Ενα διήγημα του Κώστα Καστρινού
Η νύχτα έπεφτε και ο Ασλάν κουρασμένος, µε πόδια ξεσκισμένα, µε την κοιλιά άδεια, µε την ψυχή γεµάτη απόγνωση, περπατούσε ξυπόλητος για την Ειδομένη πάνω στη χλόη στην άκρη του δρόµου, επειδή το τελευταίο του ζευγάρι παπούτσια του το’κλεψαν στον Πειραιά.
Ήταν ένα Σάββατο αρχές της Άνοιξης, και τα γκρίζα σύννεφα κυλούσαν στον ουρανό βαριά και γρήγορα στο φύσηµα του ανέµου, κι ένοιωθε κανείς ότι θα έβρεχε σε λίγο. Η εξοχή ήταν έρηµη εκείνη την ώρα του δειλινού, παραµονή της Κυριακής και η γη έµοιαζε γυµνή µιάς και είχε κιόλας οργωθεί για την καινούργια τη σοδειά.
Ο Ασλάν πεινούσε, πεινούσε σαν αγρίµι, σαν τους πεινασµένους λύκους που ορµάνε πάνω σε ότι βρούνε. Εξασθενηµένος, περπατούσε µε µεγάλες δρασκελιές για να κάνει λιγότερα βήµατα και µε το κεφάλι του βαρύ, µε τις φλέβες να χτυπούν στα µηλίγγια του, µε τα µάτια του κόκκινα, µε το στόµα στεγνό, έσφιγγε το καλάμι στο χέρι του και του ερχόταν µια ακαθόριστη επιθυµία, να χτυπήσει µε όλη του τη δύναµη ότι έβρισκε μπροστά του.
Εδώ και τρείς µέρες που συνέχεια περπατούσε, µονολογούσε φωναχτά και περπατούσε µε µεγάλες δρασκελιές κυνηγηµένος από τις σκέψεις του. Η θλίψη του να µην µπορεί να χρησιµοποιήσει τα ικανά του χέρια που τα αισθανόταν γεµάτα δύναµη, η ανάµνηση των γονιών του που είχαν µείνει πίσω εκεί στο χαλασμό, όλα αυτά τον γέµιζαν σιγά σιγά µε µιαν αργή οργή, οργή που συσσωρευόταν κάθε µέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό και έβγαινε από το στόµα του, παρά τη θέλησή του, µε τη µορφή σύντοµων και οργισµένων φράσεων.
Παραπατώντας στις πέτρες που κυλούσαν κάτω από τα γυµνά του πόδια, αγανακτούσε µε την αδικία της τύχης, και τα έβαζε µε τους ανθρώπους, µε όλους τους ανθρώπους, αλλά και µε την φύση που είναι άδικη, άγρια και για άλλη μια μέρα ακόμα βροχερή.
Η βροχή έπεφτε ψιλή, πυκνή, παγωμένη. Έδεσε µε κόµπο γύρω από το λαιµό του ό, τι είχε µείνει απ’ τη μεγάλη μαντίλα του, για να εµποδίσει το κρύο νερό να κυλήσει στη ράχη και στο στήθος του.
Σύντοµα όµως ένιωσε το νερό να διαπερνά το λεπτό ύφασµα και έριξε µια αγωνιώδη µατιά τριγύρω, µια µατιά ενός ανθρώπου χαµένου που δεν ξέρει πια πού να προφυλάξει το κορµί του, πού ν’ ακουµπήσει το κεφάλι του, που δεν βρίσκει καταφύγιο σ’ ολόκληρο πια το κόσµο.
Η νύχτα έπεφτε σκεπάζοντας µε σκοτάδι τα χωράφια. ∆ιέκρινε µακρίτερα σ’ ένα λιβάδι, µια σκοτεινή φιγούρα επάνω στη χλόη: ήταν µια γαϊδούρα. Πήδησε το αυλάκι στην άκρη του δρόµου και κατευθύνθηκε προς το ζώο, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Όταν βρέθηκε πλάι της, το ζωντανό γύρισε προς το μέρος του χωρίς να σηκωθεί, κι έτσι σε τούτη τη στροφή, φάνηκαν τα τεράστια «μαστάρια» της.
Κοίταξε τη γαϊδούρα, κι έπειτα ξαφνικά, της έδωσε µια στο πλευρό: «Όρθια!» είπε. Το ζώο σηκώθηκε αργά αφήνοντας να κρέµεται από κάτω του το βαρύ τροφαντό µαστάρι της. Τότε ο άνθρωπος ξάπλωσε ανάσκελα, ανάµεσα στα πόδια του ζώου και ήπιε για πολλή ώρα πιέζοντας µε τα δυο του χέρια το πρησµένο ζεστό µαστάρι, που µύριζε χώμα. Ήπιε όσο γάλα βρισκόταν µέσα σ’ αυτή τη ζωντανή πηγή.
Η παγωµένη βροχή όµως δυνάμωνε κι έπεφτε όλο και πιο πυκνή, και όλη η πεδιάδα ήταν γυµνή, χωρίς να φαίνεται πουθενά ένα καταφύγιο. Η γαϊδούρα ξάπλωσε πάλι βαριά. Εκείνος κάθισε πλάι της, χαϊδεύοντάς της το κεφάλι µε ευγνωμοσύνη επειδή τον τάισε.
Η βαριά και δυνατή αναπνοή του ζώου, που έβγαινε από τα ρουθούνια του υπό μορφή ατµού στον βραδινό αέρα, περνούσε επάνω από το πρόσωπο του πρόσφυγα, που σκέπτονταν: «Εσύ κρυώνεις λιγότερο κάτω από αυτό το τρίχωμα».
Τώρα τα χέρια του πηγαινοέρχονταν στο στέρνο του ζώου, ανάµεσα στα σκέλια του, για να βρουν εκεί λίγη ζεστασιά. Τότε του ήρθε µια ιδέα: να ξαπλώσει και να περάσει τη νύχτα του κολληµένος στη µεγάλη, ζεστή κοιλιά του ζώου.
Έψαξε, λοιπόν, να βρει ένα µέρος για να βολευτεί και έβαλε το µέτωπό του επάνω στο µεγάλο µαστάρι που τον είχε ταΐσει προηγουμένως. Έπειτα, καθώς ήταν πολύ κουρασµένος, αποκοιµήθηκε αµέσως.
Ξύπνησε όµως πολλές φορές, επειδή πότε η κοιλιά του, πότε η ράχη του ήταν παγωµένες, ανάλογα µε το ποιο µέρος του σώµατος ακουµπούσε στο πλευρό του ζώου. Τότε άλλαζε πλευρό για να ζεστάνει και να στεγνώσει το µέρος εκείνο που είχε µείνει εκτεθειµένο στον αέρα της νύχτας, και ξανακοιµόταν αµέσως µ’ έναν ύπνο βαρύ.
Το λάληµα μακριά ενός κόκορα τον έκανε να σηκωθεί. Μόλις είχε φέξει, δεν έβρεχε πια και ο ουρανός άρχισε να ξεκαθαρίζει. Η γαϊδούρα ήταν ακόμα ξαπλωµένη και είχε το µουσούδι της στο έδαφος. Έσκυψε, στηριζόμενος στα χέρια του, για να φιλήσει εκείνα τα φαρδιά γαϊδουρινά ρουθούνια και είπε: «Αντίο, οµορφούλα µου...Να σ’ έχει πάντοτε καλά ο Αλλάχ ….. Αντίο σ’ ευχαριστώ...»
Έπειτα έσυρε τα λασπωμένα πόδια του και τράβηξε, κατά όπως υπολόγιζε αυτός, κατά Ειδομένη μεριά.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου