Tην ίδια ώρα που οι γνώμες των ειδικών παίρνουν και δίνουν όσον αφορά την ετοιμότητα η όχι του κρατικού μηχανισμού στο ενδεχόμενο εκδήλωσης μεγάλου σεισμού, οι πολίτες που καθημερινά διασχίζουν τους δρόμους του
κέντρου της Αθήνας διαπιστώνουν ιδίοις όμασι την ελληνική πραγματικότητα που θέλει την τύχη να καθορίζει το κατά πόσο θα έχουμε θύματα ή όχι στον επόμενο μεγάλο σεισμό της Αθήνας.
Ο σεισμός ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα δεκάδες παρατημένα και επικίνδυνα για κατάρρευση κτίρια στην Αθήνα, τα οποία αποτελούν «ωρολογιακές βόμβες».
Μέχρι τότε όμως το αλαλούμ παραμένει και ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει. Η νέα ηγεσία των αρμόδιων υπουργείων σε συνεργασία με την Περιφέρεια και τον Δήμο θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κι αυτή την «καυτή πατάτα».
https://www.tovima.gr
κέντρου της Αθήνας διαπιστώνουν ιδίοις όμασι την ελληνική πραγματικότητα που θέλει την τύχη να καθορίζει το κατά πόσο θα έχουμε θύματα ή όχι στον επόμενο μεγάλο σεισμό της Αθήνας.
Ο σεισμός ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα δεκάδες παρατημένα και επικίνδυνα για κατάρρευση κτίρια στην Αθήνα, τα οποία αποτελούν «ωρολογιακές βόμβες».
Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν είναι σημερινό, καθώς ξεκινάει από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο παρά τους σοβαρούς κινδύνους και τις προειδοποιήσεις των ειδικών, ακόμη δεν έχει υπάρξει λύση.
Μπάζα, σκουπίδια και σημάδια εγκατάλειψης είναι μια εικόνα που πλέον έχει συνηθίσει να βλέπει το μάτι των περαστικών. Μερικά γκράφιτι δίνουν χρώμα στο αδιάφορο ξεθωριασμένο καφέ. Και όλα αυτά συμβαίνουν ακόμη και σε κτίρια που βρίσκονται σε κεντρικότατους δρόμους. Διασχίζοντας την Πειραιώς, τη «γέφυρα» που ενώνει την Αθήνα με τον Πειραιά, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια αποτελούν σήμα κατατεθέν, μια και κάθε τόσο συναντάς ακόμη ένα. Αντίστοιχο σκηνικό επικρατεί και στις γύρω περιοχές, με τον Κεραμεικό και το Μεταξουργείο να έχουν τη θλιβερή πρωτιά.
Την ίδια ώρα, δεκάδες είναι τα κτίρια που σχεδόν γέρνουν πάνω από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Σταδίου, Αιόλου, Ερμού, Ομόνοια, Αθηνάς και η ευρύτερη περιοχή γύρω από την Πλ. Ψυρρή και το Μοναστηράκι είναι μερικά μόνο από τα σημεία που τα νεοκλασικά κτίρια απειλούν της ζωές όσων διασχίζουν το δρόμο από κάτω τους.
Μπορεί το πρόγραμμα αναστήλωσης και φροντίδας για αρκετά από αυτά τα κτίρια να είναι καθ’ οδόν, όμως η εικόνα μιλάει από μόνη της και είναι τόσο τραγική η κατάσταση κάποιων από αυτά που δε θα χρειαστεί καν μία δυνατή δόνηση για να τα ρίξει, ενδεχομένως και πάνω σε άτυχους πολίτες που βρίσκονται εκεί.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Φλεβάρη σε διάστημα δύο ημερών κατέρρευσαν δύο ακατοίκητα εγκαταλελειμμένα κτίρια στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν τραυματισμοί.
1.800 κτίρια – βόμβες
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και στον σεισμό που «χτύπησε» την πρωτεύουσα την Παρασκευή, το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να εξέπληξε τους κατοίκους οι οποίοι ανέμεναν ζημιές σε εγκαταλελειμμένα κτίρια της Αθήνας, όπως αυτό της Ερμού. Άλλωστε, ήταν αρκετές και οι φορές που ο δήμος είχε κληθεί να λάβει μέτρα, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να συμβεί.
Σύμφωνα με στοιχεία, από τα περίπου 1.400 εγκαταλελειμμένα κτίρια τα 200 έχουν χαρακτηριστεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος ως διατηρητέα, ενώ διπλάσια, δηλαδή σχεδόν 400, είναι αυτά που έχει χαρακτηρίσει το υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέα.
Τα υπόλοιπα εκτιμάται πως είναι ακίνητα που είτε δεν έχουν δηλωθεί στο Κτηματολόγιο και φαίνονται ως αγνώστου ιδιοκτήτη είτε πρόκειται για κατοικίες οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου και τα πολλά συμβόλαια κληρονομιάς εγκαταλείφθηκαν από τους κληρονόμους τους.
Το αλαλούμ που επικρατεί είναι χαρακτηριστικό, μια και υπάρχουν περιπτώσεις ιδιοκτητών οι οποίοι ήθελαν να το γκρεμίσουν, ωστόσο λόγω του ότι είναι διατηρητέο δεν προβλέπεται από τον νόμο, ενώ παράλληλα «μπαλάκι» γίνονται οι ευθύνες γύρω από το ζήτημα. Σε αυτές εμπλέκεται από το υπουργείο Υποδομών μέχρι την Περιφέρεια, τον δήμο και τους ίδιους τους ιδιοκτήτες.
Τα ετοιμόρροπα
Εκτός των διατηρητέων υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με ετοιμόρροπα κτίσματα μη χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα, με τη διαδικασία χαρακτηρισμού ενός κτιρίου, συνόλου ή οικισμού να έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ των διαδικασιών που ακολουθούν το ΥΠΕΝ και το ΥΠΠΟΑ, αντίστοιχα.
Μιλώντας στην ΕΡΤ, τον Φεβρουάριο, ο τότε υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιάννης Δημαράς, δήλωσε πως «στην Αθήνα υπάρχουν 1800 κτίρια που κινδυνεύουν με κατάρρευση. Στο υπουργείο επεξεργαζόμαστε τη διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους δήμους να παρεμβαίνουν στα κτίρια που είναι επικίνδυνα και είτε να τα κατεδαφίζει είτε να τα αποκαθιστά και στη συνέχεια να τα αξιοποιεί. Επίσης, θα πρέπει να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες για την αποκατάσταση των διατηρητέων κτιρίων αλλά και αντικίνητρα για όσους δεν τα συντηρούν».
Όσο αφορά στις ενέργειες που έχουν δρομολογηθεί, ο Γ. Δημαράς ανέφερε ότι «στο υπουργείο επεξεργαζόμαστε το θεσμικό πλαίσιο για την ανάπλαση των πόλεων προκειμένου να αποκτήσουμε άλλου είδους πόλεις με περισσότερο πράσινο, με πράσινες διαδρομές, ποδηλατοδρόμους».
Τι λέει ο Δήμος Αθηναίων
Μετά την κατάρρευση των δύο αυτών κτιρίων τον Φλεβάρη, η δημοτική Αρχή Καμίνη εξέδωσε ανακοίνωση αναφέροντας ότι έχει προβεί σε συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες για το σοβαρό ζήτημα των εγκαταλελειμμένων αλλά και για την αλλαγή του «απαρχαιωμένου», όπως το χαρακτήριζε, νομοθετικού καθεστώτος που τα διέπει.
Όπως αναφέρεται, το 2013 κατεγράφησαν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και προτάθηκαν λύσεις διαχείρισης, μέσω του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης, που προσυπέγραψαν 17 υπουργεία. Επίσης, ο δήμος κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση νόμου, για τη διαχείριση και αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων.
Το προτεινόμενο σχέδιο, σύμφωνα με την ανακοίνωση, προβλέπει την προσωρινή δέσμευση και αξιοποίηση των κτιρίων μέχρι την απόσβεση του κόστους αποκατάστασης, σύμφωνα με τεχνικοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας που θα εγκρινόταν από τον δήμο Αθηναίων και το Μονομελές Πρωτοδικείο (αν δεν υπήρχε η σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών). Για τον λόγο αυτό, το 2014, αναφέρει ο δήμος, συστάθηκε ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) και δήμου Αθηναίων (ΑΔΑ: 77ΔΡ0-33Ο).
Στα τέλη του 2014, συνεχίζει η ανακοίνωση, το σχέδιο νόμου ήταν ώριμο να εισαχθεί στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, αφού είχαν ενσωματωθεί οι παρατηρήσεις όλων των συναρμόδιων υπουργείων. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, εγγράφως ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης, ζήτησε την προώθηση της διαδικασίας. Συγκροτήθηκε, εκ νέου, ανεπίσημη ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και δήμου Αθηναίων, με συμμετοχή και άλλων φορέων (όπως ΣΑΔΑΣ, Σύλλογος Ιδιοκτητών Διατηρητέων κ.ά.).
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του δήμου, τον Ιούλιο του 2017 αποφασίστηκε από την κυβέρνηση αυτή η ομάδα εργασίας να εκπονήσει δική της πρόταση, χωρίς πάντως έκτοτε να επανέλθει στο ζήτημα. Ενώ, προστίθεται, «η κυβέρνηση επέλεξε να εντάξει τη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων στο θολό καθεστώς της νεοσύστατης εταιρίας «Ανάπλαση Αθήνας ΑΕ», εναντίον της οποίας ο δήμος Αθηναίων έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας».
Στην ανακοίνωση του δήμου επισημαίνεται ότι στα εγκαταλελειμμένα κτίρια υπάρχουν δύο κατηγορίες που εμπλέκεται η αυτοδιοίκηση Α’ βαθμού: Η πρώτη αφορά κτίρια, που κατόπιν κάποιας καταγγελίας ή αναφοράς, βάσει του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ) «περί επικίνδυνων οικοδομών» (153/Α/1929) από άποψη στατική, δομική, υγιεινής (Υγειονομικό Περιφέρειας) και κατά του πυρός (αρμοδιότητα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας) ελέγχονται ως επικίνδυνα.
Τα κτίρια χαρακτηρίζονται επικίνδυνα, βάσει αυτοψίας της υπηρεσίας Δόμησης των δήμων και συγκεκριμένα από το γραφείο Επικινδύνων του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών. Οι εκθέσεις αυτοψίας κοινοποιούνται στον εισαγγελέα και το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Βάσει των εκθέσεων αυτών, απαιτείται άμεση λήψη προσωρινών μέτρων από τον ιδιοκτήτη και υποχρέωση του για μόνιμη άρση της επικινδυνότητας, εντός 6μηνου.
Βάσει του ΠΔ, αν ο ιδιοκτήτης δεν προβεί εμπροθέσμως στην εφαρμογή των υποδεικνυόμενων μέτρων, η Πολεοδομική Υπηρεσία προβαίνει στην άρση του κινδύνου εφαρμόζοντας τα μέτρα της αναγκαστικής εκκένωσης και της κατεδάφισης των επικίνδυνων μερών της κατασκευής, εφόσον η αχρησία δεν κρίνεται επαρκής για την αποσόβηση του κινδύνου. Η δεύτερη κατηγορία αφορά κτίρια που, αφού έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνα, έχουν κριθεί από την αρμόδια επιτροπή (τριμελής με συμμετοχή και του ΤΕΕ) ότι χρήζουν κατεδάφισης, ως ετοιμόρροπα.
Συνεργεία του δήμου Αθηναίων, για τις περιπτώσεις αυτές, έχουν ήδη προχωρήσει σε παρεμβάσεις ασφάλειας, ενώ προσφάτως κατεδάφισαν δύο τέτοια κτίρια, καταλήγει η ανακοίνωση.
Μπακογιάννης: Δεν έχει γίνει καν καταμέτρηση
Από την πλευρά του, ο τότε υποψήφιος -και νυν- δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης και ο καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης, απάντησαν πως δεν έχουν καταμετρηθεί τα επικίνδυνα κτίρια της Αθήνας.
Ο καθηγητής Καρύδης εξέφρασε την εκτίμηση ότι είναι περισσότερα από 1.400 τα επικίνδυνα κτίρια στην Αθήνα και ανάφερε ότι «δεν έχει γίνει ποτέ ούτε επιθεώρηση, ούτε καταγραφή τους», με τον Κώστα Μπακογιάννη να επιβεβαιώνει ότι «δεν έχουν καν καταμετρηθεί». Πρόσθεσε ωστόσο πως «συνθέτουν τον κτιριακό μας πλούτο, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε διάφορα εργαλεία». Σύμφωνα με τον κ. Μπακογιάννη, απαιτούνται φορολογικά κίνητρα, κίνητρα μέσω των δημοτικών τελών και μεταφορά του συντελεστή δόμησης.
Από την πλευρά του, ο κ. Καρύδης εξήγησε αναλυτικά τις αιτίες που προκαλούν την κατάρρευση αυτών των κτισμάτων και κατέθεσε προτάσεις, προκειμένου «αυτά τα επικίνδυνα κτίρια να αναγεννηθούν».
Μέχρι τότε όμως το αλαλούμ παραμένει και ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει. Η νέα ηγεσία των αρμόδιων υπουργείων σε συνεργασία με την Περιφέρεια και τον Δήμο θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κι αυτή την «καυτή πατάτα».
Μπορεί χθες να μην είχαμε ευτυχώς δυσάρεστες συνέπειες από τις πτώσεις υλικών σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, ωστόσο την επόμενη φορά αυτό το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει είναι η καλύτερη δυνατή συντήρηση αυτών των κτιρίων.
https://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου