Στην αντεπίθεση έχουν βγει τις τελευταίες μέρες οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες για να αντιπαλέψουν τις προτάσεις για άρση των πατεντών στα εμβόλια για την COVID-19, μετά και την επίσημη τοποθέτηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπέρ μιας προσωρινή άρσης των πατεντών για να διευκολυνθεί η αύξηση της παραγωγής και διάθεσης εμβολίων, ιδίως σε χώρες που έχουν πολύ μικρά ποσοστά εμβολιασμού, καθώς πλέον ο μαζικός εμβολιασμός σε παγκόσμια κλίμακα θεωρείται το κλειδί για την οριστική αντιμετώπιση της πανδημίας.
Χώρες όπως η Ινδία και η Νότια Αφρική, αλλά και σημαντικός αριθμός αναπτυσσόμενων χωρών έχουν ζητήσει την άρση των πατεντών για να διευκολυνθεί η μαζική παραγωγή εμβολίων και να αυξηθούν παγκοσμίως τα ποσοστά εμβολιασμού.
Στο πλαίσιο αυτής της αντεπίθεσης αφενός πιέζουν κυβερνήσεις που δεν έχουν τοποθετηθεί ή έχουν εκφράζει αντιρρήσεις όπως την Γερμανία και την Ιαπωνία να μην ακολουθήσουν την αμερικανική κυβέρνηση, απέναντι στην οποία επίσης έχουν εντατικοποιήσει τόσο το λόμπινγκ όσο και τις παρεμβάσεις δημοσίων σχέσεων.
Ορίζοντας των προσπαθειών τους η διάσκεψη σε επίπεδο υπουργών που σχεδιάζει πάνω στο θέμα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου για τον επόμενο Νοέμβριο. Η ελπίδα των εταιρειών που παράγουν τα εμβόλια είναι ότι μέχρι τότε θα έχει διευκολυνθεί η μαζική παραγωγή εμβολίων και να έχουν πετύχει τον στόχο των 11 δισεκατομμυρίων δόσεων εμβολίων μέχρι το τέλος του 2021, ώστε να καλυφθεί και σημαντικό μέρος των αναγκών των αναπτυσσόμενων χωρών όπου εντοπίζεται το πρόβλημα.
Ο φόβος των φαρμακευτικών εταιρειών δεν αφορά τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά αποτελέσματά τους, καθώς οι συμφωνίες που ήδη έχουν συναφθεί για την παραγωγή εμβολίων δεν επηρεάζονται. Όμως, συνολικά οι μακροπρόθεσμες πωλήσεις εμβολίων για την COVID-19 θα επηρεαστούν. Κυρίως όμως υπάρχει ο φόβος ότι αυτό θα δημιουργήσει ένα κακό προηγούμενο για την άρση των πατεντών και σε άλλα φάρμακα, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και των οργανώσεων για τα δικαιώματα των ασθενών. Και αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε ολόκληρο το μοντέλο πάνω στο οποίο έχει στηθεί η φαρμακευτική βιομηχανία τα τελευταία χρόνια.
Γιατί θέλει τις πατέντες η φαρμακοβιομηχανία;
Το επιχείρημα των φαρμακοβιομηχανιών είναι γνωστό από χρόνια. Τα φάρμακα ολοένα και περισσότερο κοστίζουν πάρα πολύ στο στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης και των κλινικών δοκιμών. Το κόστος παραγωγής μπορεί να είναι μικρό, αλλά το κόστος ανάπτυξης είναι μεγάλο.
Μια έρευνα του 2020 υποστήριξε ότι η μέση επένδυση για την έρευνα και ανάπτυξη ενός νέου φαρμάκου ήταν 985,3 εκατομμύρια δολάρια. Το κόστος ποικίλει ανάλογα με το είδος του φαρμάκου: από 765,9 εκατομμύρια δολάρια για δραστικές ουσίες που αφορούν το νευρικό σύστημα έως 2271,6 εκατομμύρια δολάρια για δραστικές ουσίες που αφορούν την αντιμετώπιση νεοπλασιών ή την τροποποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Σύμφωνα με τις φαρμακευτικές εταιρείες, ένα τόσο μεγάλο κόστος για να αποσβεσθεί απαιτεί να μπορούν για ένα χρονικό διάστημα να έχουν προστασία από την εμφάνιση γενόσημων, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν το κόστος αλλά και να έχουν το αναμενόμενο κέρδος.
Υποστηρίζουν ότι διαφορετικά δεν θα μπορούν να επενδύσουν τόσο μεγάλα ποσά στην έρευνα για νέα φάρμακα και αυτό θα αποτελεί ένα πισωγύρισμα σε σχέση με την αναζήτηση για καινοτόμες θεραπείες που να αντιμετωπίζουν ασθένειες.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φαρμακευτικής βιομηχανίας
Η παγκόσμια φαρμακευτική αγορά άγγιξε το 2020 τα 1228,45 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 1250 δισεκατομμύρια το 2021. Εκτιμάται ότι το 2025 θα έχει φτάσει τα 1700,97 δισεκατομμύρια δολάρια.
Διάφοροι παράγοντες αναμένεται να συντελέσουν στην επέκταση της αγοράς αυτής. Ένας από αυτούς είναι η γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 2019 οι άνθρωποι ηλικίας άνω των 65 ετών έφτασαν τα 703 εκατομμύρια. Η αύξηση αυτής της ηλικιακής κατηγορίας σημαίνει και αύξηση του αριθμού των ανθρώπων με χρόνια προβλήματα όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η υπέρταση, ο διαβήτης αλλά οι καρκίνοι. Αυτές είναι νόσοι που αυξάνουν και τη διαρκή ζήτηση για θεραπευτικά σκευάσματα αλλά και την πίεση για ακόμη πιο αποτελεσματικά σκευάσματα. Επιπλέον, τέτοια σκευάσματα χορηγούνται σε μεγάλες ποσότητες (καθότι χρόνιες παθήσεις) και συνήθως έχουμε να κάνουμε με χώρες που οι ηλικιωμένοι καλύπτονται από δημόσια προγράμματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που ενσωματώνουν τις νέες θεραπείες και αναλαμβάνουν και το κόστος.
Επιπλέον, στη φαρμακοβιομηχανία όταν μιλάμε για νέες θεραπείες δεν ισχύει το κριτήριο του κόστους. Εάν εμφανιστεί ένα αποδεδειγμένα καλύτερο νέο σκεύασμα, ακόμη και εάν είναι ακριβότερο, τότε αυτό θα προτιμηθεί και θα χορηγηθεί από τα συστήματα υγείας (ή θα αγορασθεί από τους ασθενείς). Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα των πατεντών επιτρέπει να δημιουργούνται για ένα διάστημα ουσιαστικά μονοπωλιακές συνθήκες. Και αυτή είναι και μια από τις παραμέτρους που κρατούν ψηλά την φαρμακευτική δαπάνη (εξ ου και η προσπάθεια να διευκολύνεται η συνταγογράφηση γενοσήμων).
Αυτό προφανώς δεν κρατάει για πάντα. Μετά το τέλος της πατέντας (που ως ευρεσιτεχνία διαρκεί 20 έτη αλλά ο πραγματικός χρόνος που προστατεύονται μετά την έγκριση του σκευάσματος να διατεθεί είναι 7-12 χρόνια, αν και οι φαρμακοβιομηχανίες πάντα αναζητούν τρόπους να την παρατείνουν), έχει εκτιμηθεί ότι οι πωλήσεις του αρχικού «επώνυμου» φαρμάκου πέφτουν κατά 80%.
“Everybody has to make money”
«Ο καθένας θέλει να βγάλει λεφτά. Γιατί θα πρέπει να εκπλήσσει αυτό;». Με αυτόν τον τρόπο υπερασπίστηκε ένα στέλεχος της Sanofi το 2016 τις πρακτικές των φαρμακοβιομηχανιών.
Και όντως το πόσα χρήματα μπορούν να βγάλουν οι φαρμακοβιομηχανίες ακόμη και από ένα φάρμακο εντυπωσιάζει. To 2014 τα έσοδα της Gilead από το Sovaldi, ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της Ηπατίτιδας C έφτασαν τα 7,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Όμως, αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με τον τρόπο που έπρεπε να καλυφθούν τα έξοδα για την έρευνα και ανάπτυξη. Είχε να κάνει και με την τιμολόγηση. Η Gilead τιμολόγησε την τρίμηνη θεραπεία με Sovaldi στις ΗΠΑ στις 84.000 δολάρια, παρότι σε άλλες χώρες επέλεξε αρκετά πιο χαμηλές τιμές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι υπερτιμολογήσεις γίνονται επειδή εκτιμάται ότι θα βελτιώσουν τη θέση μιας εταιρεία. Βέβαια σε αυτή την περίπτωση «γυρίζουν μπούμερανγκ». Το 2015 υπήρξε μεγάλη αναστάτωση όταν μια εταιρεία που είχε έλθει στον έλεγχο του επιχειρηματία Μάρτιν Σκρέλι, η Turing Pharmaceuticals ανακοίνωσε ότι η τιμή του Daraprim, ενός φαρμάκου για την ελονοσία που είχε αποδειχθεί αποτελεσματικό σε μολύνσεις που εμφανίζονται σε HIV-θετικούς ασθενείς και του οποίου τα δικαιώματα είχε αποκτήσει έναντι 55 εκατομμυρίων δολαρίων η Turing, θα ανέβαινε από 13,5 δολάρια το δισκίο σε 700 δολάρια το δισκίο και άρα μια θεραπεία ενός μήνα από 400 δολάρια θα πήγαινε στα 20.000 δολάρια. Η κατακραυγή θα είναι μεγάλη και ο Σκρέλι θα βρεθεί αργότερα να έχει ποινικά μπλεξίματα για άλλες επενδύσεις του.
Επιπλέον υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι συχνά οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν σε μεγάλο βαθμό και στις συγχωνεύσεις και εξαγορές και όχι μόνο στην έρευνα. Ορισμένες εταιρείες μάλιστα ξόδεψαν περισσότερα για εξαγορές. Αυτή η χρηματιστικοποίηση της φαρμακευτικής βιομηχανίας σημαίνει εκτός των άλλων και πολύ μεγάλες πληρωμές σε μερίσματα ή σε αγορές μετοχών, αντί για έρευνα και ανάπτυξη, μηχανισμός που επίσης αυξάνει και τα ποσά που μεταφέρονται στις ακριβές τιμές των φαρμάκων, ώστε να διατηρείται εντυπωσιακή κερδοφορία.
Οι κρατικές επιδοτήσεις που συχνά αποσιωπώνται
Μια άλλη παράμετρος που συχνά αποσιωπάται είναι ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δέχονται πολύ μεγάλες δημόσιες επιχορηγήσεις για την έρευνά τους και άρα δεν αναλαμβάνουν οι ίδιες το σύνολο του κόστους για την έρευνα και ανάπτυξη ενός φαρμάκου.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: το αμερικανικό κράτος χρηματοδότησε τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας με 41,68 δισεκατομμύρια δολάρια και έδωσε και επιπλέον χορηγήσεις 3,59 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την πανδημία. Πολύ μεγάλο μέρος αυτής της έρευνας υποστηρίζει και την ανάπτυξη των νέων σκευασμάτων των φαρμακοβιομηχανιών. Μόνο για τα εμβόλια δόθηκαν πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ακόμη και το εμβόλιο τηs Pfizer/BioNTech στηριχτηκε σε μια γενναία επιχορήγηση 375 εκατομμυρίων ευρώ στη BioNTech από τη γερμανική κυβέρνηση.
Τα κέρδη και οι ανθρώπινες ζωές
Όλα αυτά επαναφέρουν όλα τα ανοιχτά ερωτήματα για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ως πεδίο κερδοφορίας – συχνά όπως φαίνεται και απροκάλυπτης κερδοσκοπίας – ένα πεδίο που σχετίζεται με την ίδια την ανθρώπινη ζωή, δηλαδή του κατεξοχήν υπέρτατου δημόσιου αγαθού.
Η νέα επίγνωση των κοινωνιών σε σχέση με την αξία της δημόσιας υγείας και των δημόσιων παρεμβάσεων ώστε αυτή να μπορεί να εξασφαλίζεται για όλους, είναι σίγουρο ότι διαμορφώνει ένα τοπίο διαφορετικό από αυτό πάνω στο οποίο διαμόρφωσαν για χρόνια το μοντέλο δραστηριότητάς τους οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Παναγιώτης Σωτήρης
https://www.in.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου