Γράφει ο Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος
Σαπφώ Νοταρά. Ποτέ πρωταγωνίστρια. Μοναχική, περήφανη και παρεξηγημένη. Η μορφή-καρικατούρα του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, με την αλλόκοτη φωνή κι ένα σαρκασμό που έκοβε σα γυαλί.
Έπαιζε πάντα το ρόλο μιας υπηρέτριας ή μιας σπιτονοικοκυράς, έναν δεύτερο ρόλο, και έβγαζε πολύ γέλιο, κι ακόμα βγάζει, αν και η ίδια ήταν λυπημένη. Ελάχιστες, μάλλον σπάνιες, οι σκηνές που γελά. Πίσω από κάθε μορφή στο πανί ή στη σκηνή κρύβεται μια ψυχή. Έτσι συνέβαινε πάντα. Και πάντα θα συμβαίνει ο θεατής να το παραβλέπει.
Η Σαπφώ ήταν μια γυναίκα που δεν συμφώνησε ποτέ με την εποχή της, επέλεξε το φόντο της κι έζησε στο περιθώριο της ζωής. Όσο κι αν για τους πολλούς σήμερα αυτό «δεν υπάρχει», ήταν επιλογή της να κρατάει πάντα για τον εαυτό της τον δεύτερο, τον τρίτο ρόλο. Όπως άλλωστε συνέβαινε και στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα. Το δικό της μερτικό από αυτό που γινόταν γύρω της, ήθελε να είναι τόσο όσο για να επιζεί. Ποτέ δε συμμετείχε ολόψυχα, ποτέ δε δινόταν σε αυτό που γινόταν γύρω της. Και την πόρτα του σπιτιού της την κρατούσε πάντα κλειστή, ακόμα και στους λιγοστούς φίλους της. Τους συναντούσε έξω.
Η Σαπφώ κάπνιζε πολύ. Πάντα Σαντέ, ήταν τα τσιγάρα που ποτέ δεν αποχωριζόταν. Ο Γιώργος Μανιώτης με αυτά τη γνώρισε και δέθηκε μαζί της. Μια φιλία ιδιαίτερη, όπως ιδιαίτερη ήταν κι η Σαπφώ.
«Ήτανε μια επαναστατικότητα μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Γιατί όταν άρχισε η Σαπφώ να καπνίζει Σαντέ πρέπει να ήτανε άγριοι καιροί. Και αυτό το κόκκινο χρώμα ήτανε το χρώμα που της ταίριαζε. Αλλά δεν ήταν ένα κόκκινο που το έκανε παντιέρα, ήταν ένα κόκκινο χρώμα που το κάπνιζε και αυτό της πήγαινε πάρα πολύ. Ήτανε… αυτά τα γλυκοσέρτικα… έτσι ήτανε κι ο χαρακτήρας της. Τα σαντέ είχανε επίσης μια αγριότητα και μια ομορφιά και μια αίσθηση ουσιαστικής καλοζωίας. Γι’ αυτό τα είχε προτιμήσει. Περισσότερο για το κόκκινο χρώμα όμως… που ήταν το χρώμα του πάθους γι’ αυτή…»
Στα νιάτα της υπήρξε πολύ όμορφη. Τότε ήταν που σε μια περιοδεία του θιάσου που δούλευε στην Αίγυπτο την ερωτεύτηκε σφόδρα ένα βιομήχανος και της έταξε παλάτια και δικά της θέατρα. Η Σαπφώ του γύρισε την πλάτη. Αργότερα, όπως η ίδια εξομολογήθηκε στον Μανιώτη, ερωτεύτηκε έναν αντάρτη που όμως σκοτώθηκε στον εμφύλιο.
Η μοναξιά συνόδευε τη Σαπφώ σε όλα τα βήματά της. Έβγαινε με τους φίλους της, τον Μανιώτη, τον Τσαρούχη και ίσως ακόμα κάποιους λίγους και μετά χανόταν για μέρες, κλείδωνε την πόρτα, έκλεινε τα «παντζούρια» της κι εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Μια φορά, όταν η Σαπφώ ξεπέρασε τα «συνηθισμένα» χρονικά όρια της εξαφάνισής της, οι φίλοι της έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματος όπου έμενε. Την βρήκαν καθιστή να τους κοιτάζει και να τους ρωτάει ατάραχη «τι θέλετε;».
Ήταν μια γυναίκα που αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στον μικροαστικό ή αστικό τρόπο ζωής, όταν ήθελε κότσια να το κάνεις. Αλλά είπαμε, η Σαπφώ δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Από τις λίγες γυναίκες στην εποχή της που είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Δούλευε στην τράπεζα, έκανε χορό κι όταν ένιωσε ότι η ρουτίνα που απλωνόταν μπροστά της ετοιμαζόταν να την καταπιεί, έβαλε μπουρλότο, τα παράτησε όλα κι αποφάσισε να βγει στο θέατρο. Τότε άλλαξε το όνομά της (το πραγματικό της επώνυμο ήταν Δανδάνου).
Κι από τότε, σα ν’ αποσύρθηκε, σα να μην πάταγε πλέον στα εγκόσμια, έβλεπε όλο αυτό το «θέατρο» που παιζόταν γύρω της και αρνιόταν πεισματικά να συμμετάσχει. Στεκότανε στην άκρη, μακριά από τα φώτα, όπως κι ο θεατής, για να διαφυλάξει την αγνότητα της ψυχής της· εκείνο το λευκό φωτισμένο σεντόνι, που σχεδόν κανένας δεν του δίνει σημασία, μέχρι να κινηθούν πίσω του σκιές…
Η Σαπφώ εκτός από το κάπνισμα είχε ακόμα το πάθος να παρατηρεί. Γύριζε και παρατηρούσε τους ανθρώπους. Ειδικά όταν έβλεπε ανθρώπους να ζουν στην εξαθλίωση, να ζητιανεύουν «γινόταν όλη μια έκρηξη και παρατηρούσε και το παραμικρό πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, σα να συναντούσε τη μοίρα της».
Είχε τεράστιο δραματικό ταλέντο. Ο Μανιώτης που τη γνώρισε απ’ έξω κι από μέσα, βεβαιώνει ότι κανένας δεν έχει διαβάσει τελειότερα τον Παπαδιαμάντη. Κι όμως δεν της εμπιστεύτηκαν δραματικούς ρόλους. Εκτός από τον μεγάλο Τσαρούχη, στο θέατρο, προς το τέλος της ζωής της.
Ο Τσαρούχης κάποτε της είχε κάνει πρόταση γάμου κι η Σαπφώ αρνήθηκε, δεν τον πήρε στα σοβαρά. Μετά από δεκαετίες της είπε ότι το εννοούσε. Αλήθεια; Ψέματα, από αυτά που μερικές φορές έχουν ανάγκη ν’ ακούνε οι φίλοι; Ποτέ, κανένας δεν θα μάθει.
Η Σαπφώ έζησε μια ζωή μόνη της, με τα φαντάσματά της και τα οράματά της και πέθανε μόνη της, στις 11 του Ιούνη 1985.
Σημείωση: Η εικόνα πάρθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή Μηχανή του χρόνου, και στη συνέχεια δέχτηκε επεξεργασία.
Σαπφώ Νοταρά. Ποτέ πρωταγωνίστρια. Μοναχική, περήφανη και παρεξηγημένη. Η μορφή-καρικατούρα του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, με την αλλόκοτη φωνή κι ένα σαρκασμό που έκοβε σα γυαλί.
Έπαιζε πάντα το ρόλο μιας υπηρέτριας ή μιας σπιτονοικοκυράς, έναν δεύτερο ρόλο, και έβγαζε πολύ γέλιο, κι ακόμα βγάζει, αν και η ίδια ήταν λυπημένη. Ελάχιστες, μάλλον σπάνιες, οι σκηνές που γελά. Πίσω από κάθε μορφή στο πανί ή στη σκηνή κρύβεται μια ψυχή. Έτσι συνέβαινε πάντα. Και πάντα θα συμβαίνει ο θεατής να το παραβλέπει.
Η Σαπφώ ήταν μια γυναίκα που δεν συμφώνησε ποτέ με την εποχή της, επέλεξε το φόντο της κι έζησε στο περιθώριο της ζωής. Όσο κι αν για τους πολλούς σήμερα αυτό «δεν υπάρχει», ήταν επιλογή της να κρατάει πάντα για τον εαυτό της τον δεύτερο, τον τρίτο ρόλο. Όπως άλλωστε συνέβαινε και στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα. Το δικό της μερτικό από αυτό που γινόταν γύρω της, ήθελε να είναι τόσο όσο για να επιζεί. Ποτέ δε συμμετείχε ολόψυχα, ποτέ δε δινόταν σε αυτό που γινόταν γύρω της. Και την πόρτα του σπιτιού της την κρατούσε πάντα κλειστή, ακόμα και στους λιγοστούς φίλους της. Τους συναντούσε έξω.
Η Σαπφώ κάπνιζε πολύ. Πάντα Σαντέ, ήταν τα τσιγάρα που ποτέ δεν αποχωριζόταν. Ο Γιώργος Μανιώτης με αυτά τη γνώρισε και δέθηκε μαζί της. Μια φιλία ιδιαίτερη, όπως ιδιαίτερη ήταν κι η Σαπφώ.
«Ήτανε μια επαναστατικότητα μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Γιατί όταν άρχισε η Σαπφώ να καπνίζει Σαντέ πρέπει να ήτανε άγριοι καιροί. Και αυτό το κόκκινο χρώμα ήτανε το χρώμα που της ταίριαζε. Αλλά δεν ήταν ένα κόκκινο που το έκανε παντιέρα, ήταν ένα κόκκινο χρώμα που το κάπνιζε και αυτό της πήγαινε πάρα πολύ. Ήτανε… αυτά τα γλυκοσέρτικα… έτσι ήτανε κι ο χαρακτήρας της. Τα σαντέ είχανε επίσης μια αγριότητα και μια ομορφιά και μια αίσθηση ουσιαστικής καλοζωίας. Γι’ αυτό τα είχε προτιμήσει. Περισσότερο για το κόκκινο χρώμα όμως… που ήταν το χρώμα του πάθους γι’ αυτή…»
Στα νιάτα της υπήρξε πολύ όμορφη. Τότε ήταν που σε μια περιοδεία του θιάσου που δούλευε στην Αίγυπτο την ερωτεύτηκε σφόδρα ένα βιομήχανος και της έταξε παλάτια και δικά της θέατρα. Η Σαπφώ του γύρισε την πλάτη. Αργότερα, όπως η ίδια εξομολογήθηκε στον Μανιώτη, ερωτεύτηκε έναν αντάρτη που όμως σκοτώθηκε στον εμφύλιο.
Η μοναξιά συνόδευε τη Σαπφώ σε όλα τα βήματά της. Έβγαινε με τους φίλους της, τον Μανιώτη, τον Τσαρούχη και ίσως ακόμα κάποιους λίγους και μετά χανόταν για μέρες, κλείδωνε την πόρτα, έκλεινε τα «παντζούρια» της κι εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Μια φορά, όταν η Σαπφώ ξεπέρασε τα «συνηθισμένα» χρονικά όρια της εξαφάνισής της, οι φίλοι της έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματος όπου έμενε. Την βρήκαν καθιστή να τους κοιτάζει και να τους ρωτάει ατάραχη «τι θέλετε;».
Ήταν μια γυναίκα που αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στον μικροαστικό ή αστικό τρόπο ζωής, όταν ήθελε κότσια να το κάνεις. Αλλά είπαμε, η Σαπφώ δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Από τις λίγες γυναίκες στην εποχή της που είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Δούλευε στην τράπεζα, έκανε χορό κι όταν ένιωσε ότι η ρουτίνα που απλωνόταν μπροστά της ετοιμαζόταν να την καταπιεί, έβαλε μπουρλότο, τα παράτησε όλα κι αποφάσισε να βγει στο θέατρο. Τότε άλλαξε το όνομά της (το πραγματικό της επώνυμο ήταν Δανδάνου).
Κι από τότε, σα ν’ αποσύρθηκε, σα να μην πάταγε πλέον στα εγκόσμια, έβλεπε όλο αυτό το «θέατρο» που παιζόταν γύρω της και αρνιόταν πεισματικά να συμμετάσχει. Στεκότανε στην άκρη, μακριά από τα φώτα, όπως κι ο θεατής, για να διαφυλάξει την αγνότητα της ψυχής της· εκείνο το λευκό φωτισμένο σεντόνι, που σχεδόν κανένας δεν του δίνει σημασία, μέχρι να κινηθούν πίσω του σκιές…
Η Σαπφώ εκτός από το κάπνισμα είχε ακόμα το πάθος να παρατηρεί. Γύριζε και παρατηρούσε τους ανθρώπους. Ειδικά όταν έβλεπε ανθρώπους να ζουν στην εξαθλίωση, να ζητιανεύουν «γινόταν όλη μια έκρηξη και παρατηρούσε και το παραμικρό πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, σα να συναντούσε τη μοίρα της».
Είχε τεράστιο δραματικό ταλέντο. Ο Μανιώτης που τη γνώρισε απ’ έξω κι από μέσα, βεβαιώνει ότι κανένας δεν έχει διαβάσει τελειότερα τον Παπαδιαμάντη. Κι όμως δεν της εμπιστεύτηκαν δραματικούς ρόλους. Εκτός από τον μεγάλο Τσαρούχη, στο θέατρο, προς το τέλος της ζωής της.
Ο Τσαρούχης κάποτε της είχε κάνει πρόταση γάμου κι η Σαπφώ αρνήθηκε, δεν τον πήρε στα σοβαρά. Μετά από δεκαετίες της είπε ότι το εννοούσε. Αλήθεια; Ψέματα, από αυτά που μερικές φορές έχουν ανάγκη ν’ ακούνε οι φίλοι; Ποτέ, κανένας δεν θα μάθει.
Η Σαπφώ έζησε μια ζωή μόνη της, με τα φαντάσματά της και τα οράματά της και πέθανε μόνη της, στις 11 του Ιούνη 1985.
Σημείωση: Η εικόνα πάρθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή Μηχανή του χρόνου, και στη συνέχεια δέχτηκε επεξεργασία.
Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος
Σπούδασε στο γιαπί. Όταν ήταν μικρός ονειρευόταν έναν κόσμο που να χωράει όλους τους ανθρώπους. Εμφανίστηκε στον κόσμο του διαδικτύου μέσα από το ιστολόγιο Οικοδόμος. Δημιούργησε και διαχειρί...
Διαβάστε περισσότεραhttp://www.katiousa.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου