Ο κατάλογος της Παγκόσμιας Εκθεσης Γελοιογραφίας (εκδ. Καστανιώτη, 1975) με εξώφυλλο του Bραζιλιάνου Daniel Azulay
Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς
Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς
Μια μεγάλη έκθεση γελοιογραφίας που πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο μετά την κατάρρευση της δικτατορίας αποπειράθηκε να παρουσιάσει αντιφασιστικά έργα μιας μεγάλης μερίδας Ελλήνων και ξένων δημιουργών. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Δυστυχώς, τα περισσότερα θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί και σήμερα, καθώς ο φασισμός σηκώνει και πάλι κεφάλι.
Την εβδομάδα που πέρασε ξεκίνησε, για να διακοπεί αμέσως μετά, η δίκη της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, με αποφυλακισμένους τους ηγέτες της. Συμπληρώθηκαν επίσης 48 χρόνια από το απριλιανό πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Και αυτές ακριβώς τις μέρες επέλεξε μια εφημερίδα, με περισσό θράσος, να μοιράζει ως δώρο στους αναγνώστες της τις ομιλίες του δικτάτορα Γιώργου Παπαδόπουλου σε CD!
Με αφορμή την αθρόα εισροή προσφύγων στη νότια Ευρώπη, οι ακροδεξιοί ξεσπάθωσαν, επιδιδόμενοι σε ρατσιστικά παραληρήματα απανθρωπιάς και μισαλλοδοξίας.
Ο φασισμός σηκώνει κεφάλι και το αυγό του φιδιού δεν επωάζεται πια· έχει γεννηθεί ένα τέρας και ζει ανάμεσά μας. Η παρουσία του δηλητηριάζει κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Πριν από 40 χρόνια, τα πράγματα φάνταζαν πιο ελπιδοφόρα. Η χούντα είχε μόλις κλείσει τον κύκλο της, τα εγκλήματα της μαύρης επταετίας ήταν ακόμη νωπά, η, έστω και κουτσουρεμένη, δημοκρατία είχε επιστρέψει και έδειχνε πως θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Αν και παρέμεναν ακόμα ζωντανές και με σημαντικό βαθμό διείσδυσης στην κοινή γνώμη πολλές από τις εδραιωμένες, μετά από δεκαετίες δεξιών κυβερνήσεων, φασίζουσες αντιλήψεις, το κλίμα ήταν αισιόδοξο.
Το 1975, ακριβώς ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, μια μεγάλη, παγκόσμια έκθεση που διεξήχθη στην Κηφισιά «υπό την αιγίδα» ή τουλάχιστον υπό την ανοχή (και με τη χρηματοδότηση) της καραμανλικής κυβέρνησης παρουσίασε την άποψη των γελοιογράφων για την κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Ελλάδα από μια χιουμοριστική και συνάμα σαρκαστική και προειδοποιητική οπτική.
Η «Παγκόσμιος Εκθεσις Γελοιογραφίας» με τον εύγλωττο τίτλο «Αντιφασισμός» συγκέντρωσε εκατοντάδες καλλιτέχνες από 46 χώρες που με τα σκίτσα τους και, κατά συντριπτική πλειονότητα, χωρίς λόγια σατίρισαν την ελληνική δικτατορία και τις φασιστικές πρακτικές παγκοσμίως, εφιστώντας παράλληλα την προσοχή του κοινού στον κίνδυνο μιας νέας εκτροπής είτε ως τραγωδίας είτε ως ακόμα μεγαλύτερης τραγωδίας.
Η πρωτοβουλία για την έκθεση ανήκε στον αείμνηστο γελοιογράφο Ηλία Σκουλά και τον επίσης γελοιογράφο Κώστα Βλάχο, πρόεδρο, σήμερα, της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων, ενώ το σύνολο των έργων συμπεριελήφθη σε έναν κατάλογο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το εντυπωσιακό με μια μεγάλη μερίδα γελοιογραφιών αυτής της έκθεσης, της πρώτης έκθεσης τέτοιου βεληνεκούς που πραγματοποιήθηκε σε ελληνικό έδαφος, είναι ότι θα μπορούσαν να δημοσιευτούν ακόμη και σήμερα σε πολλές εφημερίδες και να σχολιάσουν σατιρικά και καυστικά τη δράση της Ακροδεξιάς και των νεοναζιστών καθώς και τις διακηρυγμένες ή μη επιδιώξεις τους για ανατροπή του πολιτεύματος.
Με την έκθεση αυτή αποδείχθηκε και η δυναμική της ελληνικής γελοιογραφίας που ώς τότε βρισκόταν υπό καταστολή, με αρκετές εξαιρέσεις όμως, ιδιαίτερα όταν το χιούμορ δεν γινόταν αντιληπτό από τους λογοκριτές.
Ο Δημήτρης Σαπρανίδης στο βιβλίο του για την Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας τονίζει για τον Ελληνα γελοιογράφο κατά την περίοδο της επταετίας ότι «υπήρξε ενεργητικά υπάκουος έως και αδρανής, εφόσον η πραγματική εικόνα της εξουσίας, με την κωμικότητά της, ακύρωνε κάθε άλλη απομυθοποιητική διαδικασία.
Το γεγονός αυτό, όπως και οι γελοιογραφικοί υπαινιγμοί που “διέλαθαν” της λογοκρισίας, ήταν, επομένως, μέσα στα “καθήκοντά” των γελοιογράφων, αφού αυτοί είχαν μάθει να ψιθυρίζουν τη γλώσσα των συμβόλων πολύ πριν προλάβουν να την αποκωδικοποιήσουν οι λογοκριτές τους».
Ο τότε υφυπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης και πρώην δημοσιογράφος, αυτοεξόριστος στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της χούντας, Τάκης Λαμπρίας, προλογίζοντας τον τόμο αυτόν σημείωνε: «Θα μπορούσε να λεχθεί ότι από όλες τις λειτουργίες της δημοσιογραφίας, η γελοιογραφία είναι από τη φύση της η πιο θωρακισμένη απέναντι των δικτατοριών. Η λέξη “αλεξίδουλη” θα την χαρακτήριζε σωστά – αν βέβαια υπήρχε στο γλωσσικό μας οπλοστάσιο.
Πράγματι, ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι δημοσιογράφοι αναγκάζονται να υποταχθούν στην προληπτική ή την (ακόμη φοβερότερη) κατασταλτική λογοκρισία, οι γελοιογράφοι βρίσκουν τον τρόπο ν’ ανοίξουν έστω μια χαραμάδα στα σκοτάδια. Κι από την χαραμάδα αυτή χύνουν το φως το ιλαρόν. Την “αλεξιδουλεία” της γελοιογραφίας τη νιώσαμε όλοι οι Ελληνες -μέσα και έξω από την Ελλάδα- κατά τη ζοφερή επταετία.
Οι ζηλωτές του ολοκληρωτισμού και εφαρμοστές του αστυνομικού κράτους ταπείνωναν τον λαό ακόμη και με την έλλειψη της σοβαρότητάς τους. Την άμεση και θερμή εκδίκηση του λαού εξέφραζαν στις δύσκολες εκείνες ώρες οι Ελληνες γελοιογράφοι. Κι αντιμετώπιζαν κινδύνους που ήσαν τόσο σοβαροί όσο πιο “αστεία” ήσαν τα έργα τους».
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι Ελληνες γελοιογράφοι που αντιστάθηκαν στη χούντα με τα έργα τους και το χιούμορ τους. Σε όλο τον κόσμο δημοσιεύονταν σκίτσα και γελοιογραφίες που ενημέρωναν για την κατάσταση στην Ελλάδα, τον αυταρχισμό, την αντιδημοκρατική συμπεριφορά, τις εκτοπίσεις αντιφρονούντων.
«Το θέμα όμως έχει και μιαν άλλη, εξίσου σπουδαία διάσταση: τη διεθνή. Ελεύθεροι αλλ’ εξίσου αγωνιώντες οι μη Ελληνες γελοιογράφοι βοήθησαν -συχνά με αποτελεσματικότητα χιλιάδων μεγαλέξεων- να συνειδητοποιήσει η κοινή γνώμη την απλή αλήθεια της εποχής μας: ότι η δημοκρατία, οι ανθρώπινες αξίες, οι πολιτικές ελευθερίες είναι σήμερα έννοιες αδιαίρετες στην υδρόγειο και όταν τραυματίζονται ή στραγγαλίζονται σε μια περιοχή πάσχουν και υποφέρουν σε διεθνή έκταση.
»Θα ήταν βέβαια υπεραισιόδοξη η προσδοκία ότι το γελοίο σκοτώνει. Εις πείσμα εκατοντάδων, χιλιάδων καλλιτεχνών του μολυβιού και της πένας, δικτάτορες εξακολουθούν να υπάρχουν στον κόσμο μας και να διαπράττουν τις ίδιες απανθρωπίες και τις ίδιες γελοιότητες.
Καταπιεστικά καθεστώτα και ολοκληρωτικά κράτη διατηρούν την ισχύ τους, παρ’ όλο ότι από τις ρωγμές τους ακούγεται πού και πού η κραυγή απογνώσεως ή το γέλιο των απλών ανθρώπων. Αν όμως αληθεύει αυτό που έχει πει ο Μιγκουέλ Ουναμούνο -“εκείνο που πάνω από όλα μισούν οι φασίστες είναι η ευφυΐα”- τότε οι γελοιογράφοι εξακολουθούντας να εργάζονται απτόητοι, επιτελούν μια σπουδαία αποστολή: διευρύνουν επικίνδυνα για τους οποιουσδήποτε εχθρούς των λαϊκών ελευθεριών το χάσμα μεταξύ βίας και ευφυΐας» συμπλήρωνε ο Τάκης Λαμπρίας.
Οι Ελληνες γελοιογράφοι που πήραν μέρος σ’ αυτή την έκθεση ήταν οι Αρχέλαος, Κώστας Βλάχος, Γιώργος Γκέιβελλης, Παναγιώτης Γκιόκας, Φωκίων Δημητριάδης, Λάζαρος Ζήκος, Αντώνης Καλαμάρας, Φαίδων Καλογήρου, Αντώνης Κυριακούλης, Κυρ, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Γιάννης Λογοθέτης, Νίκος Λυμπερόπουλος, Νίκος Μαρουλάκης, Βασίλης Μητρόπουλος, Κώστας Μητρόπουλος, Μποστ, Σπύρος Ορνεράκης, Παπαδάτος, Βαγγέλης Παυλίδης, Σταμάτης Πολενάκης, Δημήτρης Σαπρανίδης, Ηλίας Σκουλάς, Στράτος Στασινός, Πάνος Φλώρος και Βασίλης Χριστοδούλου και μαζί τους συμμετείχαν και 337 ξένοι συνάδελφοί τους.
Η Ελένη Βλάχου, εκδότρια της «Καθημερινής» μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, προλογίζοντας την έκθεση έγραφε: «Και ο πιο φανατικός εχθρός ενός πολιτικού ποτέ δεν θα μπορέσει να βρει τις λέξεις για ν’ αποδώσει τα συναισθήματα που ένας γελοιογράφος μπορεί να κλείσει μέσα σ’ ένα σκίτσο. Και μπορούμε να πούμε, χωρίς δισταγμό, κοιτάζοντας απλώς τις γελοιογραφίες που δημοσιεύονται στον Τύπο μιας χώρας, πως μπορούμε μ’ αυτές να μετρήσουμε ακριβώς το ποσοστό της Ελευθερίας του Τύπου, επομένως και της Δημοκρατίας που απολαμβάνει η χώρα αυτή.
Σχεδόν πάντα η διάθεση του γελοιογράφου είναι οργισμένη και βίαιη και ποτέ δεν εγκαταλείπει ένα θέμα προτού εξαντληθεί· επιμένει ξανά και ξανά, σκοπεύοντας τους ίδιους στόχους, χρησιμοποιώντας όλων των ειδών τις υπερβολές για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Από όλους τους δημοσιογράφους που δουλεύουν στον ελεύθερο Τύπο, αυτός είναι ο πιο ελεύθερος και πάντα ο λόγος του είναι για δικό του λογαριασμό, ποτέ για λογαριασμό της εφημερίδας».
Το σίγουρο είναι ότι αυτή η εμβληματική έκθεση του 1975 με τα πολύ ποιοτικά έργα που παρουσιάστηκαν και τις πάρα πολλές διεθνείς συμμετοχές συνέβαλε στην ενδυνάμωση της αντιφασιστικής συνείδησης και δράσης σε μια εποχή που οι οδυνηρές μνήμες από τη χούντα ήταν ακόμα ζωντανές. Σήμερα, η πλειονότητα των πολιτικών γελοιογράφων εξακολουθούν σθεναρά να δίνουν τη μάχη κατά του φασισμού και των νοσταλγών του Χίτλερ.
Η επιβίωση, όμως, των επονείδιστων απόψεων και πρακτικών του ναζισμού αποδεικνύει ότι μαζί με τη γελοιογραφική σάτιρα, τη λοιδορία, το χιούμορ, το ξεφτίλισμα των μισανθρώπων χρειάζονται ακόμη πιο δυναμικές πρωτοβουλίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου