Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Η «πλατεία» που έγινε τάφος

Δύο χρόνια πριν, ο Δήμος Αθηναίων είχε εξαγγείλει τη δημιουργία πλατείας στο οικόπεδο όπου κατεδαφίστηκε το κτίριο του ΝΑΤ, κοντά στην Ομόνοια. Ο πρόσφατος θάνατος μιας μετανάστριας από χρήση ναρκωτικών υπενθυμίζει με τραγικό τρόπο το χρονικό μιας χαμένης ευκαιρίας

του Γιάννη Παπαδόπουλου στα ΝΕΑ
Τρεις βαθιές εισπνοές. Ηταν οι τελευταίες. Το πρόσωπο της γυναίκας αποστεωμένο από τις δύο ημέρες που είχε μείνει χωρίς τροφή και νερό. Τα χέρια της πληγιασμένα με σημάδια χρήσης ναρκωτικών. Πλάι της κάποιος είχε στήσει μια μαύρη ομπρέλα. Ο σύζυγός της θρηνούσε γονατιστός, δυο φίλοι τους ετοίμαζαν ατάραχοι πιο πέρα τις δικές τους δόσεις ηρωίνης. Είναι Τετάρτη, λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Αθήνας. Εκεί όπου δύο χρόνια πριν, κοντά στις δημοτικές εκλογές, κατεδαφιζόταν με δυναμίτη το παλιό κτίριο του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. Στη θέση του υποσχέθηκαν τότε μια πλατεία. Σήμερα, βρίσκεται ένας τάφος.

«Η κατεδάφιση του κτιρίου του ΝΑΤ έχει και συμβολικό χαρακτήρα καθώς αποτελεί τον "πυροκροτητή" για την πολεοδομική αναγέννηση του ιστορικού Κέντρου της Αθήνας», είχε δηλώσει στις 24 Οκτωβρίου 2010 ο τότε δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης. Και συνέχιζε: «Γιορτάζουμε το γεγονός ότι δημιουργείται η πρώτη πλατεία στην καρδιά της Αθήνας έπειτα από 150 χρόνια». Μέσα σε 14 δευτερόλεπτα το ερειπωμένο κτίριο είχε συρρικνωθεί σε μπάζα (στο μεγαλύτερο, όπως αποδεικνύεται σήμερα, κομμάτι του). Δεκάδες φορτηγά τα απομάκρυναν, το ορφανό οικόπεδο στρώθηκε με χώμα, φυτεύτηκε και ένα δέντρο. Επειτα ήρθαν οι τοξικομανείς.

Στο στενάκι της Ξούθου, δυο εβδομάδες μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο Μάριος (όπως τον ξέρουν στην πιάτσα και μου συστήνεται ο ίδιος) ψάχνει στο δεξί του μπράτσο για φλέβα. Αποτυγχάνει. Τα νεύρα του για τα δέκα ευρώ που σπατάλησε σβήνουν γρήγορα καθώς μιλά για εκείνη. Κάθεται οκλαδόν μπροστά από μια παρατημένη φαρμακαποθήκη. Στον δρόμο, χρησιμοποιημένες σύριγγες, αυλάκια με κάτουρα, μερικές σταγόνες αίμα. «Ημασταν πέντε χρόνια μαζί», λέει για τη σύντροφό του. «Το όνομά της ήταν Αμέλια Μάρμπουκ. Μετανάστρια από τη Ρουμανία, 37 ετών».

Στα πρώτα χρόνια της σχέσης τους δεν την άφηνε να δουλεύει. Εκείνος εργαζόταν ως σιδεράς σε οικοδομές, ώσπου η κρίση λιγόστεψε τα μεροκάματα. Της βρήκε πόστο σε μια πιτσαρία. Την απέλυσαν. Εμειναν για δύο μήνες με απλήρωτο νοίκι στο διαμέρισμά τους στην Κυψέλη μέχρι που τους έδιωξαν. Συγγενείς; Φίλοι; «Κανένας», λέει ο Μάριος. «Χωρίς χρήματα δεν υπάρχουν φίλοι». Σπίτι τους έγινε το οικόπεδο στο τρίγωνο των οδών Βερανζέρου - Μενάνδρου - Ξούθου. «Η Αμέλια έκανε χρήση ναρκωτικών παλιότερα, πριν με γνωρίσει. Είχε πάει στη Ρουμανία και είχε καθαρίσει. Οταν μείναμε όμως άστεγοι, άρχισε ξανά. Παρέσυρε και μένα», λέει ο Μάριος.
Εξι ημέρες πριν από τον θάνατό της άρχισαν οι πόνοι. «Βαρούσε στην κοιλιά, στη μεγάλη φλέβα. Της έλεγα να σταματήσει, να πάμε στο νοσοκομείο. Φοβόταν όμως. Σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να "πιει"», θυμάται ο σύζυγός της. Τελικά την έπεισε. Την εξέτασαν γιατροί, με τη βοήθεια του ΟΚΑΝΑ πήραν τα φάρμακα που έπρεπε να της χορηγεί εκείνος. Πρόλαβε να της τα δώσει δύο ημέρες. Την τρίτη, η γυναίκα του πέθανε. «Λίγες ώρες πριν με φώναξε. "Πάρε με αγκαλιά", μου είπε. Είχε χρόνια να μου το ζητήσει. Κοιτούσε τον ουρανό. Ηξερε τι θα συμβεί. Είχα φωνάξει ασθενοφόρο, αλλά άργησαν. Ηταν νεκρή όταν έφτασαν. Τους είδα να τη σκεπάζουν με ένα λευκό σεντόνι», λέει ο Μάριος. Σύμφωνα με το ΕΚΑΒ, η γυναίκα - αγνώστων στοιχείων - διασωληνώθηκε στις 17 Οκτωβρίου στις 6.30 το απόγευμα από το πλήρωμα ασθενοφόρου και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της.

ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ. Εναν νεκρό είχε βρει έξω από το μαγαζί του πριν από δύο χρόνια στον ίδιο δρόμο και ο ιδιοκτήτης φαρμακαποθήκης Γιάννης Κατσιρούμπας. Τότε, λέει, είχε αρχίσει να γεννιέται η πιάτσα των ναρκωτικών στην περιοχή. Κάποιες ημέρες οι ναρκομανείς που συνωστίζονταν εκεί έφταναν και τους 30. «Πριν από δύο μήνες περνούσαν τακτικά αστυνομικοί και τους έδιωχναν. Τώρα δεν ενδιαφέρονται», λέει. Πέρυσι, μαζί με άλλους μαγαζάτορες, απογοητευμένους από την αδράνεια των Αρχών, είχαν πληρώσει δύο άντρες για να στέκονται στις εισόδους της Ξούθου και να απομακρύνουν όσους χρήστες ήθελαν να τη διαβούν. Τα χρήματά τους τελείωσαν, τα ναρκωτικά επέστρεψαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom