Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

«Ρωγμή» λέγεται το μνημείο του ΚΚΕ στα Γιούρα (φωτο)


«Ρωγμή» λέγεται το μνημείο του ΚΚΕ στα Γιούρα. «Ρωγμή» και δεν θα μπορούσε να ονοματιστεί με λέξη πιο κατάλληλη απ’ αυτήν. Ολόκληρα τα Γιούρα είναι ρωγμή. Ρωγμή στην κοινωνία τούτου του τόπου, ρωγμή στην Ιστορία τούτου του λαού, μια ρωγμή σαν ανοιχτή πληγή.

Γράφει η Σοφία Χουδαλάκη

Η θεμελίωση του μνημείου είναι η απάντηση στις φωνές που προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να ξεχάσουμε το κεφάλαιο του Εμφυλίου. Φωνάζουν, δια του στόματος και δια της πέννας τους, οι διάφοροι δημοσιολογούντες, ότι η υπενθύμιση αυτής της σελίδας της σύγχρονης Ιστορίας μας δεν οδηγεί πουθενά. 
Να ξεχάσουμε, λένε, τον Εμφύλιο, δηλαδή να ξεχάσουμε την προδοσία, να ξεχάσουμε τον δοσιλογισμό, να ξεχάσουμε την εκδικητική μανία που ξέσπασαν πάνω στους αγωνιστές και τους αντάρτες όσοι νωρίτερα συνεργάστηκαν με τους ναζί και τους φασίστες. 
Να ξεχάσουμε τους νεκρούς, τους ανάπηρους, τα ορφανά που άφησαν πίσω, τις ζωές που μακέλεψαν. Το επιχείρημα είναι, ότι αυτές οι ιστορίες είναι παλιές, ξέφτια στο πανί του χρόνου, δίχως αξία για το αύριο.
Θα ήθελαν πολύ να πιστέψουμε, ότι στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας ήμασταν όλοι ενωμένοι, δοσίλογοι και αντάρτες, βασανιστές και πολιτικοί εξόριστοι, πεινασμένοι και χορτάτοι, όλοι αντάμα. Βολικό αφήγημα, μόνο που σκοντάφτει στην πραγματικότητα. 
Σκοντάφτει στα Γιούρα, σκοντάφτει στη Μακρόνησο, στο Τρίκερι, στον Αη Στράτη, στο Ιτζεδίν, στο Επταπύργιο, στην Κέρκυρα, στο Βίδο, σε όλες τις φυλακές της επικράτειας που γέμισαν με πολιτικούς κρατούμενους. 
Σκοντάφτει στα χιλιάδες δικαστήρια που, πατώντας στο Γ΄ Ψήφισμα, μοίραζαν αφειδώλευτα τις θανατικές καταδίκες σε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.  Ανάμεσα στον διώκτη και τον διωκόμενο, ανάμεσα στον βασανιστή και τον βασανιζόμενο, ανάμεσα στον θύτη και το θύμα εκείνος που δικαιούται να αποφασίσει εάν θα ξεχάσει είναι ο δεύτερος. Και τούτοι οι διωκόμενοι, όχι μόνο δεν θα ήθελαν να ξεχάσουν, αλλά άφησαν παρακαταθήκες του αγώνα τους για τις επόμενες γενιές, για να μην ξεχαστεί τίποτα. 
Για να μπορούμε πάντα να διακρίνουμε τον πολιτικό απόγονο του διώκτη από τον διωκόμενο, του προδότη από τον πατριώτη, του δοσίλογου από τον αντάρτη. Αυτή είναι η βαθύτερη αξία της γνώσης της Ιστορίας μας και ειδικά της Ιστορίας του Εμφυλίου. Γι’ αυτό τον λόγο, το μνημείο στα Γιούρα συνιστά και απάντηση και στάση ζωής.
Η Γυάρος επιλέχθηκε, κατ’ αρχάς, από την αγγλική οργανωτική αποστολή για την Αστυνομία και τις Φυλακές, η οποία επισκέφθηκε τον ξερό βράχο και τον πρότεινε στην Ελληνική Κυβέρνηση ως τον καταλληλότερο τόπο εξόντωσης των πολιτικών τους αντιπάλων, των κοινών τους αντιπάλων. 
Ο Charles Wickham, γνωστός με το παρατσούκλι «κουλοχέρης», μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής ανακάλυψαν στη Γυάρο τον ιδανικό τόπο εφαρμογής της τεχνογνωσίας που είχε αποκτήσει η βρετανική αυτοκρατορία μέσα από τους αιώνες της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης των λαών. 
Το απόσταγμα της γνώσης για τις μεθόδους βασανισμού του ανθρώπινου κορμιού και μυαλού εφαρμόστηκε με περισσό ζήλο από τους εκπροσώπους της ελληνικής εθνικοφροσύνης. Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν, οι Έλληνες συνεργάτες τους εφάρμοσαν.
Τον Ιούλιο του 1947 ένα αρματαγωγό ανοίγει τη μπουκαπόρτα και ξεβράζει πάνω στον ξερό βράχο τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους από τις φυλακές Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Καλαμών. 
Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1952, οι καραβιές των πολιτικών κρατουμένων κρατούν ένα σταθερό πληθυσμό πάνω στον βράχο που κυμαίνεται από 7.000 έως 10.000 ανθρώπους. Συνολικά στην πρώτη περίοδο λειτουργίας των φυλακών, από το 1947 έως το 1952, στέλνονται εκεί 17.000 κρατούμενοι.
«Κάθε αποστολή, μόλις αποβιβάζεται δέχεται την άγρια επίθεση των οργάνων της υπηρεσίας και των κτηνανθρώπων – συνεργατών των Γερμανών και Ιταλών, οι οποίοι με ζαχαροκάλαμα και συρμάτινα μαστίγια οργιάζουν στα σώματα των κουρασμένων, από το βασανιστικό ταξίδι, κρατουμένων και ακούνε την προειδοποίηση “εδώ που ήρθατε, σας έφεραν για να πεθάνετε”».

Ποιοι είναι αυτοί, που τους φέρνουν στα Γιούρα για να πεθάνουν;
Οι ίδιοι συστήνονται, όταν το 1951 καταθέτουν το Υπόμνημά τους στον υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα.
«Είμεθα αγωνισταί της Εθνικής Αντιστάσεως. Αφιερώσαμε τα πάντα εις τον αγώνα δια την απόκρουσιν των φασιστών εισβολέων και δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος μας, όταν άνθρωποι ανάξιοι του Έθνους την παρέδωσαν δέσμιον εις τους κατακτητάς και τον αφανισμόν. […] Κατά την κατοχήν, εθυσιάσαμε περιουσίας, οικογένειας, δεν εφείσθημεν ουδ’ αυτής της ζωής μας, αγωνιζόμενοι εναντίον των αγρίων κατακτητών και απεσπάσαμεν πολλάκις τους επαίνους και την εύφημον μνείαν του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής δια τας προσφερθείσας εις την κοινήν συμμαχικήν υπόθεσιν υπηρεσίας μας. Υπερηφανευόμεθα ότι ως μέλη του ΚΚΕ, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ εσηκώσαμεν την χώραν μας υψηλά εις την συνείδησιν των αγωνιζομένων εναντίον του φασισμού Λαών όλου του κόσμου και της εξασφαλίσαμε δόξα και δικαιώματα.[…] Υπερηφανευόμεθα ότι χάρις μόνον εις την δράσιν του ΚΚΕ, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ είμεθα ο μόνος Λαός όστις δεν προσέφερε στρατιώτας εις τα χιτλερικάς στρατιάς, που επολεμούσαν τους συμμαχικούς Λαούς εις τα διάφορα πολεμικά μέτωπα».
Αυτοί, οι ίδιοι που πολέμησαν ενάντια στους Ιταλούς , Βούλγαρους και Γερμανούς, βρέθηκαν στα 1947 πολιτικοί κρατούμενοι σε έναν ξερό βράχο του Αιγαίου.
Τι είναι η Γυάρος;
 «Η Γυάρος είναι ξερόβραχος. Δεν υπάρχει νερό. Οι βοριάδες τη δέρνουν από τη μια στην άλλη άκρη, δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, ξεριζώνουν και γκρεμίζουν ολόκληρους βράχους. Τα κύματα σπούν σχεδόν αδιακόπως εις τας αποκρήμνους ακτάς του. Το μεγαλύτερον μέρος του χρόνου, η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη, η συγκοινωνία διακόπτεται και η ζωή μας βυθίζεται εις την απόγνωσιν και το μαρτύριο της πείνας και της δίψας. Δεν υπάρχουν πουλιά. Δεν υπάρχουν ερπετά, δεν υπάρχουν θάμνοι και δένδρα, ποά μόνον ξερόχορτα ολίγων εκατοστών ύψους. Δεν υπάρχουν ακόμα ούτε τα κοινά σκουλίκια που εβρίσκονται εις όλα σχεδόν τα άλλα εδάφη. Η Γιούρα είναι η άρνησις της ζωής και η ζωή έχει αρνηθεί την Γιούραν από καταβολής».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε γίνει η σκέψη να χρησιμοποιηθεί αυτός ο βράχος για την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. Την ίδια σκέψη είχε κάνει και το Μεταξικό δικτατορικό καθεστώς πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Τότε, μια επιτροπή είχε επισκεφθεί το ξερονήσι για να διαπιστώσει, τελικά, ότι ήταν ακατάλληλο για τη διαβίωση ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, στα 1947 αποφασίζεται η αποστολή εκεί χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων. Σε έναν ξερό σχιστολιθικό βράχο, με απόκρημνες κορφές, με βαθιές χαράδρες, δίχως νερό, δίχως σκιά, δίχως χώμα, δίχως κτήρια, χωρίς καμία υποδομή παρά μόνο κάτι σκισμένες σκηνές.
Γιατί επιλέξανε τον ενταφιασμό των κρατουμένων στα Γιούρα;
Η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν ότι η χρήση της Γυάρου ήταν επιβεβλημένη για λόγους ασφαλείας, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο του Εμφυλίου. Σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα, η απομόνωση της Γυάρου εξασφάλιζε ότι οι κρατούμενοι δεν θα μπορούσαν να δραπετεύσουν και να ενισχύσουν στρατιωτικά τον ΕΛΑΣ. Οι ίδιοι οι κρατούμενοι απορρίπτουν αυτό το επιχείρημα και απαντούν κάθετα.
 «Ουδείς λόγος ασφαλείας επέβαλε τον ενταφιασμό μας εις Γιούραν. Είναι αφελής ισχυρισμός πάσα αντίθετος άποψις. Διότι αν υπήρξεν ποτέ ένας τοιούτος ανύπαρκτος λόγος ασφαλείας, τότε διατί όταν ήρθησαν τα προσχήματα των λόγων ασφαλείας, με την κατάπαυση του εμφυλίου πολέμου, δεν κατηργήθη αμέσως το φρικτόν τούτο κάτεργο; Διότι άλλοι είναι οι λόγοι δια τους οποίους εχρησιμοποιήθη η Γιούρα και οι λόγοι αυτοί είναι ότι:
Η Γιούρα εχρησιμοποήθη ειδικώς και αποκλειστικώς δια την εξόντωσίν μας»
Οι μάχες του Εμφυλίου λήγουν το φθινόπωρο του 1949, αλλά οι φυλακές Γυάρου συνεχίζουν να γεμίζουν για τρία ακόμα χρόνια, μέχρι το 1952. Βαρύ το πέπλο της σιωπής γύρω από τη Γυάρο, συστηματικές και επίμονες οι προσπάθειες του επίσημου κράτους στην παραποίηση και διαστρέβλωση της αλήθειας γύρω απ’ αυτήν. Η φυσική απομόνωση του νησιού, οι δυσκολίες πρόσβασης και η λήψη διοικητικών μέτρων που απαγόρευαν την επικοινωνία των κρατούμενων με τον έξω κόσμο, παρείχαν συνθήκες πλήρους ασυδοσίας στους εκάστοτε διοικούντες. Η κοινή γνώμη και οι συγγενείς των κρατουμένων δεν είχαν την παραμικρή πληροφόρηση για τους ανθρώπους τους. Η Γυάρος δεν άνοιξε ποτέ για κανέναν συγγενή, για κανέναν δημοσιογράφο, για κανέναν διεθνή παρατηρητή. Οι μόνες εφημερίδες που είχαν το δικαίωμα να γράφουν για τις συγκεκριμένες φυλακές ήταν οι εφημερίδες της Δεξιάς, οι οποίες παρουσίαζαν τον ξερό βράχο σαν «παράδεισο», με μεγάλη «δενδροφυτείαν», με «πρωτύπους αγροτοβιοτεχνικάς σχολάς εις τας οποίας ευρίσκουν μιαν ωραίαν και χρήσιμον απασχόλησιν οι κρατούμενοι» (Βραδυνή, Οκτώβριος-Νοεμβριος 1948).
Κατά καιρούς δημοσίευαν και δηλώσεις των κυβερνητικών υπουργών, όπως του υπουργού Δικαιοσύνης ο οποίος δήλωνε ότι «η εργασία εις Γυάρον είναι εθελοντική και ουδεμία βία ασκείται επί των κρατουμένων […]»
Οι κρατούμενοι απαντούν, «Η αδιάκοπος από νύκτα εις νύκτα μέχρις εξαντλήσεως καταναγκαστική εργασία συνωδεύετο πάντοτε από αγρίους ομαδικούς και μερικωτέρους ξυλοδαρμούς υπό το πρόσχημα ότι άργησες να προσέλθης εις την γραμμήν, δεν εστάθης προσοχή, ελοξοδρόμησες δια την φυσικήν σου ανάγκην, επήρες μικροτέραν των δυνάμεών σου πέτραν κτλ»
Ποιοι είναι οι βασανιστές;
Ξεκινώντας από τα χαμηλά κλιμάκια, οι υφιστάμενοι των βασανιστών φυλάκων ήταν οι ίδιοι κρατούμενοι που είχαν «αναβαθμιστεί» σε ρόλο επιστάτη, οι χαφιέδες των φυλακών. Αυτοί ήταν
«…δοσίλογοι εγκληματίαι  πολέμου, συνεργάται των κατακτητών, λησταί και κακοποιά στοιχεία : Φ. Χρήστος (τάγματα Πούλου), Κ. Κωνσταντίνος (Ες-Ες), Π. Κωνσταντίνος (κατάσκοπος των Γερμανών), Κ. Νικόλαος (ενταχθής εις τον γερμανικόν στρατόν, ηκολούθησε αυτόν και κατά την υποχώρησίν του μέχρι Γερμανίας), Ι. Ιωσήφ (τάγματα Πούλου), Σ. Συμεών (συνεργάτης των Γερμανών, ρώσος εμιγκρέ παράφρων), […], Κ. Γεώργιος (συνεργάτης Βουλγάρων) […]»
Ανεβαίνοντας στην ιεραρχία δεσπόζει στον ρόλο του διοικητή ο Γλάστρας. «Η στυγνή φυσιογνωμία του συνεργάτου των κατακτητών και ειδικώς εκπαιδευθέντος υπό των Γερμανοϊταλών φασιστών εις το Στρατόπεδο Παύλου Μελά […] Όλο το επιτελείο του αρχιφύλακες και φύλακες, εξελέγη με την επιμελημένη φροντίδα να συγκεντρώνει άσπονδον μίσος κατά του Λαού, να έχει συνεργασθεί με τους κατακτητάς και να βαρύνεται με εγκλήματα εναντίον του Ελληνικού Λαού».
Τον Μάρτιο του 1949 ο Γλάστρας αντικαθίσταται από τον Μπουζάκη και οι κρατούμενοι μιλούν στο Υπόμνημά τους για «μαρτυρίων συνέχεια». Όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι, η περίοδος Μπουζάκη (1949-1952) δεν υστερούσε ούτε σε φρίκη, ούτε σε βαρβαρότητα από την περίοδο Γλάστρα (1947-1949). Ο νέος διευθυντής διατήρησε και εμπλούτισε τα μέσα που είχε εγκαινιάσει το προκάτοχός του. Ο Μπουζάκης τελειοποίησε τις μεθόδους του Γλάστρα, αντικαθιστώντας τον κτηνώδη και απροσχημάτιστο τραμπουκισμό με έναν ραφιναρισμένο, επιστημονικό τρόπο εξόντωσης. Για παράδειγμα, τα μπαμπού που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές σπάζοντάς τα στις πλάτες των κρατουμένων, αντικαταστάθηκαν από νέα ρόπαλα με μεταλλική απόληξη. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι ότι περισσότεροι από 1.200 κρατούμενοι βασανίστηκαν απάνθρωπα στο Πειθαρχείο, ενώ στην πορεία της θητείας του ο Μπουζάκης ανέγειρε 20 νέα Πειθαρχεία-κρεματόρια στις διάφορες χαράδρες της Γυάρου. Σε αυτά τα Πειθαρχεία, στον συρμάτινο κλωβό – την Ελ Τάμπα- και στα γραφεία της «Εθνικής Επαναπροσαρμογής», ολοκληρώνονταν η αιματηρή διαδικασία της «εθνικής ανανήψεως». 
Από τα Γιούρα πέρασαν, από το 1947 ως το 1952,  16.988 πολιτικοί κρατούμενοι. Ήταν όλοι άντρες. Η πολυπληθέστερη ηλικιακή ομάδα ήταν από 20 έως 30 ετών και ένα μεγάλο ποσοστό τους ήταν ανήλικοι, παιδιά που τα βασάνιζαν για χρόνια στις φυλακές ανηλίκων από το Βίδο μέχρι την Κηφισιά. Ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, το πιο παραγωγικό μέρος της, τα νιάτα  και η προοπτική της. Το επίπεδο εγγραματοσύνης τους ήταν σε μεγάλο ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, ειδικά για μια εποχή που πόλεμος και φτώχια κρατούσαν συχνά τα παιδιά εκτός σχολείου. Ανάμεσά στους κρατούμενους πολλοί ήταν φοιτητές ή μαθητές, ήταν δικηγόροι, δάσκαλοι, μηχανικοί, γιατροί, δημοσιογράφοι, έμποροι, άνθρωποι των τεχνών, άνθρωποι της γης και του έντιμου καθημερινού αγώνα.
Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που θυσιάστηκαν για έναν κόσμο λεύτερο, για μια ζωή περήφανη, για ένα κομμάτι γης που θα μπορούσε να γινόταν πραγματική πατρίδα για τον λαό. Απέναντί τους στάθηκαν οι άλλοι, οι προδότες, οι βασανιστές, οι δοσίλογοι. Θα τους θυμόμαστε και αυτούς, όχι ως πρόσωπα, αφού καμία προσωπική αξία δεν είχαν. Θα τους θυμόμαστε όμως ως κοινωνική κατηγορία,  που υπάρχει σε κάθε κρίσιμη καμπή της ανθρώπινης Ιστορίας.
από ημεροδρόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom