Πώς αξιολογούν από το 1981 μέχρι σήμερα τη συμμετοχή στην ΕΟΚ-Ευρωπαϊκή Ενωση, οι Ελληνες και οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου ● Από την αρχική καχυποψία στην οικειότητα και από την «ευρω-ευφορία» στα χρόνια του μεγάλου θυμού. Οι τέσσερις δεκαετίες μιας διόλου εύκολης σχέσης μέσα από την κυκλοθυμία των μετρήσεων του Ευρωβαρόμετρου του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να προσεγγίσει και να προσπαθήσει να αποτιμήσει κανείς τα 40 χρόνια της πορείας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ανεξάρτητα από το πόσο «ευρωπαϊστής» ή «ευρωσκεπτιστής» είναι καθένας, η σχέση Ελλάδας - Ε.Ε. είναι εξαιρετικά περίπλοκη, σταθερά… ασταθής και πολύ αμφίδρομη για να την εξετάσει μονοδιάστατα: ούτε οι στατιστικές, ούτε οι μετρήσεις κοινής γνώμης, ούτε τα οικονομικά ή δημογραφικά μεγέθη, ούτε η παράθεση των πυκνών γεγονότων, ούτε το διπλωματικό παρασκήνιο ή το θορυβώδες προσκήνιο των ευρωπαϊκών συνόδων κορυφής αρκούν για να αποκωδικοποιήσουν την 40ετή σχέση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής έρευνας. Χρειάζονται όλα αυτά μαζί, αλλά και πάλι με την επίγνωση ότι το αποτέλεσμα θα είναι αποσπασματικό.
Εξάλλου, όπως απέδειξε η τεράστια περιπέτεια του Brexit, η σχέση κάθε χώρας με την ευρωπαϊκή οντότητα και τους θεσμούς της είναι τόσο αμφίδρομη και περίπλοκη, ώστε ακόμη και στην περίπτωση της Βρετανίας, που στα 47 χρόνια παραμονής στην ΕΟΚ-Ε.Ε. αυτοεξαιρούνταν σταθερά από τις περισσότερες κοινές πολιτικές, ο χωρισμός είναι αδύνατος χωρίς βαρύτατους «ακρωτηριασμούς» και στις δυο πλευρές.
Αυτό ισχύει στην περίπτωση της «αυτοκρατορικής» Μεγάλης Βρετανίας, αλλά ισχύει και στην περίπτωση της «μικρής» Ελλάδας, που η επίδρασή της στο περίπλοκο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ειδικό βάρος και την επιρροή της. Ειδικά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα κυριολεκτικά διαμόρφωσε θεσμικά την Ε.Ε. και την ευρωζώνη. Οχι κατ’ επιλογή του πολιτικού συστήματός της ή της κοινωνίας της. Αλλά γιατί η ελληνική κρίση χρέους χρησιμοποιήθηκε ως βασικό «οικοδομικό» υλικό στη θεσμική ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης, με σιδηρούς κανόνες και όργανα που προκάλεσαν οικονομικό και κοινωνικό σοκ, πολιτικούς κλονισμούς και μεγάλο θυμό στην ελληνική κοινή γνώμη.
Κι αυτή είναι μια πρώτη διάσταση από την οποία μπορεί να ξεκινήσει κανείς την αποτίμηση της 40χρονης πορείας της Ελλάδας στην Ε.Ε. Πώς αξιολογούσε η ελληνική κοινή γνώμη αυτή τη σχέση, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου, της υπηρεσίας δημοσκοπήσεων της Ε.Ε. που καταγράφει σταθερά από το 1970 τις τάσεις της κοινής γνώμης;
Παρότι στα 40 χρόνια και η μεθοδολογία του Ευρωβαρόμετρου έχει αλλάξει αρκετές φορές, αλλά και το «δείγμα» της κοινής γνώμης υφίσταται διαρκείς μετασχηματισμούς, οι μετρήσεις αυτές, σε συνδυασμό με βασικούς σταθμούς του χρονολόγιου της ευρωελληνικής σχέσης, μας δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για την «κυκλοθυμία» της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην ΕΟΚ-Ε.Ε.
Η πρώτη δεκαετία μετά την ένταξη στην ΕΟΚ –η Ελλάδα έγινε το 1981 και τυπικά το 10 μέλος της– μπορεί να χαρακτηριστεί δεκαετία της μεγάλης καχυποψίας. Οι θετικές γνώμες για την ΕΟΚ και την ένταξη της Ελλάδας σε αυτή τα πρώτα χρόνια είναι μειοψηφικές, δεν ξεπερνούν το 33%, έναντι μιας πλειοψηφίας «αδιάφορης» ή «αρνητικής».
Ο πολιτικός «βολονταρισμός» της καραμανλικής Ν.Δ., που δρομολόγησε την ένταξη, αγνόησε τότε όχι μόνο την αρνητική ή κριτική στάση της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ –που κι αυτό διακήρυσσε τότε «Οχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων»–, αλλά και τη δικαιολογημένη δυσφορία της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας για την ασαφή στάση της Ευρώπης απέναντι στη δικτατορία ή την κυπριακή τραγωδία.
Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, καταγράφεται μια θεαματική μεταστροφή της κοινής γνώμης σε μια σαφώς πιο φιλοευρωπαϊκή στάση, με τις θετικές γνώμες να υπερβαίνουν το 40%. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, με τη σαφή ώθηση που έδωσε η πτώση του Τείχους, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των χωρών του ανατολικού μπλοκ, η θετική στάση απέναντι στην ΕΟΚ-Ε.Ε. απογειώνεται: το 1991 το συντριπτικό 73% της ελληνικής κοινής γνώμης, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, αποτιμά θετικά την Ε.Ε. και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν, αρκετά πάνω από το 69% του μ.ό. όλων των χωρών της τότε Ενωσης. Κι αυτή η υπεροχή του ελληνικού «ευρωπαϊσμού» έναντι των λοιπών Ευρωπαίων, είναι σταθερό χαρακτηριστικό μέχρι και τις παραμονές της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ολη αυτά τα χρόνια, μια δεκαπενταετία χοντρικά της μεγάλης «ευρω-ευφορίας», οι αρνητικές γνώμες των Ελλήνων για την Ε.Ε. κυμαίνονται μεταξύ 7% και 13%.
Σ’ αυτή τη μεταστροφή, φυσικά, μεγάλο ρόλο παίζουν η αποσαφήνιση της ευρωπαϊκής πολιτικής του πολιτικού συστήματος –το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου όχι απλώς μεταστρέφεται υπέρ της Ε.Ε., αλλά γίνεται και συνδιαμορφωτής της–, αλλά… και τα κοινοτικά χρήματα. Η απειλή της δεκαετίας του 1980, ότι «οι Ελληνες θα γίνουν τα γκαρσόνια της Ευρώπης» –που παρά τη σχηματικότητά της είχε βάση και σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται στον δραματικά εύθραυστο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, όπως απέδειξε η πανδημία– αντισταθμίστηκε από την υιοθέτηση των πρώτων ευρωπαϊκών πολιτικών συνοχής και αποκατάστασης των τεράστιων ανισοτήτων.
Η αρχή έγινε με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τη συνέχεια έδωσαν τα «πακέτα Ντελόρ», που ως Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης ή Μακροπρόθεσμοι Προϋπολογισμοί, μαζί με τους πόρους της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, έγιναν πια σταθερά στοιχεία της ευρωπαϊκής τελετουργίας.
Η περίοδος της «ευρω-ευφορίας»
Ανεξάρτητα από την επιτυχία και την αποτελεσματικότητά τους, τα δισεκατομμύρια κοινοτικών πόρων που εισέρρευσαν στην Ελλάδα από το 1988 και μετά προφανέστατα τροφοδότησαν την κυρίαρχη «ευρω-ευφορία» της κοινής γνώμης και από πολλές απόψεις είχαν και μια διάσταση ηθικού και πολιτικού εκμαυλισμού της: η διαμεσολάβηση των κυβερνήσεων, του εγχώριου πολιτικού συστήματος και μιας «τεχνοκρατίας των κοινοτικών πακέτων» ευθύνεται για πλήθος σκανδάλων στη διαχείριση των πόρων και στη διοχέτευση μεγάλου μέρους τους σε «εθνικούς» εργολάβους και προμηθευτές, σε παλιά και νέα «τζάκια» της επιχειρηματικής ελίτ.
Η σκανδαλώδης διάσταση της «ευρω-ευφορίας» δεν ήταν φυσικά αποκλειστικά ελληνική πρωτοτυπία –συνέβη και στις καλύτερες οικογένειες–, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας προκάλεσε την έντονη ενόχληση της κατά κανόνα πρόθυμης να κάνει τα στραβά μάτια ευρωπαϊκής «νομενκλατούρας», με αποκορύφωμα τις παρεμβάσεις για τα «greek statistics».
Η ελληνική κοινή γνώμη –πιθανότατα και το πολιτικό σύστημα– δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως τι σήμανε η ανάδειξη της Ελλάδας σε «μαύρο πρόβατο» της Ε.Ε., με αφορμή τις στατιστικές αλχημείες που αποκάλυψαν οι κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ για να καταφέρουν αμοιβαία πλήγματα. Εξ ου και η μετεξέλιξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης σε «ελληνική κρίση χρέους» και η βάναυση μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε «πειραματόζωο» μιας κυκλοθυμικής και εχθρικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, που προσφεύγει στη καταστροφική τεχνογνωσία του ΔΝΤ για να σώσει την ευρωζώνη –και τις ευρωπαϊκές τράπεζες–, προκάλεσε την κατάρρευση με πάταγο της «ευρω-ευφορίας»: το 2013, κι ενώ υλοποιείται το σκληρό δεύτερο μνημόνιο, μόλις το 16% της ελληνικής κοινής γνώμης έχει θετική εικόνα για την Ε.Ε., έναντι 54% που έχει αρνητική και 29% αδιάφορη, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο.
Αυτή η εικόνα, μέρος της ανάλογης πανευρωπαϊκής, αλλά πολύ ηπιότερης τάσης, μετριάζεται κάπως στις αρχές του 2015, αλλά επανέρχεται δριμύτερη μετά το Τρίτο Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2016, με 51% αρνητικές γνώμες, έναντι 27% ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Επειτα από τη μνημονιακή δεκαετία του «μεγάλου θυμού» με την Ε.Ε., κι αφού έχει μεσολαβήσει μια αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή διαχείριση της νέας κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, η ελληνική κοινή γνώμη –και σε μεγάλο βαθμό και η ευρωπαϊκή– φαίνεται να έχουν επιστρέψει στην καχυποψία της πρώτης δεκαετίας: στο τελευταίο Ευρωβαρόμετρο (χειμώνας 2020-2021), οι θετικές γνώμες μειοψηφούν, η «άρνηση» και η «ουδετερότητα» (ευμενής ή δυσμενής, άραγε;) παραμένουν σε πολύ ψηλά επίπεδα. Κι αυτή τη φορά το χρήμα ίσως δεν φτάνει για να μεταλλαχθεί η καχυποψία σε ευρω-ευφορία.
Πώς μας βλέπουν οι Ευρωπαίοι
Δυο κείμενα με την αποτίμηση της ευρωπαϊκής «θητείας» της Ελλάδας, πέρα από τα στερεότυπα της προηγούμενης δεκαετίας
Η δεκαετία της κρίσης χρέους και οι ατελέσφοροι χειρισμοί της από την ηγεσία της Ε.Ε. προκάλεσαν βαθιά τραύματα στην όποια εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στους θεσμούς της Ε.Ε. και εξάρσεις του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού όχι μόνο στην Ελλάδα, που αναδείχθηκε εκούσα άκουσα υπερδύναμη της κρίσης, αλλά ακόμη και σε χώρες του σκληρού, ιδρυτικού πυρήνα της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013, η «αρνητική» αξιολόγηση της Ε.Ε. στο σύνολο των 27 υπερδιπλασιάζεται στις καταγραφές του Ευρωβαρόμετρου (28%, από 13% το 2007) και το ίδιο συμβαίνει το 2016 (27%), αφού είχε προηγηθεί η κρίση του 2015 και το τρίτο ελληνικό Μνημόνιο.
Μια ειδική διάσταση του «ευρωπαϊκού ευρωσκεπτικισμού» ήταν η υστερική προβολή στερεοτύπων εις βάρος της Ελλάδας και των Ελλήνων, η εικόνα του «μαύρου πρόβατου» της Ε.Ε. που του άξιζε ο εξοστρακισμός (το Grexit) ή οποιαδήποτε σκληρή τιμωρία, από την περικοπή των συντάξεων μέχρι... την πώληση της Ακρόπολης. Το χειρότερο είναι ότι αυτόν τον κραυγαλέο λαϊκισμό εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας τον υπέθαλψαν όχι μόνο χυδαία ταμπλόιντ τύπου «Bild», αλλά και ηγέτες χωρών ή εκπρόσωποι θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. –και δεν ήταν μόνο ο Σόιμπλε ή ο Ντάισελμπλουμ– συνδεδεμένοι κυρίως με τις συντηρητικές πολιτικές ομάδες, αλλά και με τους σοσιαλδημοκράτες.
Τι έχει απομείνει από αυτή την τραυματική για τη συνοχή της Ε.Ε. συμπεριφορά; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι και πώς αποτιμούν τη 40χρονη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. άνθρωποι με μακροχρόνια παρουσία στις Βρυξέλλες και σταθερή παρακολούθηση των ευρωπαϊκών διεργασιών;
Η ανταποκρίτρια της «Εφ.Συν.» στις Βρυξέλλες Μαρία Ψαρά ζήτησε από τους εκπροσώπους δυο προσηλωμένων στην ενοποίηση φορέων, των «Ευρωπαίων Φεντεραλιστών» και του «Ιδρύματος Σούμαν», να κάνουν την αποτίμηση. Στα κείμενα (τα μετέφρασε και επιμελήθηκε η Μ. Ψαρά) που έγραψαν γι’ αυτό το μινι αφιέρωμα, ο Σάντρο Γκότζι και ο Ερίκ Μορίς κάνουν αυτή την αποτίμηση με διόλου κοινότοπο τρόπο.
Μετά 40 χρόνια: μια ματιά πίσω και πολλές μπροστά
Ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Ε. προσέγγισε την ελληνική κρίση υπήρξε μια χαμένη ευκαιρία για μια πιο ενωμένη Ευρώπη, που θα χαρακτηριζόταν από την αλληλεγγύη και την προθυμία να προωθήσει την αυξανόμενη συνοχή μεταξύ του Βορρά και του Νότου της ηπείρου
Η ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες πριν από σαράντα χρόνια ήταν ένα αξιοσημείωτο βήμα προς την εξάπλωση της δημοκρατίας στην ήπειρο. Η Ελλάδα μπόρεσε να τραβήξει μια γραμμή από τα χρόνια της βάναυσης δικτατορίας και να ενταχθεί σε μια κοινότητα με επίκεντρο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Αλλά ήταν επίσης μια μεγάλη νίκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση: η ένταξη της Ελλάδας ως μέλους έκανε την Ευρώπη ισχυρότερη, πιο ποικιλόμορφη και πιο αξιόπιστη ως γεωπολιτικό παράγοντα. Βλέπω την Ελλάδα ως λίκνο της δημοκρατίας, ως πολιτιστική δύναμη και ως ουσιαστικό παράγοντα στη διαχείριση της γεωπολιτικής ισορροπίας στη Μεσόγειο Θάλασσα. Αν δεν υπήρχε η ιστορία των δημοκρατικών αξιών και το θάρρος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, η Ευρώπη σήμερα θα ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος.
Η ελληνική οικονομική κρίση το 2015 έθεσε σε κίνδυνο ολόκληρη τη νομισματική ένωση, αλλά παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, οι Ελληνες πολίτες δεν έχασαν ποτέ τη δέσμευσή τους απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η έλλειψη σύγκλισης στα προ της κρίσης επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας δείχνει ότι η επιβολή της λιτότητας ως το «μόνο γρήγορα εφαρμόσιμο μέτρο» δεν αποφέρει θετικά αποτελέσματα. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Ε. προσέγγισε την ελληνική κρίση υπήρξε μια χαμένη ευκαιρία για μια πιο ενωμένη Ευρώπη, που θα χαρακτηριζόταν από την αλληλεγγύη και την προθυμία να προωθήσει την αυξανόμενη συνοχή μεταξύ του Βορρά και του Νότου της ηπείρου.
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει αποδειχθεί ότι οι μεσογειακές χώρες υπέστησαν τις πιο σοβαρές συνέπειες κατά τη διάρκεια των διαφόρων κρίσεων που έπληξαν την Ε.Ε. Πιστεύω ότι η κοινωνική δυσπραγία που προκάλεσαν αυτές οι κρίσεις ανέδειξε την ανάγκη για περισσότερη αλληλεγγύη σε επίπεδο Ε.Ε. Παραδεχόμενοι τα λάθη του παρελθόντος (ιδίως στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου), οι προηγούμενες κρίσεις έδειξαν ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά τις σύγχρονες προκλήσεις με την τρέχουσα εργαλειοθήκη της. Η έγκριση του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. είναι ένα ελπιδοφόρο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ενα κοινό χρέος και η συγκέντρωση πόρων ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί μια ευημερούσα, δίκαιη και φιλόδοξη διέξοδος από την πανδημία. Αντίθετα, η επανάληψη των ίδιων λαθών που κάναμε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα ήταν καταστροφική.
Επιπλέον, πιστεύω πραγματικά ότι η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία μιας πιο ανθρώπινης μεταναστευτικής πολιτικής, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια σωστή ανακατανομή των μεταναστών και έναν υψηλό σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με την ελπίδα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα αναπτύξει σύντομα μια κοινή ολοκληρωμένη εξωτερική πολιτική, η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας θα δώσει ισχυρή φωνή στις ελληνικές Αρχές κατά τη διαδικασία χάραξης πολιτικής της Ε.Ε. Η συμβολή της Ελλάδας είναι επομένως θεμελιώδης για να γίνει η Ευρώπη ισχυρότερη στον κόσμο.
Η Ε.Ε. ζει μια δαρβινική στιγμή: μόνο αν επιδείξει υψηλές ικανότητες προσαρμογής θα εγγυηθεί τον έλεγχο του μέλλοντός της. Αυτό ισχύει για την οικονομική ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού, την ψηφιακή και οικολογική μετάβαση και την προβολή των προτεραιοτήτων της στη διεθνή σκηνή. Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης θα αποτελέσει το βασικό πεδίο για την προώθηση μιας νέας φάσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και είμαι βέβαιος ότι οι Ελληνες πολίτες θα συμβάλουν τα μέγιστα για μια πιο συνεκτική, δίκαιη και φιλόδοξη Ενωση.
* Πρόεδρος Ευρωπαίων Φεντεραλιστών και ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων στο Ε.Κ.
Ο Πλάτωνας, ο Ηρόδοτος και η ευκαιρία μιας κανονικής ευρω-ελληνικής σχέσης
Η κρίση χρέους ήταν μια βίαιη επανεκκίνηση για τον ελληνικό λαό και την Ε.Ε. Ποια ήταν η προστιθέμενη αξία της Ελλάδας, όταν ο Πλάτωνας ήταν χρεοκοπημένος και κινδύνευε να καταστρέψει ολόκληρο το εγχείρημα; Στο τέλος, η Ευρώπη κράτησε την Ελλάδα στο κλαμπ, αλλά (σχεδόν) μόνο για την επιβίωση του κλαμπ
Οι μαρτυρίες για την ακριβή διατύπωση διαφέρουν. «Δεν αφήνεις τον Πλάτωνα να περιμένει στην πόρτα», είπε ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Ή μήπως ήταν: «Δεν αφήνεις τον Πλάτωνα να παίξει στη δεύτερη κατηγορία»; Σε κάθε διατύπωση, η ιδέα ήταν σαφής. Για τον Γάλλο πρόεδρο, η θέση της Ελλάδας ήταν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Ευρώπη ήταν ένα σχέδιο ειρήνης μέσω της οικονομίας, το οποίο, στη στροφή της δεκαετίας του 1980, αναζητούσε μια νέα δυναμική.
Οταν η χώρα των δημιουργών της Δημοκρατίας και κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού προσχώρησε το 1981, το ευρωπαϊκό εγχείρημα απέκτησε ψυχή και δημοκρατική καρδιά. Απελευθερωμένη από τους Συνταγματάρχες, η Ελλάδα άνοιξε τον δρόμο στη μεταφασιστική Ισπανία και την Πορτογαλία και αργότερα στους λαούς που απελευθερώθηκαν από τον κομμουνισμό. Η δεκαετία του 1980 ήταν για την Ευρώπη μια επιτυχημένη περίοδος.
Για την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή αισιοδοξία και τα ευρωκονδύλια αποδείχθηκαν περισσότερο κατάρα παρά ευλογία. Η Ελλάδα δεν μεταρρυθμίστηκε και δεν εκσυγχρονίστηκε αρκετά, και εντάχθηκε στο ευρώ το 2001 χωρίς να είναι επαρκώς προετοιμασμένη, σε μια εποχή που η Ε.Ε. κοίταζε προς την Ανατολή, όπου βρίσκονταν οι νέες δημοκρατίες που είχαν ανάγκη από χρήματα για συνοχή. Η Ελλάδα ήταν πλέον μέλος της Ε.Ε., καθιερωμένο, αλλά περιφερειακό – και όχι μόνο γεωγραφικά.
Η κρίση χρέους ήταν μια βίαιη επανεκκίνηση για τον ελληνικό λαό και την Ε.Ε. Ποια ήταν η προστιθέμενη αξία της Ελλάδας, όταν ο Πλάτωνας ήταν χρεοκοπημένος και κινδύνευε να καταστρέψει ολόκληρο το εγχείρημα; Στο τέλος, η Ευρώπη κράτησε την Ελλάδα στο κλαμπ, αλλά (σχεδόν) μόνο για την επιβίωση του κλαμπ. Τώρα που η εποχή των μνημονίων τελείωσε και που τα χρήματα της Ε.Ε., και πάλι, θα χρηματοδοτήσουν υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο μέσω του σχεδίου ανάκαμψης, η Ελλάδα και η Ευρώπη προσπαθούν να βρουν μια νέα κανονικότητα.
Οπως μας δίδαξε ο Ηρόδοτος, ένας άλλος Ελληνας, πριν από πολύ καιρό, η γεωγραφία διαμορφώνει την ιστορία. Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας έπαιζε την τελευταία πράξη της ελληνικής οικονομικής τραγωδίας το 2015, ξεδιπλώθηκε η μεταναστευτική κρίση, με την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή λόγω της θέσης της στον χάρτη.
Η Ελλάδα είναι γεωπολιτικά κρίσιμη για την Ε.Ε. Οι Ευρωπαίοι είχαν αρχίσει να το νιώθουν, όταν μια κινεζική εταιρεία αγόρασε μέρος του λιμανιού της Πειραιώς. Με τους πολέμους στη Συρία και τη Λιβύη, τις νεο-οθωμανικές πολιτικές της Τουρκίας και τις φιλοδοξίες της Ρωσίας στη Μεσόγειο, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των σημαντικότερων και πιο κοντινών εξωτερικών προκλήσεων για την Ε.Ε.
Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε δύο εξελίξεις. Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα επιστρέφει σε κάποια πολιτική και οικονομική σταθερότητα (υπό την προϋπόθεση ότι θα βγει από την κρίση του Covid-19 το ίδιο γρήγορα με την υπόλοιπη Ε.Ε.) και ο πρωθυπουργός της, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει κάποια επιρροή στο ΕΛΚ, την κύρια πολιτική οικογένεια της Ευρώπης.
Υπάρχει κοινό συμφέρον, σε Αθήνα και Βρυξέλλες, η Ελλάδα να παίξει τον ρόλο ενός παλιού, έμπιστου και αξιόπιστου μέλους. Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. θα παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και την κοινωνική κατάσταση και την κατάσταση του κράτους δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα καλεί σε αλληλεγγύη για την διαχείριση των μεταναστών και για την αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων στην Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η μετανάστευση και η στρατηγική αντιμετώπιση της Τουρκίας αποτελούν κομμάτι της ιστορικής στροφής του 21ου αιώνα. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή, όπως και της Κύπρου, είναι δικαιώματα και συμφέροντα της ΕΕ και πρέπει να ενεργήσει για την υπεράσπισή τους. Ό,τι ήταν σαφές για την Ιρλανδία στη διαπραγμάτευση για το Brexit πρέπει να είναι σαφές και για την Ελλάδα. Όταν πρόκειται για την αλληλεγγύη της ΕΕ, κανείς δεν πρέπει οριστικά να αφήσει τον Πλάτωνα στη δεύτερη κατηγορία.
* Επικεφαλής γραφείου Βρυξελλών του Ιδρύματος Robert Schuman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου