Ο άνθρωπος που αναποδογύρισε μια «βολεμένη» ζωή κι άρχισε να γράφει «για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ' τον άμμο...», όπως έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης, ο κατά πολλούς ιδρυτής της επαναστατικής Τέχνης στην Ελλάδα, ο Κώστας Βάρναλης,«έφευγε» σαν σήμερα πριν ακριβώς 40 χρόνια, στις 16 Δεκέμβρη του 1974.
Ο αμετανόητος κομμουνιστής Βάρναλης, στις αιτιάσεις εναντίον του για την «στράτευσή του», ήταν καταιγιστικός: «…όλες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι.Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται" - έλεγε ο Βάρναλης - με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
Όταν πέθανε ο Παλαμάς, ο Σικελιανός μίλησε για το φέρετρο που πάνω του ακούμπησε όλη η Ελλάδα. Από αυτή τη στόφα ήταν φτιαγμένος και ο Βάρναλης. Από τη στόφα των ποιητών που πάνω τους μπορεί να ακουμπήσει ο λαός στα δύσκολα. Ο Βάρναλης, που υπήρξε ένα με το λαό χωρίς ποτέ να θωπεύσει και να καλοπιάσει το λαό, που αρνήθηκε να γίνει «δημοπίθηκος» που με κολακείες εξαπατά το λαό, έγινε η «φωνή του λαού».
Αυτός ο «παππούς των λαϊκών αγώνων», όπως τον αποκαλούσε ο Ρίτσος, είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Είναι παρών με τους «Μοιραίους», όταν μαστιγώνει την παθητικοποίηση και τη μοιρολατρία.
Η φιγούρα του Βάρναλη θα ξεχωρίζει πάντα στην αίθουσα του στρατοδικείου δίπλα στον Λουντέμη, όταν εκείνος στην παραίνεση του δικαστή να κάνει μια «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης των ιδεών του για να πάψει να «τραβιέται» στα ξερονήσια απάντησε: «Κύριε πρόεδρε ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον ξαναγυρίσω εγώ στα τέσσερα»!
Ο Βάρναλης σαρκαστικός και αμείλικτος εχθρός της σεμνοτυφίας, που στα βαρύγδουπα ερωτήματα του τύπου «ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής» απαντούσε «οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο "Βυζάντιο"..», υπήρξε ο απόλυτος μαστιγωτής της γλίτσας του λογοτεχνικού, δημοσιογραφικού και κάθε λογής σιναφιού που αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως σμπίρος της εξουσίας. Έγραφε: «Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,/ της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,/ και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,/ του βούρκου. λιβανίζετε την μπόχα!».
Ο Βάρναλης είναι «Το Φως που Καίει» διαρκώς. Είναι ο «παραμυθάς» που όχι μόνο δεν χαρίζεται στον «κυρίαρχο» λαό κάθε φορά που ο λαός ανέχεται να τον κουμαντάρουν οι αφεντάδες, αλλά και κατσαδιάζει τον λαό όταν υποτάσσεται στο ρόλο του υποτακτικού που «δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει – μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”».
Ο Βάρναλης, είναι εκείνος που «Στην αληθινή απολογία του Σωκράτη»προειδοποιεί: «Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών».
Και θα είναι πάντα εκείνος που θα μπολιάζει το «θύμα» και το «ψώνιο» με την προτροπή - σπίθα να σηκώσει το ανάστημά του. Και να αποκτήσει επίγνωση της δύναμής του αφού «αν ξυπνήσει μονομιάς θάρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Υστερόγραφο: Είναι η ώρα των απειλών, είναι η ώρα του λαϊκού εκφοβισμού, είναι η ώρα της πιο χυδαίας κινδυνολογίας. Ακούμε ότι το δικαίωμα του ελληνικού λαού να καθορίζει τη μοίρα του μπορεί να «ενοχλήσει» τις Αγορές. Ακούμε ότι ο λαός δεν πρέπει να έχει γνώμη για το παρόν και το μέλλον του διότι αυτό μπορεί να «τσαντίσει» τους δανειστές, τον Γιούνγκερ, το ΔΝΤ, τη «Goldman» και τον «Moody’s». Και βλέπουμε γύρω μας το στρατό με τα ασπάλακα βαποράκια να πετροβολάει, χωρίς ντροπή και χωρίς συστολή, τον ελληνικό λαό με αυτές τις απειλές.
Ήρθε επομένως η ώρα να απαντηθούν οι απειλές τους. Αναγνωρίζουμε ότι ηαπάντηση πρέπει να είναι τόσο ψύχραιμη όσο και σαφής. Άρα φιλοσοφημένη. Ψάχνοντας μια πιθανή απάντηση, στο άκουσμα των όλο και πιο ιταμών απειλών τους, στο μυαλό μας στριφογυρνούν τρεις λέξεις. Δεν τις εφηύραμε εμείς. Τις είχε επικαλεστεί ο Μοντεσκιέ στο περίφημο έργο του υπό τον τίτλο «Δοκίμιο για τις αιτίες που μπορούν να επηρεάσουν το πνεύμα και τον χαρακτήρα».
Ο πέραν πάσης αναρχοκομμουνιστικής υποψίας Μοντεσκιέ, λοιπόν, το έθετε ως εξής: «Είναι εκπληκτικό πράγμα όλη η φιλοσοφία να συνίσταται στις τρεις αυτές λέξεις: “Jem’enfous”»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου