Για μερικούς που δεν βίωσαν την καλλιέργεια του καπνού , ίσως να μην τους αγγίζει. Υπάρχουν όμως και αυτοί που είναι συνοδοιπόροι και οι παρακάτω φωτογραφίες σίγουρα θα τους ταξιδέψουν κάποιες δεκαετίες στο παρελθόν. Πριν αρκετά χρόνια τέλος καλοκαιριού, η εποχή που τελείωνε το «ξετρύγημα» του καπνού, οι περισσότεροι έδιναν αγώνα να τελειώσουν πριν της Παναγίας (15 Αυγούστου) κάτι που για τους μικρότερους ήταν πραγματικό δώρο γιατί από εκείνη την ημέρα ξεκινούσε γι’ αυτούς το πραγματικό καλοκαίρι, οι καλοκαιρινές διακοπές έως τον ερχόμενο Σεπτέμβρη που θα άρχιζαν και πάλι τα σχολεία…..
Παρόλα ταύτα εκείνα τα χρόνια οι λάκες ήταν καταπράσινες γεμάτες από ζωή, φωνές και γέλια…μικροί μεγάλοι έδιναν το παρών για να βγάλουν το φιντάνι από τις «βραές»,να το φυτέψουν, να το σκαλίσουν και μετά το μάζεμα να το αρμαθιάσουν. Πόσο κόσμο συναντούσε κανείς τότε στα χέρσα και έρημα σήμερα χωράφια; Τότε τα καπνά κρατούσαν ζωντανή την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων του χωριού και της γειτονιάς, όλοι αντάμα μια οικογένεια μοιραζόντουσαν το κάθε τι. Σήμερα παντού ερημιά και ξερά χόρτα, οι περισσότεροι πλέον κλεισμένοι στο καβούκι τους, μοιράζονται την μοναξιά τους στο χαζοκούτι της τηλεόρασης και στο διαδίκτυο. Τότε αν και η στέρηση, η κούραση και το λιοπύρι ήταν αναπόφευκτα στη ζωή τους, τα πρόσωπα όλων ήταν γαλήνια, γεμάτα ζωντάνια και χαμόγελο. Σήμερα οι περισσότεροι ζουν στην ανάπαυλα, απολαμβάνουν τις ανέσεις και την πολυτέλεια, αλλά παρόλα αυτά η μελαγχολία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα και το χαμόγελο πλέον ανύπαρκτο στα χείλη τους. Τι άλλαξε; Εμείς ή η ζωή μας; Την απάντηση θα την πάρει ο καθένας ρωτώντας τον εαυτό του, ψάχνοντας μέσα του το γιατί. Μια απάντηση που τελικά θα μείνει το ίδιο….. μια ερώτηση όπως πριν! Φωτογραφίες: Το φύτεμα, το μάζεμα και το αρμάθιασμα του καπνού… το 1975 στην Ποταμούλα Αγρινίου! Από το αρχείο του κ. Κώστα Μπακογιάννη αλλά και από άλλες πηγές.
Πηγή: https://zeidoron.blogspot.com/
Πολλές φορές αισθανόμουν την επιθυμία να γράψω για όλη αυτή την ιεροτελεστία που λέγεται ΚΑΠΝΟΣ. Τώρα που όλα αυτά τα περασμένα χάνονται στη λήκυθο των αναμνήσεων, φαίνεται οτι ωρίμασαν και πρέπει να αποτυπωθούν σε μία κόλλα χαρτί για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να μην ξεχνούν οι παλιότεροι.
Για μερικούς που δεν την βίωσαν αυτή την σκληρή δουλειά, ίσως να μην τους αγγίζει. Υπάρχουν όμως και αυτοί που είναι συνοδοιπόροι και σε αυτούς απευθύνομαι που σίγουρα θα τους ταξιδέψει κάποιες δεκαετίες στο παρελθόν.
Και αναπολώ πολλές φορές τα λόγια του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη:
Αυτή την απλοική ζωή βιώσαμε και εμείς στην δεκαετία του 70. Μια ζωή πολύ σκληρή γιατί είχε να κάνει με την καλλιέργεια του καπνού. Τους ωραιότερους μήνες του χρόνου –Άνοιξη, Καλοκαίρι- εμείς τους περνούσαμε με σκληρή δουλειά, με ατελείωτο ωράριο και αυπνία.
Πριν καλά καλά προλάβουμε να τελειώσουμε το σχολείο ,άρχιζε το μάζεμα του καπνού. Όλοι έπαιρναν μέρος σε αυτή την δουλειά. Νέοι, γέροι, παιδιά μωρά μέσα στην κούνια. Το ρολόι χτυπούσε στις τέσσερις, πολλοί δε ξυπνούσαν απο τις τρεις για τις πιό μακρινές αποστάσεις.
Εμάς η μητέρα μου δεν έβαζε ποτέ το ρολόι. Προτιμούσε να μας ξυπνάει μόνη της, έτσι γλυκομίλητη καθώς ήταν. Παιδάκια ώρα να ξυπνήσουμε. Άντε και κοντεύουμε να τελειώσουμε. Οι αδελφές μου ήταν μικρότερες από μένα , σηκώνονταν ντύνονταν αμίλητες και αγουροξυπνημένες. Πόσο τις λυπόμουν! Και τί δεν θα έδινα να μην τις ξυπνούσα, αλλά σκεφτόμουν επίσης και τον πατέρα μου και την μητέρα μου.
Ο πατέρας ήταν ήδη ξύπνιος και έτοιμος για αναχώρηση. Πολλές φορές η μητέρα φορτωνόταν στο κεφάλι της δύο μεγάλες καλάθες, που θα βάζαμε μέσα τον καπνό. Άλλες φορές φορτώναμε τον γαιδαράκο που είχαμε- Ματσούλα τον λέγαμε- και ξεκινούσαμε.
Έξω στους δρόμους γινόταν πανηγύρι. Όλοι στα όπλα για το μάζεμα του καπνού. Πριν ξημερώσει καλά καλά φορτώναμε τις καλάθες γεμάτες καπνό.Αυτή η διαδικασία ήθελε πολύ δύναμη και η δεύτερη αδελφή μου, η οποία ήταν πιο δυνατή, έβγαζε σε πέρας το φόρτωμα βάζοντας όλες της τις δυνάμεις.
Σημειωτέον, όλες προσπαθούσαμε τα μάλα για να μην αισθανθεί ο πατέρας απογοήτευση που δεν είχε αγόρι. Άλλες εποχές , άλλες αντιλήψεις. Πολλές φορές ο πατέρας πήγαινε τρία ή τέσσερα φορτώματα. Η μάνα μας ενώ μάζευε τον καπνό τραγουδούσε, παρασέρνοντας κι εμάς μαζί με τον πατέρα. Οι φωνές μας αντάμωναν με τα αηδόνια και αντιλαλούσαν οι ρεματιές. Οι γείτονες δεν παράλειπαν να μας επευφημούν και να μας θαυμάζουν.
Πολλές φορές ανυπομονούσαμε με τις αδελφές μου να δούμε αν βγήκε ο Αυγερινός και η Πούλια. Και όταν τους αντικρίζαμε….Στη σελήνη , στα αστέρια, στο άπειρο της νιότης που υπόσχεται τόσα πολλά για το αύριο. Έπρεπε να φωνάξει κάποιος από τους γονείς για να ξανασκύψουμε για το μάζεμα του καπνού.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, στέλνοντας τις ζεστές του ακτίνες στη γη, είχαμε πια αποκάμει. Άρχιζε η επιστροφή. Παρ΄ όλη την τόση κούραση, το ξενύχτι, την ταλαιπωρία αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση, τόση γαλήνη που μέχρι σήμερα δεν την έχω αισθανθεί.
Αναλογίζομαι πολλές φορές στις μέρες μας , που οι άνθρωποι έχουν τόσες ανέσεις δεν νιώθουν αυτή την γαλήνη, την ψυχική ηρεμία που νιώθαμε εμείς, τόση που ίσως ζήλεψε κι ο ποιητής γιατί ίσως κάποιο βράδυ συνάντησε μερικούς από μας να γυρίζουν από τα κτήματα με αυτή την γαλήνια έκφραση που δεν μετριέται με τίποτα, δεν αγοράζεται με τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου