Γράφει ο Γιώργος Δουατζής
Πώς σε κατάντησαν πατρίδα οι δημοκόποι
πώς...
με περιούσιο λαό χωρίς περιουσία
σε εξαπάτησαν με ψεύτικα φτιασίδια
σε κλείσανε στα τείχη τους
σε αλωνίζουν οι προστάτες
κι έγινες η περήφανη εσύ
τώρα ζητιάνα των βαρβάρων
που της στερήσανε το φως
για να εισπράξουμε έστω αργά
πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη ενοχή
από την ανοχή μας
Α, οι δημοκόποι
πατρίδα πώς...
Νόμισες δεν είναι πόλεμος
γιατί δεν είδες αίματα και τραυματίες
όμως είδες εκείνους τους νεκρούς
σκυμμένους σε κάδους σκουπιδιών
καταμεσήμερο στο κέντρο της πρωτεύουσας
ικέτες στα απορρίμματα μεγακαταστημάτων
τους πεινασμένους, τους εξάγγελους
νεκρούς να επαιτούν
τους είδες
Πόσοι
σκοτωμένοι βαδίζουν στους δρόμους
πόσοι να ήξερες
άβουλοι, ρομπότ, νεκροί
μες τα πανάκριβα κοστούμια
δεκαετίες τα κουτιά της αποχαύνωσης
έφεραν υπαρξιακές μονώσεις
έγιναν όλα κύκλοι γκρι
γύρω μάτια οθόνες παγωμένες
χέρια τυφλού ζητούν προορισμό
κάννες βενζιναντλίας στον κρόταφο
και φερμουάρ πασίκλειστα στο στόμα
Αναρωτιέμαι ακόμα δυστυχής
πότε θα γίνει επανάσταση
για τούτη την αόρατη μεγάλη φυλακή
την αφανή ασφυκτική δικτατορία
Εντάξει, με απειλή
και φόβο κυβερνήσατε
με εργαλεία συμπεριφορών ατομικών
χειραγωγήσατε τη μάζα
αλλά πώς καταφέρατε άθλιοι
να φοβηθούμε τον ανύπαρκτο ίσκιο μας
ετεροκινούμενοι και συγχρόνως μακάριοι;
Μια τεράστια χωρίς τοίχους φυλακή
Γίναμε ξενιτεμένοι και ξενόφοβοι
στην ίδια την πατρίδα μας
Ποιος χρόνος τίνος μετράει ποιος;
Πλήθος τα εξαπτέρυγα
και ήρθε το σκοτάδι
μια μάσκα λύπης ολόκληρη η πατρίδα
ο στροβιλισμός στο κενό
μεταξύ εγώ και εαυτού
μας έκανε να ξεχαστούμε, να ξεχάσουμε
και φτιάξαμε κατασκευές
να κρύψουμε τις αυταπάτες
ένδεοι
όπως αποστρέφονται τις απορρίψεις
άντρες μεγαλόσχημοι
και τον καθρέφτη τους
οι γερασμένες ντίβες
Α, πόσο θα ομόρφαινε ο κόσμος
χωρίς θεόσταλτους κι εντεταλμένους
ευήθεις καταναλωτές
αυτέγκλειστους και δειλούς
αναχωρητές τσιμέντου κι αυταπάτης
εκπρόσωπους και ανθ’ ημών
υποσχόμενους και αφελείς
μακάριους
Α, πόσο θα ομόρφαινε χωρίς
Ξέρω
δεν πάλεψες
για ταύτιση με τα σκουπίδια
δεν είχες στόχο τέτοιο
μα στην πορεία αφέθηκες
και σε έκαναν απόρριμμα
χάρτινο καραβάκι παιδικό
σε ρυπαρούς χειμάρρους
Αυτόν τον κόσμο φτιάξαμε;
Γι αυτόν αγωνιστήκαμε;
Πώς θα κοιτάξουμε στα μάτια τα παιδιά;
Τύψεις που δεν αντέδρασες
όσο και όταν το καλούσαν
οι μέρες, οι ώρες, οι στιγμές
Η μη αντίδραση βαριά συνενοχή
άσε το «πού μας φτάσανε»
«πού και πώς φτάσαμε»
να αναρωτιέσαι
Και τώρα
τάχα ώριμος
λες, λέω πάλι και ξανά
πως δεν μετείχα, δεν μετέχεις
άρα δεν φέρουμε κανένα ίχνος ενοχής
Μα τότε, πώς κατάντησε
ζητιάνα η πατρίδα;
Πότε θα γυρίσεις την πλάτη
στις ψεύτικες ανάγκες
πότε θα πάψει η αφέλειά σου
να παράγει τον πλούτο άλλων
πότε η περήφανη διαφυγή
από την υποθήκευση ολόκληρης ζωής
σε έγχρωμες κάρτες
Πόσος αγώνας χρειάζεται
να βρεις κρυμμένη στα ελάχιστα
την ευτυχία;
Και σε παρακαλώ να μη ξεχνάς
πως
δεν υπάρχει πιο μεγάλη ενοχή
από την ανοχή μας
είναι πόλεμος μόνο με ηττημένους
οι σκοτωμένοι παίρνουν εκδίκηση
ως κι από τα όνειρά μας
αυτή η τεράστια ζωογόνα ανατροπή
που μοιάζει σκοτεινή
έχει στα σπλάχνα της πολύ
και σπάνιο κρυμμένο φως
αυτό το κύμα της οργής
μπορεί να πάρει ανατροπής μορφή
ανάτασης, δημιουργίας
Μην ξεχνάς σου λέω μην
και είναι άγια η προτροπή
αφού
έτσι προστάζουν οι Ποιητές
οι ανάγκες, η δίψα, οι ελπίδες
όσοι απέμειναν άνθρωποι
τα αγέννητα, τα τωρινά παιδιά
έτσι προστάζουν
Να ήξερες με πόσο
λίγη αγάπη
θα άλλαζε ο κόσμος...
Αποσπάσματα από το βιβλίο – ποίημα «Πατρίδα των καιρών» του Γιώργου Δουατζή, Εκδόσεις Καπόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου