Ειδήσεις και πληροφορίες αλλάζουν στις οθόνες, πηδούν τα χρόνια, και κάνουνε πολλές στροφές μες το μυαλό, μέχρι να ’ρθούν να κάτσουνε στη μνήμη μας. Τα Χριστούγεννα στα περασμένα χρόνια, που κατοικούν πια στις διηγήσεις των παλιών, και σε κάποιες αδιόρθωτες, ρομαντικές καρδιές.
Εκείνα τα Χριστούγεννα που είχαν αληθινό νόημα, μιας κι ήταν η πρώτη
μεγάλη ανάπαυλα μετά το καλοκαίρι. Αυτές οι Άγιες μέρες που οδηγούσαν στο κλείσιμο ακόμα μιας ζορισμένης και δύσκολης αγροτικής χρονιάς.
Και πρώτα- πρώτα ξεκινούσε η ψυχή, έπιανε τις νηστείες, ενώ περίμενε με αγωνία το τι τιμή θα πιάσει ο καπνός. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν από το σπίτι, καθάριζαν και στόλιζαν το σπιτικό με όλα τα καλά του. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξετρύπωναν τα πιο όμορφα υφαντά. Το σπίτι φορούσε τη πιο καλή, τη γιορτινή του φορεσιά απ΄τις γυναίκες, και ήταν σίγουρο όπως κάθε χρονιά, πως ήρθε η ώρα να ανοίξουν τα βαρέλια με το ολόφρεσκο κρασί από τους άντρες.
Μετά απ’ όλα αυτά οι σκέψεις ξεκινούσαν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Βλέπεις και τότε όλα γίνονταν για την ασύστολα αχόρταγη κοιλιά μας. Απ’ του Άγιου Σπυρίδωνα, στις 12 Δεκέμβρη, η νηστεία είχε γίνει πιο σκληρή, αφού οι περισσότεροι (θρήσκοι βαθιά), έκοβαν ακόμα και τα ψάρια.
Οι μέρες έμοιαζαν όλο και πιο μικρές και η αιτία δεν ήταν το ανύπαρκτο ηλεκτρικό ρεύμα, που ολοένα και μεγάλωνε τις νύχτες που το σκοτάδι έσπαγε πάνω στο λιγοστό φως μιας λάμπας πετρελαίου, που μέτραγε το χρόνο αντίστροφα να γεννηθεί ο μικρός Χριστός.
Και οι γιορτινοί υπολογισμοί ξεκίναγαν από τα «ζωντανά». Τα μικρά γουρουνόπουλα που μεγάλωναν μέσα στο ρέμα όλο το καλοκαίρι, ακολουθούσαν την προδιαγεγραμμένη μοιραία πορεία τους, για τ’ αυτοσχέδια σφαγεία του χωριού.
Και τα «βιτούλια» τα μικρά αρνάκια, ετοιμάζονταν να γίνουν το πιο λαχταριστό, νόστιμο φρικασέ. Έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα οσπρίων και λαχανικών, τα γεμιστά χοντράντερα του γουρουνιού ήταν το καλύτερο, το πιο ξεχωριστό πιάτο των ημερών.
Κι εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, ούτε φυσικά ψυγείο, το υπόλοιπο σφαγμένο χοιρινό γινόταν μικρά κομμάτια και γίνονταν παστό. Μπόλικο θαλασσινό αλάτι σκέπαζε το κρέας και το συντηρούσε για μήνες.
Και η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η μέρα η πιο θορυβώδη και η πιο γλυκιά. Τα παιδιά δεν σταματούσαν απ’ τα χαράματα να γυρνούν τα σπίτια, και να τραγουδούν τα κάλαντα. Τα περισσότερα από αυτά με τις «γαλότσες», γυρνούσαν μέσα στις λάσπες τότε του χωριού και τραγουδούσαν δίχως να αγχώνονται για σχολικούς κανόνες και διαβάσματα.
Και οι φούρνοι στις αυλές έπαιρναν φωτιά, και τα γιορταστικά, καμαρωτά ζυμάρια, δεν προλάβαιναν να μπαινοβγαίνουν. Όσο για τους κουραμπιέδες, ποτέ δεν ήταν αρκετοί, αυτό το μυστικό είναι γνωστό από τότε, σε κάθε Αγγελοκαστρίτικο νοικοκυριό. Μάλιστα σε πολλά σπίτια οι μανάδες κλειδώνανε στο ντουλάπι τους κουραμπιέδες, γιατί αν τους αφήνανε ελεύθερους, μέχρι την Πρωτοχρονιά δεν θα είχε απομείνει τίποτα.
Τίποτε το ξενόφερτο δεν είχε η πιο σπουδαία γιορτή του χειμώνα, κι ακόμη και ο Θεός έμοιαζε σα να ξεφύτρωσε απ’ τον κάμπο και τα καπνοχώραφα. Και τούτα τα έθιμα τα ξενόφερτα που σήμερα μπήκαν και ρίζωσαν μέσα στα σπίτια μας και στη ζωή μας.
Ουίσκια κι αναψυκτικά, και τάρανδοι που σέρνουν χριστουγενιάτικα λαμπάκια και γιρλάντες δεν υπήρχαν. Μόνο κρασάκι γνήσιο και τσίπουρο, και κάνα κλαρί από κυπαρίσσι με βαμπάκι επάνω, τάχα ότι ήταν δέντρο χιονισμένο.
Εκείνα τα παλιά Χριστούγεννα ήταν μοναδικά στο Αγγελόκαστρο. Κι εκείνοι οι σκληροί του κάμπου οι ξωμάχοι, άντεχαν τα δύσκολα, και έκαμαν συμμάχους όλα τα στοιχεία της φύσης που τέτοια εποχή αγρίευαν στο τόπο μας.
Το σπουδαιότερο όμως ήτανε ότι πίστευαν, κι αυτή η πίστη τους δεν ήταν άλλη απ’ το να ζήσουνε και να προχωρήσουνε μπροστά. Να στρώσουνε ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, και το κυριότερο, όλα να τα ’χουν κάνει με τον ιδρώτα και τα χέρια τους.
Χρόνια πολλά κι εφέτος Πατριώτες!
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου