Οποια και αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, ένα πράγμα είναι σίγουρο: η πολιτική λιτότητας όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά και θα βαθύνει.
Το πρόβλημα, έτσι τουλάχιστον, όπως διατυπώνεται από το Reuters, είναι η λεγόμενη «αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας», την οποία οι περιβόητοι Οίκοι Αξιολόγησης, δεν θα δώσουν παρά μετά τις εκλογές και αφού εξετάσουν το περιεχόμενο των οικονομικών πολιτικών της νέας κυβέρνησης. Αυτές οι πολιτικές, σύμφωνα με τους Οίκους, θα πρέπει να έχουν ορισμένους κοινούς παρονομαστές, ήτοι: λιτότητα, λιτότητα και λιτότητα.
Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ «Η Ελλάδα (…) για να κερδίσει ξανά την πολυαναμενόμενη αξιολόγηση της επενδυτικής της βαθμίδας και θα το κάνει μόνο εάν η νέα κυβέρνηση παραμείνει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σύνεσης». Όπου «δημοσιονομική σύνεση» σημαίνει ξεκάθαρα λιτότητα.
Ο ρόλος του χρέους και του πληθωρισμού
Πριν προχωρήσουμε και δούμε τι ακριβώς ζητούν οι Οίκοι Αξιολόγησης για την «επενδυτική βαθμίδα», που σύμφωνα με τα οικονομικά επιτελεία των μπλε, πράσινων και ροζ… επιτελαρχών αποτελεί τη… λύση σε όλα τα δεινά, ας εξετάσουμε πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση μέχρι τώρα.
Το πρώτο στοιχείο είναι ο υψηλός πληθωρισμός. Η διαρκής αύξηση του πληθωρισμού καθ’ όλη την περασμένη χρονιά (ακόμη και η μείωση του πληθωρισμού του τελευταίου μήνα, μόνο ως εικονική μπορεί να ιδωθεί) συνεπάγεται -πέρα από όλα τα άλλα για τα λαϊκά νοικοκυριά- και το αυξημένο κόστος δανεισμού για το κράτος.
Έτσι, ceteris paribus, αν και θεωρητικά ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε ονομαστική μειώση του χρέους, εντούτοις η πραγματική αξία του χρέους τείνει αυξηθεί. Και ο λόγος έγκειται ακριβώς ότι η ραγδαία αύξηση των τιμών συνεπάγεται την ραγδαία μείωση της αξίας του χρήματος.
Αν σε αυτό προσθέσουμε και την τεράστια αύξηση των επιτοκίων το τελευταίο εξάμηνο, που έχει ως αποτέλεσμα ακόμη υψηλότερο κόστος δανεισμού, τότε καταλαβαίνουμε ότι πληθωρισμός συν επιτόκια σημαίνουν χρέος.
Το δεύτερο στοιχείο, λοιπόν, είναι ακριβώς η εκτίναξη του χρέους, που πλέον δεν αποτελεί μια θεωρητική ανάλυση: Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου εκτινάχθηκε στο ποσό των 400,28 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 11,94 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021 που είχε διαμορφωθεί σε 388,34 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια το 2022 το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά σχεδόν 1 δισ. ευρώ το μήνα και πλέον ανέρχεται στο 190,5% του ΑΕΠ!
«Επενδύσεις», μείωση εξόδων και αύξηση κρατικών εσόδων
Τα δύο αυτά στοιχεία δείχνουν τις σημαντικότερες απειλές που αντιμετωπίζει η οικονομία σε μακροοικονομικό επίπεδο. Πώς λοιπόν σκέφτονται οι… φωστήρες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπίσουν αφενός το πληθωριστικό σπιράλ και αφετέρου την εκτόξευση του χρέους;
Η απάντησή τους, είτε ΝΔ, είτε ΣΥΡΙΖΑ, είναι στην πραγματικότητα μία: αύξηση των επενδύσεων, μείωση δημοσίων δαπανών και συνετή οικονομική πολιτική που θα οδηγήσει σε αύξηση των κρατικών εσόδων. Με αυτές τις πολιτικές θέλουν να δώσουν μια συνδυαστική απάντηση στο διπλό πρόβλημα του πληθωρισμού και του χρέους.
Όμως, το πρόβλημα, μόλις τώρα αρχίζει: διότι το «κλειδί», σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, για να βγει η χώρα από τη λαβίδα πληθωρισμού-χρέους, είναι οι επενδύσεις, οι οποίες, υποτίθεται, θα φέρουν χρήμα στην αγορά, θα δώσουν θέσεις εργασίας και έτσι θα «χαλαρώσουν» τις δημοσιονομικές πολιτικές.
Το πόσο λάθος είναι αυτή η ανάλυση, δεν χρειάζεται να το πούμε: το ζούμε εδώ και δεκαπέντε χρόνια όπου η χώρα κάθε χρόνο βουλιάζει όλο και περισσότερο στη δίνη του χρέους και τώρα εισέρχεται και στην πληθωριστική φούσκα. Επίσης, αρκεί να θυμηθούμε τη… φοβερή επένδυση του Ελληνικού, για να καταλάβουμε τι λένε.
Αλλά προς το παρόν, ας υποθέσουμε ότι αυτά που λένε μπορεί να γίνουν, διότι αυτό που μας ενδιαφέρει σε αυτό το κείμενο είναι ποιες θα είναι επιπτώσεις για να γίνουν αυτά που λένε.
Γιατί οι Οίκοι Αξιολόγησης είναι σημαντικοί;
Μέχρι στιγμής έχουμε φτάσει στο εξής: η χώρα βρίσκεται στη μέγγενη χρέους-πληθωρισμού και ο τρόπος για να το αντιμετωπίσουν είναι να συνεχίσουν μια δημοσιονομική πολιτική περιορισμού των κρατικών δαπανών, αύξησης των εσόδων μέσω της φορολογικής πολιτικής, διαμόρφωσης πλεονασμάτων, εισροής επενδύσεων για να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό πληθωρισμό, με την ελπίδα ότι στο τέλος του δρόμου θα μπορέσουν να χαλαρώσουν τα δημοσιονομικά. Όμως, για να γίνουν γίνουν αυτά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι κάποιοι να πουν ότι η χώρα είναι ικανή να τα κάνει αυτά! Αυτοί οι κάποιοι είναι οι Οίκοι Αξιολόγησης.
Αυτοί οι Οίκοι, λοιπόν, αποφασίζουν ποια χώρα θα πάρει τη λεγόμενη «επενδυτική βαθμίδα». Τι είναι όμως αυτή; Ο όρος «επενδυτική βαθμίδα» αφορά στα ομόλογα των κρατών τα οποία έχουν αξιολογηθεί από τους διεθνείς οίκους ως ομόλογα με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, για τα οποία ο κίνδυνος αθέτησης δεν είναι υψηλός.
Αυτήν τη στιγμή τέσσερις από τους πέντε μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης αξιολογούν τώρα την Ελλάδα μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ η αξιολόγηση του Moody’s απέχει ακόμη τρεις βαθμίδες.
Τι μας λέει η Scope Ratings
Ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε από εκεί που ξεκινήσαμε: στην ανάλυση του Reuters, το οποίο φιλοξενεί τη δήλωση του Διευθυντή της Scope Ratings (οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας), D. Shen, ο οποίος μας λέει: «Μια απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να διατηρήσει συνετή πρωτογενή πλεονάσματα μετά το πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας της και μετά τις εκλογές του 2023 θα ήταν σημαντική για την εξέταση του επενδυτικού βαθμού».
Ωστόσο, προειδοποιούν οι αναλυτές τη Scope, αν ο υψηλός πληθωρισμός παραμείνει για περισσότερο, θα μπορούσε να επιβραδύνει περαιτέρω την ανάπτυξη της Ελλάδας και να περιορίσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη ζωτική υποστήριξή της προς την Ελλάδα.
Τόμπολα!
«Η νέα κυβέρνηση δεν έχει περίοδο χάριτος»
Έτσι, λοιπόν, αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με την ανάλυση που τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονται, για να μπορέσει η χώρα να απαλλαγεί από πληθωριστικές πιέσεις και χρέος και σταδιακά να προχωρήσει σε δημοσιονομική χαλάρωση, είναι απαραίτητη η «επενδυτική βαθμίδα» από τους Οίκους Αξιολόγησης.
Μια τέτοια βαθμίδα, κατά τη γνώμη των επιτελείων τους, θα μειώσει το κόστος δανεισμού για το κράτος και θα στείλει μήνυμα στις αγορές ότι μπορούν να επενδύσουν στη χώρα, βγάζοντάς την από το σπιράλ. (Δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να καταρρίψουμε αυτό το μύθευμα, κάτι που προκύπτει μόνο και μόνο από το ύψος των επιτοκίων).
Έρχεται, όμως, το Reuters, να μας διαφωτίσει. Αντιγράφουμε: «Οι οίκοι αξιολόγησης και οι οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει ότι μια αναμενόμενη επιβράδυνση των ελληνικών μεταρρυθμίσεων που μπορεί να επηρεάσει τις επενδύσεις, οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων και πιθανές πρόσθετες κρατικές δαπάνες θα μπορούσαν επίσης να βλάψουν την οικονομία – και να επηρεάσουν τις εκτιμήσεις τους. Η νέα κυβέρνηση επίσης δεν θα έχει περίοδο χάριτος. Θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι σοβαρή ως προς τους στόχους για τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις, είπαν».
Τι λένε λοιπόν οι Οίκοι Αξιολόγησης, σε απλά ελληνικά;
Ότι είτε έχουμε κυβέρνηση ΝΔ, είτε ΣΥΡΙΖΑ, είτε κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό κάποιο από τα κόμματα του μονόδρομου της ΕΕ, η πολιτική που θα ακολουθήσουν δεν θα πρέπει να επιβραδύνει τις (αντιλαϊκές) μεταρρυθμίσεις, δεν θα πρέπει να επηρεάσει τις (ληστρικές) επενδύσεις και δεν θα πρέπει να δώσει οποιοδήποτε μέρος των κρατικών δαπανών σε πραγματική αύξηση του εισοδήματος, πέρα από τα… pass της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Αλλιώς τους κόβουν την… «επενδυτική βαθμίδα»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου