Ηταν πριν λίγους μήνες, στην κορύφωση της πανδημίας, όταν το γύρο του κόσμου έκαναν εικόνες από πάρκινγκ στο Λας Βέγκας, όπου εκατοντάδες άστεγοι κοιμούνταν πάνω στην άσφαλτο μεταξύ των διαγραμμίσεων, επειδή
τα κλειστά λόγω λοκντάουν κι απουσίας τουριστών πολυτελή ξενοδοχεία αρνούνταν να τους δεχτούν.
Στην μητρόπολης της Νέας Υόρκης, που για μήνες υπήρξε το αδιαμφισβήτητο επίκεντρο της πανδημίας στις ΗΠΑ, τέτοιες εικόνες αποφεύχθηκαν, όχι λόγω της “μεγαλοψυχίας” των ξενοδόχων, αλλά κυρίως λόγω του νόμου “δικαίωμα στη στέγη” που ισχύει στην πόλη, όπου ο δήμος υποχρεούται να βρει κατάλυμα σε όποιον το ζητήσει, είτε σε ξενώνα αστέγων, είτε σε ξενοδοχεία. Λόγω του κορονοϊού, η ζήτηση για καταλύματα εκτοξεύτηκε, την ώρα που ακόμα και πολυτελέστερα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης μένουν άδεια από κόσμο, λόγω του παγώματος του τουρισμού, αλλά και των επιχειρηματικών ταξιδιών που αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων του κλάδου της φιλοξενίας στην πόλη.
Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία λοιπόν, οι ξενοδόχοι αποδέχτηκαν με χαρά να νοικιάσει ο δήμος τα αδειανά δωμάτια, ώστε να μπορούν στοιχειωδώς να εφαρμοστούν οι κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης μεταξύ των αστέγων, που είναι αδύνατον να τηρηθούν στους ξενώνες αστέγων, όπου επικρατεί συνωστισμός. Από τους 60.000 αστέγους που ζούσαν σε ξενώνες πριν την πανδημία, χαρακτηριστικό είναι ότι το ένα τρίτο ζούσε σε κοινά υπνωτήρια με κοινά μπάνια και τραπεζαρίες.
“Όταν χτύπησε ο κορονοϊός, καταλάβαμε πολύ γρήγορα πως αυτό ήταν συνταγή για την καταστροφή”, λέει η Ζακλίν Σιμόν από τη “Συμμαχία υπέρ των Αστέγων”, φιλανθρωπική οργάνωση. Παρεμβαίνοντας στις δημοτικές αρχές, αυτή και άλλες οργανώσεις έπεισαν το δήμο να επεκτείνει το δίκτυο καταλυμάτων για τους αστέγους. Περίπου 139 ξενοδοχεία, ανάμεσά τους και πολυτελή πεντάστερα του Μανχάταν είδαν μια ευκαιρία για έσοδα σε μια χαμένη τουριστικά χρονιά.
Ωστόσο δε βλέπουν όλοι οι περίοικοι των μονάδων με καλό μάτι την παρουσία των “πληβείων” στις πανάκριβες γειτονιές τους, στήνοντας ομάδες στο φέισμπουκ ώστε να λειτουργήσουν ως άτυπο λόμπι ενάντια στην εγκατάσταση αστέγων στα ξενοδοχεία.
“Η κοινότητά μας είναι τρομοκρατημένη, θυμωμένη και φοβισμένη”, δηλώνει σε στη New York Post ένα από τα μέλη της διαδικτυακής ομάδας “Κάτοικοι του Upper West Side για ασφαλέστερους δρόμους”, ενώ ένας τοπικός σύμβουλος της περιοχής υποστηρίζει πως “νιώθουμε σαν να είμαστε στη δεκαετία του ’70 (σ.σ εποχή διαβόητης εγκληματικότητας για τη Νέα Υόρκη, που βρέθηκε αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας), όποιος μπορεί να μετακομίσει μετακομίζει”.
Τα τοπικά ταμπλόιντ αναμεταδίδουν αυτή την προπαγάνδα κοινωνικού και εν μέρει φυλετικού ρατσισμού (καθώς πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι άστεγοι ανήκουν σε μειονότητες), συνοδευόμενη από φωτογραφίες αστέγων που μαζεύονται στους δρόμους πέριξ των ξενοδοχείων, καλλιεργώντας κλίμα ηθικού πανικού.
Στις ομάδες του facebook γίνεται παράλληλα λόγος για “ψυχασθενείς τοξικοεξαρτημένους” και “σεξουαλικούς εγκληματίες” που τάχα “έχουν μετακινηθεί σε 3 ξενοδοχεία στη γειτονιά μας κοντά σε σχολεία και παιδικές χαρές, δίχως καμία ψήφο ή ενημέρωση της κοινότητας”.
Σύμφωνα με το δήμο πάντως στην περιοχή δεν κατοικεί κανένας δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων και όλοι οι φιλοξενούμενοι στα ξενοδοχεία της περιοχής βρίσκονται εκεί σε εναρμόνιση με τους πολιτειακούς νόμους της Νέας Υόρκης.
Η πανδημία και οι επιπτώσεις της ανέδειξαν ακόμα περισσότερο τις βαθιές ταξικές αντιθέσεις στην γιγαντιαία πόλη των 8 εκ. κατοίκων. Από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, την ώρα που οι ευπορότεροι κάτοικοι διέφυγαν μαζικά σε αραιοκατοικημένα θέρετρα της πολιτείας της Νέας Υόρκης ή και άλλες πολιτείες, διασκορπίζοντας ταχύτερα τον ιό στην αμερικανική επικράτεια, οι φτωχότεροι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία σε άθλιες συνθήκες υγιεινής και συνωστισμού και χειρότερη περίθαλψη σε ένα σύστημα υγείας που ειδικά σε φτωχότερες περιοχές όπως το Μπρονξ και το Κουίνς βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης το Μάρτη και τον Απρίλη.
Δεν είναι τυχαίο ότι αριθμός νεκρών σε αυτές τις συνοικίες ξεπέρασε κατά πολύ εκείνον του πιο εύρωστου οικονομικά Μανχάταν και φυσικά των περισσότερων περιοχών εκτός του μητροπολιτικού κέντρου. Αλλά ακόμα και μετά τη βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας τους τελευταίους δυο μήνες περίπου, έπειτα από ένα ιδιαίτερα σκληρό και μακροχρόνιο για τα αμερικανικά δεδομένα λοκντάουν, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στον κοινωνικό ιστό της πόλης παραμένουν ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Με πληροφορίες από independent.co.uk
από ΚΑΤΙΟΥΣΑ
τα κλειστά λόγω λοκντάουν κι απουσίας τουριστών πολυτελή ξενοδοχεία αρνούνταν να τους δεχτούν.
Στην μητρόπολης της Νέας Υόρκης, που για μήνες υπήρξε το αδιαμφισβήτητο επίκεντρο της πανδημίας στις ΗΠΑ, τέτοιες εικόνες αποφεύχθηκαν, όχι λόγω της “μεγαλοψυχίας” των ξενοδόχων, αλλά κυρίως λόγω του νόμου “δικαίωμα στη στέγη” που ισχύει στην πόλη, όπου ο δήμος υποχρεούται να βρει κατάλυμα σε όποιον το ζητήσει, είτε σε ξενώνα αστέγων, είτε σε ξενοδοχεία. Λόγω του κορονοϊού, η ζήτηση για καταλύματα εκτοξεύτηκε, την ώρα που ακόμα και πολυτελέστερα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης μένουν άδεια από κόσμο, λόγω του παγώματος του τουρισμού, αλλά και των επιχειρηματικών ταξιδιών που αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων του κλάδου της φιλοξενίας στην πόλη.
Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία λοιπόν, οι ξενοδόχοι αποδέχτηκαν με χαρά να νοικιάσει ο δήμος τα αδειανά δωμάτια, ώστε να μπορούν στοιχειωδώς να εφαρμοστούν οι κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης μεταξύ των αστέγων, που είναι αδύνατον να τηρηθούν στους ξενώνες αστέγων, όπου επικρατεί συνωστισμός. Από τους 60.000 αστέγους που ζούσαν σε ξενώνες πριν την πανδημία, χαρακτηριστικό είναι ότι το ένα τρίτο ζούσε σε κοινά υπνωτήρια με κοινά μπάνια και τραπεζαρίες.
“Όταν χτύπησε ο κορονοϊός, καταλάβαμε πολύ γρήγορα πως αυτό ήταν συνταγή για την καταστροφή”, λέει η Ζακλίν Σιμόν από τη “Συμμαχία υπέρ των Αστέγων”, φιλανθρωπική οργάνωση. Παρεμβαίνοντας στις δημοτικές αρχές, αυτή και άλλες οργανώσεις έπεισαν το δήμο να επεκτείνει το δίκτυο καταλυμάτων για τους αστέγους. Περίπου 139 ξενοδοχεία, ανάμεσά τους και πολυτελή πεντάστερα του Μανχάταν είδαν μια ευκαιρία για έσοδα σε μια χαμένη τουριστικά χρονιά.
Ωστόσο δε βλέπουν όλοι οι περίοικοι των μονάδων με καλό μάτι την παρουσία των “πληβείων” στις πανάκριβες γειτονιές τους, στήνοντας ομάδες στο φέισμπουκ ώστε να λειτουργήσουν ως άτυπο λόμπι ενάντια στην εγκατάσταση αστέγων στα ξενοδοχεία.
“Η κοινότητά μας είναι τρομοκρατημένη, θυμωμένη και φοβισμένη”, δηλώνει σε στη New York Post ένα από τα μέλη της διαδικτυακής ομάδας “Κάτοικοι του Upper West Side για ασφαλέστερους δρόμους”, ενώ ένας τοπικός σύμβουλος της περιοχής υποστηρίζει πως “νιώθουμε σαν να είμαστε στη δεκαετία του ’70 (σ.σ εποχή διαβόητης εγκληματικότητας για τη Νέα Υόρκη, που βρέθηκε αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας), όποιος μπορεί να μετακομίσει μετακομίζει”.
Τα τοπικά ταμπλόιντ αναμεταδίδουν αυτή την προπαγάνδα κοινωνικού και εν μέρει φυλετικού ρατσισμού (καθώς πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι άστεγοι ανήκουν σε μειονότητες), συνοδευόμενη από φωτογραφίες αστέγων που μαζεύονται στους δρόμους πέριξ των ξενοδοχείων, καλλιεργώντας κλίμα ηθικού πανικού.
Στις ομάδες του facebook γίνεται παράλληλα λόγος για “ψυχασθενείς τοξικοεξαρτημένους” και “σεξουαλικούς εγκληματίες” που τάχα “έχουν μετακινηθεί σε 3 ξενοδοχεία στη γειτονιά μας κοντά σε σχολεία και παιδικές χαρές, δίχως καμία ψήφο ή ενημέρωση της κοινότητας”.
Σύμφωνα με το δήμο πάντως στην περιοχή δεν κατοικεί κανένας δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων και όλοι οι φιλοξενούμενοι στα ξενοδοχεία της περιοχής βρίσκονται εκεί σε εναρμόνιση με τους πολιτειακούς νόμους της Νέας Υόρκης.
Η πανδημία και οι επιπτώσεις της ανέδειξαν ακόμα περισσότερο τις βαθιές ταξικές αντιθέσεις στην γιγαντιαία πόλη των 8 εκ. κατοίκων. Από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, την ώρα που οι ευπορότεροι κάτοικοι διέφυγαν μαζικά σε αραιοκατοικημένα θέρετρα της πολιτείας της Νέας Υόρκης ή και άλλες πολιτείες, διασκορπίζοντας ταχύτερα τον ιό στην αμερικανική επικράτεια, οι φτωχότεροι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία σε άθλιες συνθήκες υγιεινής και συνωστισμού και χειρότερη περίθαλψη σε ένα σύστημα υγείας που ειδικά σε φτωχότερες περιοχές όπως το Μπρονξ και το Κουίνς βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης το Μάρτη και τον Απρίλη.
Δεν είναι τυχαίο ότι αριθμός νεκρών σε αυτές τις συνοικίες ξεπέρασε κατά πολύ εκείνον του πιο εύρωστου οικονομικά Μανχάταν και φυσικά των περισσότερων περιοχών εκτός του μητροπολιτικού κέντρου. Αλλά ακόμα και μετά τη βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας τους τελευταίους δυο μήνες περίπου, έπειτα από ένα ιδιαίτερα σκληρό και μακροχρόνιο για τα αμερικανικά δεδομένα λοκντάουν, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στον κοινωνικό ιστό της πόλης παραμένουν ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Με πληροφορίες από independent.co.uk
από ΚΑΤΙΟΥΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου