είχαν προσελκύσει τους ανθρώπους για να κατοικήσουν κοντά τους: έπαιρναν νερό για τις καλλιέργειες και τις υπόλοιπες ανάγκες τους, ακόμη και λάσπη με την οποία κατασκεύαζαν μόνοι τους τα πλιθιά με τα οποία έχτιζαν τα σπίτια τους. 

Οπως περιγράφει η συγγραφέας-ερευνήτρια της τοπικής Ιστορίας και λαογραφίας της Θεσσαλίας Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά «κάθε χωριό είχε ένα συγκεκριμένο μέρος κοντά σε ποτάμι, που επιτρεπόταν να σκάψουν και να φτιάξουν μόνοι τους τα χειροποίητα πλιθιά. 

Εριχναν νερό και πρόσθεταν άχυρο». Στη συνέχεια ανακάτευαν τη λάσπη να γίνει πηχτή. Τη μετέφεραν με την «καζιάκα» και μετά την έριχναν στα καλούπια και πίεζαν τη λάσπη να μη μένουν κενά. Η διαδικασία ξεκινούσε την άνοιξη και ολοκληρωνόταν το καλοκαίρι.


Ηταν μια πρακτική που οι άνθρωποι ακολουθούσαν επί χιλιάδες χρόνια. Οι ανάγκες στέγασης τη δεκαετία του ’50 είχε ως αποτέλεσμα να συνεχίσουν να χτίζονται τέτοια σπίτια τα οποία «επιβίωσαν» στα χρόνια για δύο λόγους, όπως επισημαίνει ο κ. Συνολάκης: Δεν έγινε κάποιος μεγάλος σεισμός και ο σοβάς με τον οποίο κάλυψαν τα πλιθιά λειτούργησε ως ασπίδα προστασίας. Στα περισσότερα παλιά δίχωρα σπίτια έγιναν με τα χρόνια προσθήκες δωματίων, κατά κανόνα από πέτρα και αργότερα από μπετόν. Ετσι, μετά τον «Daniel» βλέπεις να έχει καταρρεύσει το πλίθινο τμήμα του σπιτιού και το υπόλοιπο να στέκει όρθιο.


Ο Βλοχός είναι ίσως το χωριό που επλήγη με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα από την περσινή θεομηνία. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ζητούν να μετεγκατασταθεί - μια ανάλογη απόφαση έχει ληφθεί για τη Μεταμόρφωση, που θα μεταφερθεί κοντά στον Παλαμά. 

Στο χωριό έχουν απομείνει πλέον 15 με 20 οικογένειες από τις 142 που ζούσαν μόνιμα στον Βλοχό πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Σήμερα, 115 οικογένειες του Βλοχού ζητούν να μετεγκατασταθεί και το δικό τους χωριό. Αποτελούν σχεδόν το 60% όσων είχαν σπίτια εκεί και επειδή το αίτημα για μετεγκατάσταση δεν είναι ομόφωνο, δεν έχει ληφθεί απόφαση - στο τραπέζι, πάντως, έπεσε και η λύση της μερικής μετεγκατάστασης, να φύγουν δηλαδή, όσοι το επιθυμούν. 

Ο Βλοχός αυτή τη φορά δεν… έλιωσε. Τα σπίτια του χωριού, πλίθινα σχεδόν όλα τότε, είχαν πέσει στη μεγάλη πλημμύρα του 1953. Από τον Βλοχό περνούν τρία ποτάμια που καταλήγουν στον Πηνειό, με μεγαλύτερο τον Ενιπέα.

Το σπάσιμο των αναχωμάτων του Ενιπέα έπνιξε τον Βλοχό: τα σπίτια έμειναν κυριολεκτικά μέσα στο νερό επί 21 μέρες. Τα σημάδια από τη λάσπη στους τοίχους είναι ορατά σχεδόν σε όλα. Ακόμη και τα διώροφα πλημμύρισαν και είναι αυτά που κατά κύριο λόγο κατοικούνται σήμερα. 

Οι κάτοικοι του Βλοχού αναγκάστηκαν να νοικιάσουν όπου μπορούσαν και βρήκαν στέγη: Στην Καρδίτσα, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στον Παλαμά και στα κοντινά χωριά. «Βρεθήκαμε πρόσφυγες στον τόπο μας», λέει ο Απόστολος Παπακυρίτσης, που υποδέχθηκε στο χωριό μαζί με συγχωριανούς του το «ΘΕΜΑ». 

«Θα δείτε ότι τα σπίτια είναι ερειπωμένα, υπάρχουν καθιζήσεις, ανοίγματα. Το ’94 σωθήκαμε από θαύμα, πνίγηκε τότε η Μεταμόρφωση», θυμάται και προσθέτει: «Ζούμε πάντα με τον φόβο, δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται αυτό, η κλιματική αλλαγή κάνει τα πράγματα όλο και χειρότερα. Ηρθε ο “Ιανός’’, ακολούθησε ο “Daniel” λίγες μέρες μετά ο “Elias’’. Δεν μπορείς να ξεκινάς συνέχεια από την αρχή».

Ανέτρεψε τις ζωές τους

Ο Σωτήρης Γιώτας, οδηγός στο επάγγελμα, βρέθηκε να νοικιάζει σπίτι παράλληλα με το κόστος για τις σπουδές και το ενοίκιο για την κόρη του που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη. Και εκείνος πιστεύει ότι η λύση για τον Βλοχό είναι η μετεγκατάσταση. 

«Καταλαβαίνω κι αυτούς που θέλουν να μείνουν, είναι δύσκολο ηλικιωμένοι να ξεκινήσουν από την αρχή, ας μείνουν όσοι θέλουν», λέει και προσθέτει: «Πώς θα πω στη μικρή μου κόρη, που το μόνο που της έμεινε από τα πράγματά της είναι ένα παλιό, σχεδόν άχρηστο ποδήλατο και το κρατάει λες και είναι θησαυρός, να γυρίσουμε εδώ; Εδώ όλα τα παιδιά φοβούνται με την πρώτη ψιχάλα. Ρωτούν αν θα ξαναμπεί το νερό στα σπίτια. Η απειλή και ο φόβος μας είναι όταν χτυπά το 112», λέει.

Η αποκατάσταση στη Θεσσαλία από τις καταστροφές του «Daniel» δεν αφορά μόνο τις υποδομές, τον επανασχεδιασμό και την ενίσχυσή τους ή τη διαχείριση των υδάτων ώστε να θωρακιστεί η περιοχή από τις εντεινόμενες συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Ο «Daniel» ανέτρεψε τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων που πασχίζουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας να τις ξαναστήσουν. 

Ο Χρήστος Λαϊόπουλος, πατέρας δύο παιδιών, συντηρεί πλέον με τη νοσηλεύτρια σύζυγό του (και με όσες οικονομίες είχαν) τρία σπίτια με ενοίκιο: oι δύο κόρες του σπουδάζουν στην Πάτρα και τη Λαμία (σε σχολές χωρίς αντιστοιχία, συνεπώς χωρίς δυνατότητα μετεγγραφής για καμία από τις δύο) και η υπόλοιπη οικογένεια στο Μάρκο, ένα χωριό δίπλα στον Παλαμά.

Η επιδότηση ενοικίου, ένα από τα μέτρα στήριξης των πληγέντων, έχει δοθεί για δύο τρίμηνα σε κάποιους, για ένα σε άλλους, ενώ κάποιοι ακόμη δεν έχουν πάρει, αφού οι φάκελοί τους δεν είναι πλήρεις: έγγραφα και πιστοποιητικά χάθηκαν στην πλημμύρα και τα προβλήματα δεν έχουν ακόμη επιλυθεί. 

Ακόμη και το αρχείο της ίδιας της κοινότητας του Βλοχού παραμένει αχρηστευμένο από τις λάσπες, σε στοίβες έξω από το κατεστραμμένο κοινοτικό κατάστημα. «Είμαστε άνθρωποι χωρίς παρελθόν», λέει με πικρία ο Σωτήρης Γιώτας.

Και οι αγρότες, όμως, έπρεπε να κάνουν αγώνα για να ξανακαλλιεργήσουν τα χωράφια τους, αφού έπρεπε να απομακρύνουν φερτά υλικά. «Φύτευα τριφύλλι, φέτος δεν έβαλα, δεν είχε νόημα», λέει ο Νίκος Τεγόπουλος. Τώρα περιμένει να κρατήσει ο καιρός για να μαζέψει το βαμβάκι που έρχεται όψιμο, όπως όλες οι φετινές καλλιέργειες. 

Ο Νίκος Τεγόπουλος, όπως και οι περισσότεροι συγχωριανοί του, ζει με τον φόβο της βροχής. Τα αναχώματα του Ενιπέα, άλλωστε, είναι σπασμένα και η απειλή της πλημμύρας παρούσα ανά πάσα στιγμή.
«Το ένα τρακτέρ το έχω πάει ήδη σε ψηλότερο σημείο, μην το πάρει η βροχή», περιγράφει.

Το χαμηλότερο σημείο

Ο Βλοχός, άλλωστε, είναι στο χαμηλότερο σημείο του κάμπου του Παλαμά κι εκεί καταλήγουν όλα τα νερά από την Καρδίτσα. Η συγκεκριμένη περιοχή, παράλληλα, λειτουργεί και ως «ασπίδα» τρόπον τινά για τη Λάρισα, αφού τα τρία ποτάμια «πέφτουν» εντέλει στον Πηνειό.

Οι νεότεροι του χωριού επιθυμούν τη μετεγκατάσταση του Βλοχού. Το αίτημά τους το έχουν διατυπώσει σε επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό. «Αυτό το χωριό δεν θα υπάρχει τα επόμενα χρόνια», λέει η Αννα-Μαρία Καρανάση, που μετά τον «Daniel» ζει στην Καρδίτσα. 

«Ζητάμε από τον πρωθυπουργό να μας ακούσει. Το αγαπάμε το χωριό, αλλά δεν υπάρχει πλέον μέλλον εδώ. Δεν μπορούμε να κατοικήσουμε εδώ με ασφάλεια, να ξαναζήσουμε. Να μας μεταφέρουν με ελικόπτερα. Δεν μπορεί να υπάρξει χωριό με δέκα και δεκαπέντε οικογένειες. Ο Βλοχός είναι θύμα της κλιματικής αλλαγής και το ζήσαμε. Επιθυμούμε πλέον τη μερική -έστω- μετεγκατάσταση», λέει.

«Δεν έχω τίποτα πια»

Εναν χρόνο μετά την καταστροφή, κάτοικοι του Βλοχού παλεύουν ακόμη με τις λάσπες. Το «ΘΕΜΑ» συνάντησε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που προσπαθούσε να πλύνει τους τοίχους του κατεστραμμένου του σπιτιού.

Λίγο παρακάτω, η 70χρονη Χρυσούλα Τεγοπούλου, που επί εννέα μήνες πηγαινοερχόταν καθημερινά στη Λάρισα όπου κατέφυγε κοντά στην κόρη της, έχει στήσει υποτυπωδώς το νοικοκυριό της: «Πετούσα λάσπες και καθάριζα και δεν φαινόταν τι έκανα», λέει για τους εννέα μήνες που της πήρε για να βάλει τα απολύτως απαραίτητα στο τμήμα του σπιτιού της που ξανάστησε. «Εβδομήντα χρόνια αγώνας», συνεχίζει. 

«Γεννήθηκα λίγους μήνες μετά την πλημμύρα του ’53 και μεγάλωσα με όσα μας έλεγαν και με τον φόβο. Κάθε φορά που έβρεχε έψαχνα να στείλω τα παιδιά μου να κοιμηθούν αλλού. Τώρα που έρχεται βροχή, θα βάλω δυο ρούχα στη βαλίτσα και θα ξαναπάω στη Λάρισα».

Η διήγησή της είναι άμεση και ανεπιτήδευτη. «Ηρθε η κόρη μου και τα εγγόνια μου από την Αθήνα το καλοκαίρι και μου ζήτησε τον τρίφτη. “Δεν έχω κορίτσι μου’’, της είπα. Δεν έχω τίποτα. Κι ούτε θέλω να ξαναφτιάξω το νοικοκυριό μου όπως ήταν, να ξαναπάρω ό,τι είχα. Να το καθαρίσω ήθελα για να έρχονται. Να θυμούνται».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom