Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΑΣΤΕΓΟΣ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Αφήγημα του Καστρινού
Βράδυ, όπως όλα τα Χειμωνιάτικα τα βράδια, υγρό και παγωμένο. Ένα παγκάκι πράσινο στη μικρή αλάνα, λίγα μόλις μέτρα απ’ τη προκυμαία του Πειραιά. Κι ένας ακόμα άστεγος λίγο ακαθορίστου χρώματος στο πράσινο παγκάκι αραχτός, δίπλα από ένα τεράστιο χαρτόκουτο. Κάνα δυο τσιγάρα χύμα στην τσέπη, κι ένα στο στόμα αναμμένο βοηθάει στην ονειροπόληση. 

Βλέπεις κι άστεγοι κάποτε ονειροπολούν. Τ΄αστέρια πάνω στο ουράνιο στερέωμα, παγώνουν μέσα στα ψυγεία του σύμπαντος, κι ο τροχονόμος στο φανάρι, βρίζει γιατί του κόψαν κι άλλο το μισθό.

Ο άστεγος έφαγε μια κρύα μακαρονάδα απ’ το συσσίτιο της Μητρόπολης, στο υπόγειο του ναού της Αγίας Τριάδας. Δε χόρτασε όμως, γιατί οι άστεγοι που σέβονται τον εαυτό τους, δεν τρων ποτέ τόσο πολύ ώστε να χορτάσουν. Ούτε νυστάζει. Οι άστεγοι δεν νυστάζουνε τη νύχτα. Έτσι απλά κάνει όνειρα ξύπνιος, όπως κάνουν όνειρα όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνοι που δεν είναι άστεγοι.     
                                     
Παπόρια πάνε κι έρχονται συνέχεια. Τίνος να είναι όλα ετούτα τα παπόρια συλλογιέται. Δε γίνεται κάποιος θα τα’ χει όλα αυτά και θα τα κάνει κουμάντο. «Φέρτε το χρήμα κόσμε, και πηγαίνετε όπου θέλετε». Το παίρνει το παραδάκι ο Βαποράτος και γεμίζει καθημερινά τη πορτοφόλα του.     
  
Εγώ δεν ήθελα να έχω βαπόρια σκέπτεται. Να ’χα μονάχα δυο «δεκάευρα» τη μέρα. Να ’βρισκα το πρωί στο χαρτοκούτι κάθε μέρα δυό «κοκκινούλια» όμορφα και κολλαριστά. Και κατά πρώτον θα’ χα δωμάτιο και κρεβάτι, να μην τη βγάζω όπως τώρα εκστρατεία. Μετά ένα χοντρό «μπουφάν» που άνοιξε «φεγγίτες» τούτο δω. Φαί, τσιγάρα, και κρασάκι. Τίποτε άλλο. Μονάχα ετούτα δω . Μεγάλη υπόθεση τα δυό δεκάευρα. Πάρτε τα όλα τα’ άλλα εσείς. Βαπόρια, τραίνα κι αεροπλάνα.

Ο κουστουμάτος κύριος και η κυρία με τη γούνα, αργήσανε απόψε στο «σουαρέ» επάνω στο χλιδάτο κότερο. Περνάνε ανοιχτά απ’ το παγκάκι. Βλέπουν τον άστεγο και παίρνουν προφυλάξεις.
-Κάνε από δώ Βαρβάρα. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Αυτοί δεν το’ χουνε σε τίποτα να σου αρπάξουνε τη τσάντα.
-Ντροπή σου κύριε! Η κρίση και κάτι σαν εσάς με καταντήσαν έτσι άστεγο. Δεν μ’ έκαναν όμως αλήτη και ληστή. Ήταν τα μόνα λόγια που είπε απόψε σ’ άνθρωπο, ο άστεγος του λιμανιού.

Βράδυ όπως όλα τ’ άλλα τα Χειμωνιάτικα τα βράδια. Στο έμπα του λιμανιού, κάποιο βαπόρι έκανε σινιάλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom