Οι μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του κόσμου έχουν ριχτεί στη μάχη για την ανακάλυψη, την παραγωγή και την κυκλοφορία του εμβολίου κατά του κορονοϊού. Πίσω από την αυτονόητη ανάγκη για ένα εμβόλιο έχει στηθεί ένας χορός δισεκατομμυρίων από τους ομίλους, τα καπιταλιστικά κράτη και τους υπερεθνικούς οργανισμούς του κεφαλαίου, σε μια κούρσα ανταγωνισμού που αποτυπώνει ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Γερμανία, η Βρετανία, η Κίνα, η Ρωσία και άλλα καπιταλιστικά κράτη έχουν επιδοτήσει αδρά τις πολυεθνικές του φαρμάκου για να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία στα εμβόλια.
Υπάρχουν ισχυρές χώρες που έχουν προαγοράσει έως και δέκα δόσεις εμβολίων ανά κάτοικο και άλλες από τη λεγόμενη ομάδα των αναπτυσσόμενων κρατών που δεν έχουν εξασφαλίσει καμία δόση. Εκατομμύρια δόσεις μπορεί να καταλήξουν στα σκουπίδια, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να μην καταφέρουν να εμβολιαστούν τα επόμενα δύο (ίσως και περισσότερα) χρόνια!
Με βάση τα δεδομένα που συνέλεξαν ερευνητές από το Παγκόσμιο Κέντρο Καινοτομίας της Υγείας του αμερικανικού Πανεπιστημίου Duke, οι πλούσιες χώρες έχουν προαγοράσει και άρα δεσμεύσει περισσότερες από τις μισές δόσεις που θα παραχθούν. Οι επιβεβαιωμένες αγορές αφορούν 7,7 δισεκατομμύρια δόσεις, εκ των οποίων 4 δισ. δόσεις θα κατευθυνθούν στις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες.
Μόνο οι ΗΠΑ έχουν δεσμεύσει σχεδόν το ένα έκτο των εμβολίων που θα παραχθούν το επόμενο διάστημα, έχοντας προπαραγγείλει περισσότερες από 1 δισεκατομμύριο δόσεις, πριν καν παραχθούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, που δημοσιεύτηκαν στο «Εconomist», o Καναδάς έχει προαγοράσει περίπου δέκα δόσεις ανά κάτοικο, η Βρετανία και η Αυστραλία πέντε δόσεις ανά κάτοικο, οι ΗΠΑ και η ΕΕ τρεις δόσεις ανά κάτοικο. Αντίθετα, στο Μπαγκλαντές αντιστοιχούν μηδέν (0) δόσεις ανά κάτοικο!
Μια νέα αγορά για τους φαρμακευτικούς ομίλους
Η προαγορά των εμβολίων, σε συνδυασμό με τις διάφορες επιδοτήσεις της επιστημονικής έρευνας, εξασφαλίζουν εγγυημένα κέρδη στους ομίλους, χωρίς κανένα επενδυτικό ρίσκο. Ακόμη κι αν η έρευνα της εκάστοτε εταιρείας δεν έχει αίσιο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν οδηγήσει σε ένα ασφαλές εμβόλιο, σίγουρα δεν θα βγει ζημιωμένη.
Οι φαρμακοβιομηχανίες δεν έδειξαν από την πρώτη στιγμή την ίδια προθυμία για να αναπτύξουν ένα εμβόλιο για τον κορονοϊό. Όμως, όταν έπεσε ζεστό χρήμα από τα καπιταλιστικά κράτη, επιδόθηκαν σε έναν ξέφρενο ανταγωνισμό.
Η παραγωγή ενός εμβολίου μπορεί να απαιτήσει μέχρι και δέκα χρόνια ερευνών. Για κάθε εμβόλιο χρειάζεται να γίνουν προ-κλινικές και κλινικές μελέτες, πριν πάρει την έγκριση για να κυκλοφορήσει.
Σε γενικές γραμμές, οι προ-κλινικες μελέτες περιλαμβάνουν τη σύνθεση του ιού που θα περιέχει το εμβόλιο, τα πειράματα στο εργαστήριο που ονομάζονται in vitro (μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα) και τις δοκιμές σε ζώα. Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και τις παρενέργειες, αλλά όχι επαρκείς αποδείξεις, για τις οποίες απαιτούνται δοκιμές σε ανθρώπους.
Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν οι κλινικές μελέτες. Η φάση 1 δοκιμάζεται σε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων (συνήθως 50-100). Αφού τους χορηγηθεί το εμβόλιο, ελέγχονται για μερικούς μήνες. Εφόσον οι έρευνες στεφθούν με επιτυχία, οι επιστήμονες προχωρούν στη φάση 2. Εδώ το δείγμα είναι αρκετά μεγαλύτερο (τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι). Οι μισοί θα εκτεθούν στον ιό του εμβολίου και οι άλλοι μισοί θα λάβουν placebo (εικονικό φάρμακο). Η φάση 3 είναι η πιο σημαντική, γιατί εκτός από το αισθητά μεγαλύτερο δείγμα, θα συμπεριληφθούν άνθρωποι που πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα (π.χ. διαβήτης) ή είναι μεγαλύτερης ηλικίας προκειμένου να εντοπιστούν πιθανές ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Αυτή τη στιγμή εξετάζονται δεκάδες εμβόλια, από τα οποία μια χούφτα έχει ήδη φτάσει στη διαδικασία της παραγωγής και αρκετά περισσότερα στη φάση 3 των κλινικών μελετών.
Το γεγονός ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο οι επιστήμονες κατάφεραν να βρουν ένα εμβόλιο που θα απαιτούσε αρκετά χρόνια, δείχνει τις τεχνολογικές δυνατότητες που υπάρχουν. Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις γύρω από το εμβόλιο επιβεβαιώνουν ότι οι παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι διαδικασίες επιταχύνθηκαν αφού πρώτα οι εταιρείες είχαν εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τις έρευνες και κυρίως μια τεράστια αγορά. Είναι γνωστό ότι στο παρελθόν οι επιστήμονες εργάστηκαν για την παραγωγή εμβολίων που θα αντιμετώπιζαν δύο φονικούς κορονοϊούς, τον Sars και τον Mers. Και στις δύο περιπτώσεις οι έρευνες έφτασαν κοντά στην παραγωγή εμβολίου, αλλά τελικά εγκαταλείφθηκαν, καθώς ο ιός «έσβησε» πριν επεκταθεί, επομένως δεν υπήρχε η αντίστοιχη αγορά, σε αντίθεση με αυτή την πανδημία.================================
Κορυφώνεται ο ανταγωνισμός κρατών και ομίλων
Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν ευνοεί τη διεπιστημονική συνεργασία, το αντίθετο. Οι εταιρείες κρύβουν ως επτασφράγιστο μυστικό τα επιστημονικά δεδομένα τους. Ασφαλώς υπάρχουν και περιπτώσεις ανταλλαγής πληροφοριών, όμως αυτό γίνεται στη βάση εμπορικών συμφωνιών για το μοίρασμα των αγορών.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η συμφωνία ανάμεσα στους δημιουργούς του ρωσικού εμβολίου «Sputnik V» με τη βρετανική «AstraZeneca», προκειμένου να δοκιμάσουν έναν συνδυασμό των δύο εμβολίων που θα εξασφαλίζει ανοσία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν αναιρεί τη γενική τάση, πολύ περισσότερο που με επίκεντρο το εμβόλιο μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις. Και μόνο το γεγονός πως οι χώρες που θα ξεπεράσουν την πανδημία γρηγορότερα, θα ανακάμψουν και νωρίτερα, εξηγεί γιατί έχουν δαπανήσει τόσα δισεκατομμύρια στην έρευνα για το εμβόλιο. Αυτό που ονομάστηκε «φαρμακευτικός εθνικισμός» δεν είναι τίποτα άλλα παρά ένα ακόμη επεισόδιο στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που μαίνεται σε όλα τα επίπεδα. Οι χώρες που θα ελέγξουν την παραγωγή του εμβολίου θα αποκτήσουν σημαντικά γεωπολιτικά οφέλη, καθώς θα συνάψουν συμφωνίες με δεκάδες άλλα κράτη.
Στον ξένο Τύπο υπήρξαν άρθρα που σύγκριναν τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα για το εμβόλιο, με τον «αγώνα δρόμου» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση για την ανακάλυψη του Διαστήματος. Φυσικά, αυτό που ονόμασαν τότε ως «ψυχρό πόλεμο» αφορούσε την πολεμική ανάμεσα σε δύο ριζικά αντίθετα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, κάτι που δεν συμβαίνει τώρα. Σε κάθε περίπτωση, τα σχετικά δημοσιεύματα μας δίνουν μια «γεύση» του λυσσαλέου ανταγωνισμού που παίρνει διάφορες μορφές όπως η κυβερνοπειρατεία.
Αμερικανικές εφημερίδες έγραψαν ότι στο στόχαστρο του FBI βρέθηκαν χάκερς που προσπαθούσαν να κλέψουν πληροφορίες από πανεπιστημιακά ινστιτούτα και άλλα εργαστήρια των ΗΠΑ για λογαριασμό του Πεκίνου. Αντίστοιχα, υπήρξαν πληροφορίες ότι οι ΗΠΑ κατασκόπευαν τον κυβερνοχώρο σε βάρος κινεζικών ερευνητικών δραστηριοτήτων.
Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η γερμανική εταιρεία «CureVac» αποτέλεσε το «μήλο της έριδος» ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, όταν ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ προσπάθησε να την εξαγοράσει για να εξασφαλίσει τα αποκλειστικά δικαιώματα του εμβολίου που θα παρασκεύαζε. Αντίστοιχα, η γερμανική κυβέρνηση την δελέασε, προσφέροντάς της κίνητρα για να παραμείνει στη Γερμανία.
Εγγυημένα κέρδη, χωρίς ρίσκο...
Η «Devex», μία «κοινωνική» επιχείρηση, όπως αποκαλείται, που παρέχει συμβουλές σε εταιρείες είχε υπολογίσει πως μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού ανακοινώθηκε χρηματοδότηση άνω των 39,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για έρευνα και ανάπτυξη εμβολίων. Το ποσό αυτό σίγουρα θα έχει αυξηθεί αυτή τη στιγμή, αφού νέοι «παίκτες» προσπαθούν να μπουν στην αγορά.
Το Γερμανικό υπουργείο Παιδείας και Έρευνας (BMBF) ανακοίνωσε ένα ειδικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας για την ανάπτυξη εμβολίων από γερμανικές εταιρείες, ύψους τουλάχιστον 750 εκατ. ευρώ. Πιθανόν το ποσό αυτό να φαντάζει …αστείο μπροστά στα δισεκατομμύρια που διέθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο για τη χρηματοδότηση της έρευνας όσο και για την προαγορά εμβολίων.
Υπολογίζεται ότι η ΕΕ έχει δώσει περίπου 2,7 δισ. ευρώ για να αγοράσει εμβόλια, τα οποία θα διαθέσει στα κράτη-μέλη της. Ωστόσο, η Κομισιόν αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ να δημοσιοποιήσει τα συμβόλαια, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα για τους «λεόντειους όρους» αυτών των συμβάσεων. Η Κομισιόν έχει υπογράψει συμβάσεις με έξι εταιρείες: Τις «AstraZeneca», «Moderna», «Sanofi» -«GlaxoSmithKline», «Janssen Pharmaceutica NV» (ανήκει στην Johnson and Johnson), «BioNtech» - «Pfizer» και «CureVac».
Η χώρα που έχει ρίξει τα περισσότερα χρήματα για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την προαγορά εμβολίων είναι οι ΗΠΑ. Μέσω του προγράμματος «Operation Warp Speed» (OWS) που είναι μια «συνεργασία» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η αμερικανική κυβέρνηση έχει δαπανήσει περίπου 10 δισ. δολάρια για να επιταχύνει την ανάπτυξη, κατασκευή και διανομή εμβολίων, τα οποία θα αφορούν διαφορετικούς τύπους. Το σχέδιο OWS έχει …προνοήσει ότι ορισμένα από αυτά τα εμβόλια δεν θα αποδειχθούν αποτελεσματικά για να βγουν σε μαζική παραγωγή, επομένως θα καλύψει τη σχετική χασούρα των εταιρειών.
Μέχρι στιγμής στις ΗΠΑ η «Moderna» έλαβε σχεδόν 1 δισ. δολάρια για την ανάπτυξη εμβολίων και πρόκειται να λάβει επιπλέον 1,5 δισ. για 100 εκατομμύρια δόσεις. Η «Pfizer», με τον Γερμανό συνεργάτη της «BioNTech», θα λάβει 1,9 δισ. δολάρια για 100 εκατομμύρια δόσεις, αλλά δεν έλαβε κρατική χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ για την έρευνα. Η «Johnson & Johnson» έλαβε 456 εκατομμύρια δολάρια για την έρευνα και θα λάβει 1 δισ. δολάρια για 100 εκατομμύρια δόσεις. Η «Νovavax» θα λάβει 1,6 δισ. δολάρια για έρευνα και για 100 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου. Η «AstraZeneca» αναμένεται να λάβει 1,2 δισ. για 300 εκατομμύρια δόσεις και για ορισμένες δαπάνες που σχετίζονται με τις κλινικές δοκιμές.
Τα φτωχότερα κράτη θα πρέπει να αρκεστούν στις δόσεις εμβολίων που θα τους προμηθεύσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ή στη «φιλανθρωπία» των διαφόρων ιδρυμάτων των μονοπωλιακών ομίλων, αν και συνήθως τίποτα δεν είναι τζάμπα στον καπιταλισμό…
Με πρωτοβουλία του ΟΗΕ, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της ΕΕ και του Ιδρύματος «Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς» δημιουργήθηκε ένας «Μηχανισμός Παγκόσμιας Πρόσβασης στο εμβόλιο κατά του COVID-19» που ονομάζεται COVAX. Ο μηχανισμός αυτός συγκέντρωσε χρήματα για τη χρηματοδότηση της έρευνας και φιλοδοξεί να εξασφαλίσει περίπου 2 δισ. δόσεις εμβολίων για τις φτωχότερες χώρες.
Εκτός από τον ιδιοκτήτη της «Microsoft» Μπιλ Γκέιτς που χρηματοδότησε με αρκετά εκατομμύρια την έρευνα για τα εμβόλια, κάτι αντίστοιχο έκανε στην Κίνα το ίδρυμα του Τζακ Μα, του ιδιοκτήτη του κολοσσού των διαδικτυακών πωλήσεων «Alibaba».
Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Μπιλ Γκέιτς έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε τέτοιο σημείο που αρκετοί μιλούν για «μονοπωλιακή φιλανθρωπία»! Η αυξημένη χρηματοδότηση συνεπάγεται και αυξημένη επιρροή στις αποφάσεις του Οργανισμού από το «ευαγές» ίδρυμα. Πριν την περίοδο της πανδημίας, μία από τις βασικές προτεραιότητες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν η εξάλειψη της πολιομυελίτιδας, επειδή τα σχετικά προγράμματα συγκέντρωναν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Αντίστοιχα, υπήρχε πρόβλημα χρηματοδότησης με άλλα προγράμματα όπως αυτά που αφορούσαν την πρόληψη του Έμπολα ή άλλων ασθενειών που χτύπησαν φτωχές χώρες.
Τους παγκόσμιους πανηγυρισμούς και τις παράτες προσγειώνουν δηλώσεις σαν αυτή που έκανε ο υπουργός Υγείας του Ισημερινού, Χουάν Κάρλος Σεβάγιος, ο οποίος δήλωσε για το εμβόλιο κατά του κορονοϊού: «Μας πιέζουν με σκοπό να μας κάνουν να πληρώσουμε. Δεν μας δίνουν επιλογές για το ποιο εμβόλιο θα χρησιμοποιήσουμε. Θα πάρουμε αυτό που μας επιβάλλουν»!!!
«Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα» στον καπιταλισμό...
Ακόμη και οι θιασώτες της «φιλανθρωπίας», παρά την αστική τους υποκρισία ομολογούν ότι το κίνητρο των πάντων είναι το κέρδος.
Μια μελέτη που έκανε η ΜΚΟ «RAND Corporation» (διαφημίζεται ως ερευνητικός οργανισμός), υπολόγισε ότι εάν οι πλουσιότερες χώρες επενδύσουν 25 δισεκατομμύρια δολάρια για την προμήθεια ενός εμβολίου στις φτωχότερες χώρες, η αναλογία «κόστους - οφέλους» θα είναι 1 προς 4,8. Δηλαδή, για κάθε ένα δολάριο που θα ξοδέψουν, θα γλιτώσουν 4,8 δολάρια.
Καθόλου τυχαία, η σχετική μελέτη προβάλλεται στο site της «Gavi», της «Παγκόσμιας Συμμαχίας Εμβολίων», όπως ονομάζεται ένας πολυπλόκαμος μηχανισμός που έχει ιδρυθεί εδώ και περίπου δύο δεκαετίες με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μπιλ Γκέιτς, με στόχο υποτίθεται τον εμβολιασμό των παιδιών στις φτωχότερες χώρες. Ο μηχανισμός αυτός, εκτός από εμβόλια, παρέχει «τεχνογνωσία» στα φτωχότερα κράτη σχετικά με τα εμβόλια. Η χρηματοδότησή του εξασφαλίζεται κατά 77% από κράτη και κατά 23% από τον ιδιωτικό τομέα. Στους «δωρητές» του συγκαταλέγονται η Παγκόσμια Τράπεζα και μονοπωλιακοί όμιλοι όπως το ίδρυμα Ροκφέλερ. Η «Gavi» είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της COVAX, του «Μηχανισμού Παγκόσμιας Πρόσβασης στο εμβόλιο κατά του COVID-19».
Άσχετα από την ακρίβεια των στοιχείων της μελέτης ή τον ουτοπικό και εν πολλοίς ψευδεπίγραφο χαρακτήρα που μπορεί να έχουν οι διακηρύξεις περί «ίσης πρόσβασης» στο εμβόλιο, η έρευνα για τα οικονομικά οφέλη από τον εμβολιασμό επιβεβαιώνει τον κυνισμό των καπιταλιστών που όλα τα μετράνε με τη λογική «κόστους - οφέλους». Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα τους γλιτώσει από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ παράλληλα οι επενδύσεις αυτού του είδους θα βοηθήσουν να βρουν κερδοφόρα διέξοδο υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Μάλιστα, εκτός από τις φαρμακοβιομηχανίες, μεγάλος ωφελημένος θα είναι οι όμιλοι των αερομεταφορών που θα σηκώσουν το βάρος της μεταφοράς του εμβολίου.
Έχει υπολογιστεί πως περισσότερα από 160 εμβόλια βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε διάφορα στάδια κλινικών ερευνών. Σε περίπτωση που όλες οι εταιρείες πετύχουν στις δοκιμές, το 2021 θα βγουν στην αγορά περίπου 12 δισεκατομμύρια δόσεις. Τα εμβόλια που προϋποθέτουν ακραίες συνθήκες ψύξης θα κατευθυνθούν κυρίως στις πλουσιότερες χώρες που έχουν την τεχνολογική δυνατότητα να τα αποθηκεύσουν.
Με δεδομένο ότι η εξάλειψη της πανδημίας θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία -ήδη εκφράζονται ανησυχίες ότι θα λάβει εποχική μορφή σαν την γρίπη- τα κέρδη των εταιρειών από το εμβόλιο θα επεκταθούν σε βάθος χρόνου. Οι σχετικά «χαμηλές» τιμές με τις οποίες θα αγοράσουν τα κράτη το εμβόλιο, δεν αναιρούν το γεγονός ότι οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν (μέσω του κρατικού προϋπολογισμού) δύο φορές, μία για την έρευνα και μία για την αγορά του εμβολίου.
Στις ΗΠΑ, το κόστος για κάθε δόση κυμαίνεται από 3 έως 37 δολάρια, ανάλογα με το εμβόλιο. Συγκεκριμένα, το εμβόλιο της «Moderna» (είναι δύο δόσεων) θα κοστίσει έως 37 δολάρια ανά δόση, ενώ το εμβόλιο δύο δόσεων της «AstraZeneca» περίπου 3 δολάρια ανά δόση.
Μια άλλη πλευρά των προσδοκώμενων κερδών έχει να κάνει με την τεχνογνωσία. Δύο εταιρείες, οι «Pfizer»/«ΒιοΝΤech» και η «Moderna» χρησιμοποίησαν την πρωτοποριακή μέθοδο του mRNA που μπορεί να μετατρέψει τον ανθρώπινο οργανισμό σε μια «μηχανή» παραγωγής αντισωμάτων.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία έχει ανακαλυφθεί εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια, αλλά μέχρι σήμερα είχε αξιοποιηθεί μόνο σε πειραματικό επίπεδο. Το RNA θεωρείται ο «αγγελιοφόρος», καθώς βασική του αποστολή είναι να μεταφέρει τις πληροφορίες που περιέχουν τα γονίδια σε κυτταρικά εργοστάσια που ονομάζονται ριβοσώματα. Στη συνέχεια, αυτές οι γενετικές πληροφορίες μεταφράζονται σε πρωτεΐνες που εξυπηρετούν τις λειτουργίες των κυττάρων.
Τα συνηθισμένα εμβόλια βάζουν στον οργανισμό τον παθογόνο παράγοντα, συνήθως απενεργοποιημένους ιούς ή τα μοριακά θραύσματά τους, προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανοσία. Στην περίπτωση των εμβολίων mRNA, αυτό που μεταφέρεται είναι μια «πληροφορία», μέσω ενός συνθετικού RNA, που ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Με αυτό τον τρόπο επιταχύνεται η διαδικασία ανάπτυξης εμβολίων. Για παράδειγμα, για το εμβόλιο της γρίπης οι φαρμακοβιομηχανίες καλλιεργούν τον ιό μέσα σε αυγά κότας, κάτι που απαιτεί περισσότερο χρόνο και κόστος.
Η τεχνολογία αυτή αρχικά είχε αναπτυχθεί για την αντιμετώπιση ορισμένων μορφών καρκίνου. Μετά το εμβόλιο για τον κορονοϊό, οι επιστήμονες ευελπιστούν να κάνουν πρόοδο στις κλινικές μελέτες για τον καρκίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου