Οι άδειες καζίνο είναι περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που έχουν παραχωρηθεί υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για να φέρνουν έσοδα, να δημιουργούν και να διατηρούν θέσεις εργασίας, να προσελκύουν νέες επενδύσεις και όχι να καταντούν «γεννήτριες» χρεών και μοχλοί στρέβλωσης της αγοράς.
Για την αγορά τυχερών παιχνιδιών, και δη για τα επίγεια καζίνο, η προσδοκώμενη επιστροφή στην κανονικότητα ξαναφέρνει στην επιφάνεια το φλέγον ζήτημα των εταιρειών-ζόμπι με τα δυσθεώρητα χρέη των 400 εκατ. ευρώ (!), εκ των οποίων σχεδόν τα μισά είναι οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και θέτει την κυβέρνηση ενώπιον σοβαρών ευθυνών, εφόσον δεν διαχειριστεί το ζήτημα καίρια και αποτελεσματικά.
Φυσικά, δεν πρόκειται για μια υπόθεση που προέκυψε ξαφνικά από το πουθενά. Σοβούσε τουλάχιστον την τελευταία δωδεκαετία, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των εκάστοτε κυβερνήσεων, και ειδικότερα τριών αρμόδιων υπουργείων (Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας), δύο ανεξάρτητων αρχών, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ), τουλάχιστον δύο συστημικών τραπεζών, καθώς και μιας πληθώρας άλλων παραγόντων, πολιτικών, κομματικών και συνδικαλιστικών.
Το «απόστημα», όμως, είχε διογκωθεί πλέον τόσο πολύ που δεν ήταν πια δυνατόν να κρύβεται κάτω από το χαλί των όποιων δικαιολογιών προβάλλονταν, από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια μέχρι διάφορα δικονομικά τερτίπια.
«Εσπασε» το φθινόπωρο του 2019, όταν αποκαλύφθηκε ότι επτά από τις δέκα επιχειρήσεις καζίνο χρωστούσαν 100 εκατ. ευρώ στον Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)! Η δημοσιοποίηση των στοιχείων ώθησε την κυβέρνηση να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου άρχισαν τα τελεσίγραφα: «Ρύθμιση των οφειλών ή σφράγισμα».
Στο μεταξύ, ενέσκηψε η πανδημία και το πρόβλημα τέθηκε και αυτό στο ευρύτερο πλέγμα αναστολών πληρωμών και οφειλών, καλύφθηκε από τον κρατικό μανδύα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Όπως επισημαίνουν στελέχη της κυβέρνησης και των ανεξάρτητων αρχών, η αντιμετώπιση αυτής της σκανδαλώδους κατάστασης είναι πλέον μονόδρομος για πέντε βασικούς λόγους:
Πρώτον, επειδή θίγεται άμεσα το δημόσιο συμφέρον. Οι άδειες καζίνο είναι περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που έχουν παραχωρηθεί υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για να φέρνουν έσοδα, να δημιουργούν και να διατηρούν θέσεις εργασίας, να προσελκύουν νέες επενδύσεις και όχι να καταντούν «γεννήτριες» χρεών και μοχλοί στρέβλωσης της αγοράς.
Δεύτερον, επειδή είναι αδιανόητο στην πορεία εξόδου από την πανδημία και τα lockdown, όταν χιλιάδες επιχειρήσεις θα δίνουν κυριολεκτικά μάχη επιβίωσης καθημερινά, να υπάρχει οποιαδήποτε ανοχή σε περιπτώσεις εταιρειών που παραβιάζουν συστηματικά τους νόμους, τα θεσμικά πλαίσια και τους κανόνες ανταγωνισμού της αγοράς.
Ο κανιβαλισμός -γιατί περί αυτού πρόκειται- των ασυνεπών και των επιτηδείων, εις βάρος των συνεπών και νομοταγών, θα πρέπει να πατάσσεται εξαντλώντας κάθε αυστηρότητα, ειδάλλως, όπως επανειλημμένα έχει συμβεί στη χώρα μας, μαζί με τα… ξερά, τελικά, καίγονται και τα χλωρά.
Τρίτον, για να τερματιστεί το καθεστώς ομηρίας και αγωνίας περίπου 2.000 εργαζομένων των προβληματικών επιχειρήσεων, οι οποίοι άγονται και φέρονται χρόνια τώρα, έρμαια ποικίλων συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, αλλά και της ανασφάλειας των υπόλοιπων 2.500 εργαζομένων του κλάδου, αφού λόγω της αλλοίωσης του ανταγωνισμού απειλούνται και οι δικές τους θέσεις εργασίας.
Τέταρτον, επειδή υπάρχει πλέον άμεσος κίνδυνος εμπλοκής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και καταδίκης της χώρας μας, καθώς κατά την πάγια κοινοτική νομολογία οι οφειλές προς το Δημόσιο που δεν εισπράττονται με ευθύνη του εκλαμβάνονται ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις.
Πέμπτον, γιατί το διήγημα της προβολής της Ελλάδας ως ιδανικού προορισμού προσέλκυσης επενδύσεων, όπως αυτή του Ελληνικού, δεν μπορεί να κρύβει «σκελετούς» και «ζόμπι». Δεν γίνεται ως κράτος, από τη μία, να δεσμεύεσαι για φιλικό και ευέλικτο επενδυτικό περιβάλλον και, από την άλλη, να υποθάλπεις στρατηγικούς κακοπληρωτές και παρασιτικές πρακτικές.
Το πώς έφτασαν τα πράγματα έως εδώ είναι λίγο πολύ γνωστό.
Τα… Οσκαρ των στρατηγικών κακοπληρωτών
Τα πρωτεία των χρεών ανήκουν σε τρεις εταιρείες: το Καζίνο Λουτρακίου και τις δύο εταιρείες που ελέγχουν τα Καζίνο Ρίου, Κέρκυρας και Θράκης, η Theros International Gaming και η Vivere Entertainment, συμφερόντων του επιχειρηματία Κώστα Πηλαδάκη.
Ωστόσο, ειδικά για την περίπτωση του Καζίνο Λουτρακίου και την ανοχή του Δημοσίου απέναντι στην κοινοπραξία αυτή υπάρχει υλικό για συγγραφή ολόκληρων τόμων! Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θεμέλιος λίθος για τα ιδιωτικά καζίνο και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπήρξε ο Ν.2206/1994 της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με αρμόδιο υπουργό Τουρισμού τον Διονύση Λιβανό.
Ο Ν.2206/94 προέβλεπε δέκα άδειες καζίνο: τρία μεγάλα καζίνο (δύο στην Αττική και ένα στη Θεσσαλονίκη) και επτά μικρά, περιφερειακά-τοπικά, πρωτίστως σε τουριστικούς προορισμούς, ήτοι Κρήτη, Ρόδο, Κέρκυρα, Χαλκιδική, Αχαΐα, Σύρο και Λουτράκι, καθώς και δυνατότητα για άλλα τέσσερα, σε Ηπειρο, Θράκη, Φλώρινα και Δοϊράνη.
Στην Αττική προβλέπονταν δύο άδειες, του Καζίνο Πάρνηθας, το οποίο βάσει νόμου μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε περιοχή εκτός Δήμου Αθηναίων, και μια δεύτερη, η εξέλιξη της οποίας οδήγησε στην πολύκροτη τότε υπόθεση του Καζίνο Φλοίσβου. Οσο για το τίμημα για τα καζίνο της Αττικής, για την άδεια της Αθήνας ήταν περίπου 10 δισ. δραχμές και 5,5 δισ. δραχμές για την Πάρνηθα, με την πρόβλεψη μετεγκατάστασης, ενώ αντίστοιχα για το Καζίνο Θεσσαλονίκης 7,5 δισ. δρχ. Χάριν σύγκρισης, ως περιφερειακό-τοπικό καζίνο, η άδεια για το Καζίνο Λουτρακίου δημοπρατήθηκε έναντι 1 δισ. δραχμών (κατ’ αντιστοιχία περίπου 3 εκατ. δολάρια).
Το Καζίνο Λουτρακίου το ανέλαβαν τρεις εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων που συνέστησαν κοινοπραξία με τον τοπικό δήμο (η Club Hotel Loutraki Α.Ε. και η Τουριστική Λουτρακίου Α.Ε. ΟΤΑ τότε σε ποσοστά 88%-12% αντίστοιχα, σήμερα 84%-16%), ένα σχήμα μάλλον ασύνηθες, που συν τοις άλλοις άφηνε πολλά κενά σε ζητήματα διαχείρισης και εταιρικής διακυβέρνησης.
Στη συνέχεια, η άδεια για καζίνο στον Φλοίσβο ακυρώθηκε ύστερα από έναν συνδυασμό τοπικών διαμαρτυριών αλλά και αντιδράσεων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων της εποχής, ορισμένα εκ των οποίων, όλως τυχαίως, αργότερα βρέθηκαν να έχουν συμφέροντα και στο Καζίνο Λουτρακίου.
Ταυτόχρονα, ματαιώθηκε και η ιδιωτικοποίηση και μετεγκατάσταση της Πάρνηθας, ύστερα από θυελλώδεις αντιδράσεις συνδικαλιστικών και λοιπών πολιτικο-επιχειρηματικών δυνάμεων, πάλι συνδεδεμένων με το Καζίνο Λουτρακίου.
Χωρίς Φλοίσβο και με το απαρχαιωμένο κρατικό «Mont Parnes» στην κορυφή του βουνού, το Καζίνο Λουτρακίου βρέθηκε σε μια απίστευτα πλεονεκτική θέση: το τοπικό καζίνο, έχοντας πληρώσει ένα ευτελές τίμημα για την άδεια και με μια μινιμαλιστικού κόστους επένδυση σε προκάτ κτίριο, είχε στα πόδια του ως ώριμη αγορά όλη την Αθήνα!
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο και επειδή ήδη είχε αρχίσει να βουίζει ο πολιτικός και επιχειρηματικός τόπος περί μεγάλου σκανδάλου, τον Νοέμβριο του 1996 αποφάσισε να παρέμβει η τότε υπουργός Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου. Κάλεσε τους ιδιοκτήτες, τους έθεσε τα νέα δεδομένα, εκείνοι συμφώνησαν απνευστί και έτσι υπεγράφη η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου επί των μεικτών κερδών της επιχείρησης από 20% σε 33%, καθώς και ανάλογη αύξηση του ειδικού ετήσιου τέλους. Εκμεταλλευόμενο τις ευνοϊκές εκείνες περιστάσεις, το Καζίνο Λουτρακίου… μεγαλούργησε. Στο μεταξύ, επιχειρούσε να πλήξει ανταγωνιστικές εταιρείες εμπλέκοντάς τις σε μακροχρόνιες δικαστικές περιπέτειες σε ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Μόνο η Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας Α.Ε. και η Regency Entertainment Α.Ε. καταμετρούν 25 (!) τέτοιες υποθέσεις, τις οποίες τελικά το Καζίνο Λουτρακίου έχασε όλες. Μεταξύ άλλων, επιχείρησε να τορπιλίσει την ιδιωτικοποίηση του Καζίνο Πάρνηθας, αλλά και τη μετέπειτα λειτουργία του και έσυρε για σειρά ετών το Ελληνικό Δημόσιο, μαζί με τα Καζίνο Πάρνηθας και Θεσσαλονίκης, στα ευρωπαϊκά δικαστήρια με ισχυρισμούς περί «κρατικών ενισχύσεων». Οπως και την τελευταία διετία, επιχείρησε να μπλοκάρει την προβλεπόμενη από τον νόμο μετεγκατάσταση του «Mont Parnes» στο Μαρούσι.
Το 2008, λοιπόν, ύστερα από μια χρυσή δεκαετία με τρελά κέρδη, από τα οποία οι μέτοχοι υπολογίζεται ότι έβαλαν στις τσέπες τους άνω των 500 εκατ. ευρώ, το Καζίνο Λουτρακίου είχε φτάσει να έχει ετήσια μεικτά έσοδα 1,1 δισ. ευρώ! Από το 2009, όμως, που άρχισε σταδιακά η μεγάλη δεκαετής κρίση στα καζίνο, οι μέτοχοι άρχισαν, σταδιακά και αυτοί, να εξαφανίζονται και ουσιαστικά άφησαν την εταιρεία στην τύχη της διαδίδοντας από καιρού εις καιρόν ότι «αναζητούν επενδυτή». Επενδυτής, όμως, δεν φάνηκε ποτέ και τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται με γεωμετρική πρόοδο, με αποτέλεσμα το 2016 τα συνολικά χρέη του Καζίνο Λουτρακίου προς το Δημόσιο (Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.), προς την Τράπεζα Πειραιώς, τους εργαζομένους και προς άλλους πιστωτές να εκτοξευτούν στα 150 εκατ. ευρώ!
Πτωχευτικό Δίκαιο, «κουρέματα» και νέα χρέη
Το 2017, με την τρίτη κατά σειρά αίτησή του και με μια αμφιλεγόμενη σύνθεση πιστωτών που συναίνεσαν, εγκρίθηκε η υπαγωγή στο άρθρο 106Β. Το καζίνο πέτυχε κούρεμα των χρεών αυτών κατά σχεδόν 60%!
Τα εναπομείναντα χρέη προς το Δημόσιο και τα Ταμεία, καθώς και μέρος των υπόλοιπων, συνολικά περίπου 60 εκατ. ευρώ, ρυθμίστηκαν σε άτοκες μηνιαίες δόσεις για περίπου 15 χρόνια, ενώ τα χρέη προς την Τράπεζα Πειραιώς, περίπου 10 εκατ. ευρώ τότε, κουρεύτηκαν κατά 50%. Εκτοτε, όμως, όχι μόνο δεν εκπληρώθηκαν οι βασικές υποχρεώσεις για τη διατήρηση του 106Β, όπως η μετατροπή της κοινοπραξίας σε Α.Ε. (κυρίως λόγω σοβαρών αντιπαραθέσεων με τον συνέταιρο δήμο και τις δικαστικές διαμάχες μεταξύ τους), αλλά υπήρξε και νέος γύρος χρεών που αποκαλύφθηκε το 2019. Το καζίνο είχε φτάσει στο σημείο να χρωστάει στους εργαζομένους δεδουλευμένα 3-4 μηνών, παίζοντας κρυφτό με τις κρατικές υπηρεσίες και την ΕΕΕΠ.
Οταν άλλαξε η νομοθεσία για τις οφειλές των επιχειρήσεων καζίνο και πλέον οι οφειλές ασφαλιστικών εισφορών άνω των δύο μηνών επιφέρουν αναστολή άδειας, αποκαλύφθηκε ότι η επιχείρηση, παρά την υπαγωγή στο 106Β, είχε δημιουργήσει νέα χρέη ύψους 23 εκατ. ευρώ στον ΕΦΚΑ, δηλαδή για περίπου δύο χρόνια δεν πλήρωνε ασφαλιστικές εισφορές. Τα χρέη αυτά, τελικά, εξαναγκάστηκε να τα ρυθμίσει σε 12 δόσεις τον Φεβρουάριο του 2020, όταν απειλήθηκε με αναστολή της άδειας λειτουργίας.
Το Εφετείο Τρίπολης και η απόφαση ΣτΕ
Το 2015 η τότε διοίκηση του καζίνο «θυμήθηκε» το συμφωνητικό του 1996 με το υπουργείο Ανάπτυξης και άρχισε έναν γύρο προσφυγών, με το σκεπτικό ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στα μεικτά έσοδα του καζίνο και το ειδικό ετήσιο τέλος δεν έπρεπε να αυξηθούν.
Η υπόθεση κατέληξε στο Εφετείο Τρίπολης, το οποίο τον Ιανουάριο του 2018 δικαίωσε το καζίνο με μια περίεργη απόφαση που είχε αμφισβητηθεί δεόντως από μεγάλη μερίδα του νομικού κόσμου. Εντέλει, με απόφασή του πέρυσι τον Μάιο το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε εξ ολοκλήρου την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, με την οποία το καζίνο είχε φτάσει να διεκδικεί από το Δημόσιο συνολικά 70 εκατ. ευρώ, και απέρριψε όλες τις σχετικές προσφυγές.
Το καζίνο, μάλιστα, καλείται πλέον να επιστρέψει και αρκετά εκατομμύρια ευρώ στο Δημόσιο, καθώς με ασφαλιστικά μέτρα που είχε καταθέσει το 2019 για αρκετούς μήνες κατέβαλλε το μειωμένο ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου.
Οι νέοι μέτοχοι
Η απόφαση του ΣτΕ φαίνεται ότι επιτάχυνε τις εξελίξεις και κυρίως την άρον άρον έξοδο των δύο Ισραηλινών μετόχων. Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο εμφανίστηκαν δύο νέοι παίκτες: οι Ιρλανδοί αδελφοί Λουκ και Μπράιαν Κόμερ, ιδιοκτήτες του ομώνυμου ομίλου (Comer) που δραστηριοποιείται στο real estate και την ανάπτυξη ακινήτων.
Οι αφοί Κόμερ εξαγόρασαν κόκκινα δάνεια που είχε το καζίνο στην Τράπεζα Πειραιώς, συνολικής οφειλής άνω των 57 εκατ. ευρώ, με κούρεμα της τάξης του 70% και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους μετόχους του Καζίνο, Μος Μπουμπλίλ και Γιγκάλ Ζιλκχά, για το 80% του μετοχικού κεφαλαίου. Ο κύκλος αυτός έκλεισε πρόσφατα, με συμφωνία για την εξαγορά έναντι «συμβολικού τιμήματος», αλλά το σχέδιο εξυγίανσης που έχουν προτείνει οι νέοι μέτοχοι δεν έχει εγκριθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο.
Το «έπος» Πηλαδάκη
Οι εταιρείες που ελέγχουν τα Καζίνο Ρίου, Αλεξανδρούπολης (Θράκης) και Κέρκυρας, μεταξύ των οποίων και η πολυσυζητημένη για άλλες παλαιότερες υποθέσεις Vivere, βαρύνονται από υπέρογκες οφειλές της τάξης των 150 εκατ. ευρώ προς τις Τράπεζα Πειραιώς και Piraeus SNF και υψηλότατες υποχρεώσεις περίπου άλλων 50 εκατ. ευρώ προς ΕΦΚΑ και Δημόσιο, καθώς και οφειλές δεδουλευμένων πολλών μηνών προς τους εργαζομένους τους. Στο τελεσίγραφο του ΕΦΚΑ και της ΕΕΕΠ τον Δεκέμβριο του 2019 ανταποκρίθηκε μόνο το Καζίνο Κέρκυρας, το οποίο προχώρησε σε διακανονισμό μέρους των οφειλών του.
Τον τελευταίο χρόνο ο επιχειρηματίας επιχειρεί να προωθήσει ένα «σχέδιο εξυγίανσης», με τη σύσταση μιας νέας εταιρείας, την Καζίνο Επενδύσεις Α.Ε. στην οποία θα εισέλθει και «ξένο επενδυτικό σχήμα».
Η προτεινόμενη εξυγίανση προβλέπει διαγραφή της τάξης του 93% σε δάνεια συνολικού ύψους 149,5 εκατ. ευρώ και αποπληρωμή των υπόλοιπων 11,1 εκατ. ευρώ σε βάθος 22ετίας από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συναλλαγής, με εξαετή περίοδο χάριτος από την έναρξη της ρύθμισης. Παράλληλα, προβλέπεται και διαγραφή μέρους των χρεών προς ασφαλιστικούς φορείς (ΕΦΚΑ) και Δημόσιο και ρύθμιση του υπόλοιπου σε βάθος πέραν της 20ετίας.
Σχετικά με την Τράπεζα Πειραιώς, οι πληροφορίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι δέχεται να εισπράξει μόλις 11,1 εκατ. ευρώ και να σβήσει οριστικά τα 138,4 εκατ. από τα 149,5 εκατ. οφειλών. Επιπλέον, δέχεται να εισπράξει το συγκεκριμένο ποσό σε βάθος 28ετίας, με εξαετή περίοδο χάριτος. Η όλη υπόθεση -και το σχετικό αίτημα έγκρισης του σχεδίου εξυγίανσης- εκκρεμεί στο Πρωτοδικείο Κέρκυρας.
Οι οφειλές των «μικρών»
Τη λίστα των οφειλών συμπληρώνουν τα Καζίνο Ρόδου, Σύρου και του «Πόρτο Καρράς». Το τελευταίο, μετά και την εξαγορά του συγκροτήματος του «Πόρτο Καρράς» από εταιρεία συμφερόντων του Ιβάν Σαββίδη, έχει ρυθμίσει τις οφειλές του.
Το Καζίνο Σύρου, ύστερα από αρκετές περιπέτειες, το 2015 ρύθμισε οφειλές περίπου 900.000 ευρώ προς τον ΕΦΚΑ και αποπλήρωσε μεγάλο μέρος των οφειλόμενων δεδουλευμένων. Ωστόσο, μέχρι και τις αρχές του 2020 είχε εκκρεμότητες που δεν είχαν διευθετηθεί. Το Καζίνο Ρόδου, αντίστοιχα, είχε ρυθμίσει οφειλές ύψους 650.000 ευρώ, αλλά εδώ και καιρό βρίσκεται σε δικαστική εμπλοκή με το Δημόσιο για φορολογικές υποθέσεις και εκκρεμότητες.
Οι υγιείς και συνεπείς
Τα Καζίνο Πάρνηθας και Θεσσαλονίκης είναι οι μόνες επιχειρήσεις καζίνο που δεν έχουν καμία απολύτως οφειλή σε εκκρεμότητα προς οποιονδήποτε, αλλά και οι μόνες που έχουν υποβάλει πλήρεις φακέλους για την απόκτηση αδειών ΕΚΑΖ, σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο.
Σημειώνεται ότι στα τέλη του 2018 η Regency Entertainment A.E. κατέληξε επιτυχώς σε συμφωνία για την αναδιάρθρωση του δανεισμού της με τους πιστωτές της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κατά πλειοψηφία χρηματοπιστωτικοί οίκοι και funds του εξωτερικού και κατά μειοψηφία τρεις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Παράλληλα, είναι και τα μόνα καζίνο που κατά τη διάρκεια του lockdown υλοποίησαν σημαντικές επενδύσεις αναβάθμισης και ανακαίνισης των εγκαταστάσεών τους, προετοιμαζόμενες για την επαναλειτουργία τους. Τέλος, καθαρό από οφειλές εμφανίζεται και το Καζίνο Φλώρινας, το οποίο λειτούργησε τον Νοέμβριο του 2019.
Το συμπέρασμα είναι ότι, αν θέλουμε να φέρουμε επενδυτές, όπως εν προκειμένω η Mohegan, να επενδύσουν δισεκατομμύρια ευρώ στη χώρα, τότε πρέπει να εκκαθαριστεί αυτή η κόπρος του Αυγείου…
Επιτακτική ανάγκη μέτρων στήριξης
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, δεν είναι μόνο η εξυγίανση του κλάδου το ζητούμενο για τη βιωσιμότητα των υγιών επίγειων καζίνο στο μετά την καραντίνα διάστημα. Ολους αυτούς τους μήνες του lockdown, διεξάγεται ένας αθέμιτος και παντελώς ανεξέλεγκτος διαφημιστικός πόλεμος εις βάρος τους, επί 24ώρου βάσης, από τα διαδικτυακά καζίνο που εκμεταλλεύονται τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου αδειοδοτικού πλαισίου. Ενα σκηνικό Αγριας Δύσης, χωρίς κανόνες και χωρίς κάποια κρατική μέριμνα, το οποίο τα κλειστά με κρατική εντολή καζίνο και οι σε αναστολή χιλιάδες εργαζόμενοί τους παρακολουθούν ανήμποροι να αμυνθούν.
Από τους τελευταίους 14 μήνες τα επίγεια καζίνο έχουν παραμείνει κλειστά συνολικά τους δέκα! Σε αντίθεση με τη διαδικτυακή αγορά που έχει στο μεταξύ εκτοξεύσει τα κέρδη της, η επαναλειτουργία τους θα επιχειρηθεί με άδεια ταμεία, με περιορισμούς στη δυναμικότητα και συσσωρευμένες υποχρεώσεις, καθώς και με τη σχεδόν σε πραγματικό χρόνο υποχρέωση καταβολής της συμμετοχής του Δημοσίου -ή φόρου παιγνίων- στα μεικτά τους έσοδα. Είναι απαραίτητη, επομένως, η λήψη στοχευμένων μέτρων και ελαφρύνσεων από πλευράς κυβέρνησης που θα διευκολύνουν την επανεκκίνηση των επιχειρήσεων, τουλάχιστον για το υπόλοιπο του έτους.
To παράδειγμα της Πορτογαλίας
Αυτό ακριβώς κάνει αυτές τις ημέρες η κυβέρνηση της Πορτογαλίας. Αναγνωρίζοντας ότι τα καζίνο της χώρας υπέστησαν σοβαρό πλήγμα από τα lockdown και την αναστολή λειτουργίας τους για αρκετούς μήνες κατά το 2020 και για όλο το α’ τετράμηνο του 2021, αποφάσισε μέτρα στήριξης και γενναίες φορολογικές απαλλαγές των επιχειρήσεων επίγειων καζίνο προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της επαναλειτουργίας τους μετά την πανδημία.
Σε πρώτη φάση απαλλάσσει τους κατόχους αδειών καζίνο από αναπροσαρμογή τιμημάτων και καταβολή φόρων παιγνίων για το 2021 και σχεδιάζει και επιπρόσθετες ελαφρύνσεις για το ίδιο διάστημα. Σημειώνεται ότι τα έσοδα των επίγειων καζίνο στην Πορτογαλία μειώθηκαν κατά τουλάχιστον 50%, σε 150 εκατ. ευρώ, κατά το 2020 σε σύγκριση με το 2019, ενώ την ίδια περίοδο τα έσοδα των διαδικτυακών καζίνο εμφάνισαν αύξηση κατά 57% και εκτινάχθηκαν στα 336 εκατ. ευρώ.
Βασίλης Στεφανακίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου