Γράφει ο Παντολέων Φλωρόπουλος*
Τι μου λες τώρα! Άκου… “ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες” ήταν τρομακτική βία και κολοκύθια μάραθα… Η ηχορύπανση είναι βία! Η ηχορύπανση είναι μαζική βία! Ποια ηχορύπανση; Να σου πω: Πέφτεις για ύπνο τα μεσάνυχτα και μέχρι τα χαράματα θα πεταχτείς απ” το κρεβάτι δέκα φορές από το μούγκρισμα των νάνων που παριστάνουν το γίγαντα.
Μέχρι το πρωί, γίνεσαι λιώμα. Κάθε βράδυ. Κάθε νύχτα δηλαδή. Όσο νάναι τη μέρα την περνάς. Η νύχτα όμως δε βγαίνει… Σκοτώνεσαι. Και γιατί; Επειδή ένα τόσο δα σκατουλάκι, δύο τροχοί, ένα μηχανάκι δηλαδή, άντε μια μοτοσιλέτα, που βγάζει την εξάτμισή του ο αναβάτης για να περνάει μουγκρίζοντας και να τον ακούσουν οι γκόμενες… Οι πρώην και οι επόμενες.
Ένα ποντίκι που βρυχάται, φούλη μ’! Αυτό! Ένα καβουρντιστήρι που μιμείται τον πύραυλο, ένα ποντίκι που μιμείται το λιοντάρι για να δηλώσει το πέρασμά του στους μακάριους που έπεσαν στο κρεβάτι τους για τον ύπνο του δικαίου…
Έρχεται στο δρόμο κάτω απ” το παράθυρό σου, κάνει βρουμ, βρουμ, βρουμ, για να σε σκιάξει, όχι γιατί σε ξέρει και του έκατσες στο στομάχι… έτσι, στο βρόντο… κι ύστερα ξεχύνεται στην αρένα, υπερηχητικό να πεις, αεριωθούμενο… Ρε γαμώ τα μπρίκια μου… άντε να μη σου πω… ας περιοριστώ στη νομιμοφροσύνη μου… Τι κι αν έγινε νόμος το 2010 για την ηχορύπανση; Τι κι αν διορθώθηκε το 2012;
Κάποιοι νυκτόβιοι τύποι αμολάνε την πορδή τους στα μεγάφωνα και κάνουν βόλτες στην πόλη, εκεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο του μεροκαματιάρη, του εργαζόμενου, του μωρού, μωρέ, που ήρθε σ” αυτόν τον κόσμο για να εκπληρώσει την αποστολή του ως άνθρωπος και πετάγεται από τον κλανιάρη που (πώς το είπαμε, φούλη μ’;) έβαλε την πορδή του στα μεγάφωνα και τρομοκρατεί στο διάβα του τα πουλάκια.
Τι να σου κάνει και η Κάρτα Θορύβου που θέσπισε ο Νόμος, όταν οι αρμόδιοι για τους ελέγχους κοιμούνται… τον ύπνο του δικαίου; Ήθελα να ξέρω: Δεν ενοχλούνται; Δεν τους πιάνει ο διάολος και να πουν στον καθρέφτη “ρε, ως υπεύθυνος που είμαι, δεν πάω να στήσω κάνα καρτέρι, να μπαγλαρώσω μερικά τσογλάνια;”.
Πήρε σύνταξη ο Καραμάνης και ξεσάλωσαν οι γκόμενες…
Κι όμως, κάθε φορά που μαθαίνω για έναν έφηβο που άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο, φούλη μ’, ή έμεινε ανάπηρος από ανατροπή της μοτοσικλέτας του, πονάω, σα να είναι γιος μου κι ας μην τον ξέρω, ας μην τον είδα ποτέ από κοντά κι ας διαολίζομαι όταν περνά και μου ταράζει τα σωθικά.
Νάταν μόνο αυτά… Ήθελα να ξέρω… δεν ακούει κανείς τις αγέλες των αδέσποτων σκύλων που τσακώνονται κάθε νύχτα για ένα σκουπίδι… ναι… ήθελα να ξέρω… σε τι πόλη ζω, σε τι κόσμο, σε τι κόσμο έρχονται τα μωρά…
Και, μετά, είναι μια λακκούβα εκεί κάτω από το σπίτι. Περνάει ο υδραυλικός με το φορτηγάκι του, πέφτει μέσα (δεν ξέρω πώς καταφέρνουν όλοι και πέφτουν σ” εκείνη τη λακκούβα) τινάζονται τα εργαλεία του στην καρότσα κι όπως ξαναπέφτουν, είναι σα να καταρρέουν οι δίδυμοι πύργοι! Ξέρεις, μέσα στον ύπνο, οι θόρυβοι μεγεθύνονται, μυθοποιούνται, παίρνουν κάτι από τον κάτω κόσμο που διάβηκες ή απ” τον απάνω, γίνονται κεραυνοί του Διός…
Ο υδραυλικός είπα; Τι να σου πω, φούλη μ’! Πολλούς υδραυλικούς έχει αυτή η πόλη ή… πολλά σαράβαλα! Το ξέρω, γιατί, βλέπεις, είχα την ατυχία να βρω σπίτι στο δρόμο μ” εκείνη τη λακκούβα που όλοι πέφτουν μέσα, όμως δεν τη φτιάχνει κανείς…
Τι μου λες τώρα! Άκου… “ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες” ήταν τρομακτική βία και κολοκύθια μάραθα… Η ηχορύπανση είναι βία! Η ηχορύπανση είναι μαζική βία! Ποια ηχορύπανση; Να σου πω: Πέφτεις για ύπνο τα μεσάνυχτα και μέχρι τα χαράματα θα πεταχτείς απ” το κρεβάτι δέκα φορές από το μούγκρισμα των νάνων που παριστάνουν το γίγαντα.
Μέχρι το πρωί, γίνεσαι λιώμα. Κάθε βράδυ. Κάθε νύχτα δηλαδή. Όσο νάναι τη μέρα την περνάς. Η νύχτα όμως δε βγαίνει… Σκοτώνεσαι. Και γιατί; Επειδή ένα τόσο δα σκατουλάκι, δύο τροχοί, ένα μηχανάκι δηλαδή, άντε μια μοτοσιλέτα, που βγάζει την εξάτμισή του ο αναβάτης για να περνάει μουγκρίζοντας και να τον ακούσουν οι γκόμενες… Οι πρώην και οι επόμενες.
Ένα ποντίκι που βρυχάται, φούλη μ’! Αυτό! Ένα καβουρντιστήρι που μιμείται τον πύραυλο, ένα ποντίκι που μιμείται το λιοντάρι για να δηλώσει το πέρασμά του στους μακάριους που έπεσαν στο κρεβάτι τους για τον ύπνο του δικαίου…
Έρχεται στο δρόμο κάτω απ” το παράθυρό σου, κάνει βρουμ, βρουμ, βρουμ, για να σε σκιάξει, όχι γιατί σε ξέρει και του έκατσες στο στομάχι… έτσι, στο βρόντο… κι ύστερα ξεχύνεται στην αρένα, υπερηχητικό να πεις, αεριωθούμενο… Ρε γαμώ τα μπρίκια μου… άντε να μη σου πω… ας περιοριστώ στη νομιμοφροσύνη μου… Τι κι αν έγινε νόμος το 2010 για την ηχορύπανση; Τι κι αν διορθώθηκε το 2012;
Κάποιοι νυκτόβιοι τύποι αμολάνε την πορδή τους στα μεγάφωνα και κάνουν βόλτες στην πόλη, εκεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο του μεροκαματιάρη, του εργαζόμενου, του μωρού, μωρέ, που ήρθε σ” αυτόν τον κόσμο για να εκπληρώσει την αποστολή του ως άνθρωπος και πετάγεται από τον κλανιάρη που (πώς το είπαμε, φούλη μ’;) έβαλε την πορδή του στα μεγάφωνα και τρομοκρατεί στο διάβα του τα πουλάκια.
Τι να σου κάνει και η Κάρτα Θορύβου που θέσπισε ο Νόμος, όταν οι αρμόδιοι για τους ελέγχους κοιμούνται… τον ύπνο του δικαίου; Ήθελα να ξέρω: Δεν ενοχλούνται; Δεν τους πιάνει ο διάολος και να πουν στον καθρέφτη “ρε, ως υπεύθυνος που είμαι, δεν πάω να στήσω κάνα καρτέρι, να μπαγλαρώσω μερικά τσογλάνια;”.
Πήρε σύνταξη ο Καραμάνης και ξεσάλωσαν οι γκόμενες…
Κι όμως, κάθε φορά που μαθαίνω για έναν έφηβο που άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο, φούλη μ’, ή έμεινε ανάπηρος από ανατροπή της μοτοσικλέτας του, πονάω, σα να είναι γιος μου κι ας μην τον ξέρω, ας μην τον είδα ποτέ από κοντά κι ας διαολίζομαι όταν περνά και μου ταράζει τα σωθικά.
Νάταν μόνο αυτά… Ήθελα να ξέρω… δεν ακούει κανείς τις αγέλες των αδέσποτων σκύλων που τσακώνονται κάθε νύχτα για ένα σκουπίδι… ναι… ήθελα να ξέρω… σε τι πόλη ζω, σε τι κόσμο, σε τι κόσμο έρχονται τα μωρά…
Και, μετά, είναι μια λακκούβα εκεί κάτω από το σπίτι. Περνάει ο υδραυλικός με το φορτηγάκι του, πέφτει μέσα (δεν ξέρω πώς καταφέρνουν όλοι και πέφτουν σ” εκείνη τη λακκούβα) τινάζονται τα εργαλεία του στην καρότσα κι όπως ξαναπέφτουν, είναι σα να καταρρέουν οι δίδυμοι πύργοι! Ξέρεις, μέσα στον ύπνο, οι θόρυβοι μεγεθύνονται, μυθοποιούνται, παίρνουν κάτι από τον κάτω κόσμο που διάβηκες ή απ” τον απάνω, γίνονται κεραυνοί του Διός…
Ο υδραυλικός είπα; Τι να σου πω, φούλη μ’! Πολλούς υδραυλικούς έχει αυτή η πόλη ή… πολλά σαράβαλα! Το ξέρω, γιατί, βλέπεις, είχα την ατυχία να βρω σπίτι στο δρόμο μ” εκείνη τη λακκούβα που όλοι πέφτουν μέσα, όμως δεν τη φτιάχνει κανείς…
* Ο Παντολέων Φλωρόπουλος γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Eίναι εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας του Αγρινίου «Αναγγελία». Ιδρυτής και βασικός συντάκτης των περιοδικών «Αραμπάς» (1991 - 1997), «Ο.μέγα» (1998 και 1999), «Στρατόσφαιρα» (1999 και 2000), «Ρεύμα» (2002) και «ΑγοράΖην» (2004 - 2008).
http://agriniovoice.gr/
Ο Σουρής και η εποχή του / Κώστας Χατζής (από τότε υπήρχαν λακκούβες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου