Το «Πρώτο Θέμα» ήταν εκεί, στην πλατεία των επεισοδίων, όπου συνυπάρχουν έφηβοι και καλλιτέχνες, ποδοσφαιρόφιλοι και καρναβαλιστές, ευέξαπτοι νέοι, ακραία στοιχεία και κάποιοι που δεν μπορούν να δεχθούν τη διαφορετικότητα.
της Τίνας Μανδηλαρά
Αν θες πραγματικά να δεις πού χτυπά η καρδιά μιας πόλης αρκεί να πας στο κέντρο της - μόνο που η Πλατεία Αριστοτέλους είναι κάτι παραπάνω από αυτό: είναι το μέρος όπου συναντιούνται όλοι οι πολιτισμοί, από το βυζαντινό και αυτοκρατορικό παρελθόν μέχρι το κοσμοπολίτικο και το πιο λαϊκό.
Είναι η πλατεία που δείχνει ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: προς την ανοιχτοσύνη της θάλασσας και τη μεγαλοπρέπεια του δάσους του Σέιχ Σου, αλλά και είναι συνδεδεμένη με αξέχαστα ή δυσάρεστα έως και τραγικά γεγονότα, όπως αυτά της περασμένης βδομάδας.
Είναι η πλατεία που συνευρίσκονται τα Σαββατόβραδα οι σινεφίλ και οι ακραίοι, ομάδες καλλιτεχνών και ευέξαπτων εφήβων κάποιες φορές με εκρηκτικά αποτελέσματα.
Τουλάχιστον, αυτό ζήσαμε απο κοντά, τις μέρες που διεξαγόταν το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, κάτι που μας επιβεβαιώνουν όσοι γνωρίζουν την ανθρωπογεωγραφία της πλατείας που αλλάζει, ανάλογα με την περίσταση, περιλαμβάνοντας τη μια μέρα ομάδες ακραίων και την άλλη χαρούμενους καρναβαλιστές, που μετατρέπουν τον χώρο σε ιδανικό μέρος για χορό.
Τα παγκάκια, όπου κάτσαμε για να απολαύσουμε το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα του Βορρά, δίνουν την ευκαιρία σε πολύ κόσμο να μπορεί να χαρεί την πλατεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πιο σκοτεινές γωνιές της, ανάμεσα στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά και τα Τ-shirts που γράφουν πάνω «Θεσσαλονίκη», δεν κρύβουν διάφορα στοιχεία που δεν θέλουν την αλλαγή και τη διαφορετικότητα φτάνοντας ακόμα και στην παράλογη βία.
Χαλαρά vs Μοντέρνα
Το είχαμε δει στην περίπτωση του Αλκη Καμπανού, που βγήκε να περπατήσει αμέριμνα, σε κάποια άλλη γωνιά της πόλης, και κάποιοι δεν το «επέτρεψαν» στερώντας του τη ζωή, το είδαμε στην περίπτωση της επίθεσης το περασμένο Σάββατο το βράδυ σε μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, το βλέπουμε κάθε φορά που υπάρχει ντέρμπι των μεγάλων αντιπάλων.
Η Θεσσαλονίκη, όμως, δεν είναι μόνο αυτό: είναι η πόλη που ήταν πάντοτε συνώνυμη με την πρωτοπορία και τον κοσμοπολιτισμό, που έκλεισε στους κόλπους της Μικρασιάτες, Εβραίους, Αρμένιους, πρόσφυγες που έζησαν για χρόνια αρμονικά διδάσκοντας στην υπόλοιπη Ελλάδα τι σημαίνει πολυπολιτισμική συνεύρεση.
Είναι η πόλη που αποκαλύπτει το βυζαντινό φως για το οποίο μιλούσε ο δικός της Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, είναι ταυτόχρονα η ρεαλιστική Σαλόνικα του Ιωάννου, η σεβάσμια αρχόντισσα του Πεντζίκη, η πλανεύτρα του Σκαμπαρδώνη.
Η καρδιά της, που είναι η πλατεία Αριστοτέλους, αντίστοιχα κρύβει τα πάντα, συμπυκνώνοντας στους διαφορετικούς χώρους της όλες της «φυλές»: αρκεί να ακολουθήσεις τις μυρωδιές από τα ψητά για να βγεις στην Εγνατία όπου κυριαρχούν τα φαγάδικα, να φτάσεις μέχρι την είσοδο της αγοράς στο Καπάνι με τα μπαχάρια και τα σπάνια βότανα, να πιάσεις κουβέντα με τους πλανόδιους εμπόρους που πουλάνε από μάλλινα που φέρνουν από τη Ρωσία μέχρι γλυκά ντόπιας προέλευσης.
Κάθε φορά που περνάμε, βλέπουμε χαρακτηριστικά τον ίδιο μουσικό να παίζει ποντιακή λύρα -πού αλλού στην Ελλάδα μπορείς να δεις κάτι τέτοιο;-και διάφορους ηθοποιούς να στήνουν τη δική τους αυτοσχέδια παράσταση συγκεντρώνοντας την προσοχή των περαστικών.
Η ανθρωπογεωγραφία της πλατείας αλλάζει, ωστόσο, όσο κατεβαίνεις στο κάτω μέρος της προς τη θάλασσα, δείχνοντας όλες τις εναλλαγές ενός μέρους που φτιάχτηκε ακριβώς για να εκφράσει αυτή τη ζύμωση: είναι η πλατεία που διαμορφώθηκε μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ, ο οποίος οραματίστηκε αυτόν τον ιδανικό άξονα που θα ξεκινούσε από τη θάλασσα και θα κατέληγε στην περίφημη Ρωμαϊκή Αγορά, συνοψίζοντας το βυζαντινό παρελθόν και τη δυτική μεγαλοπρέπεια της πόλης.
Πολλοί είναι αυτοί που υποστήριξαν ότι το όραμα του Εμπράρ ταυτιζόταν με τις ιταλικές του καταβολές και τη γαλλική του ταυτότητα, με τις αψίδες που είχε δει στη Φλωρεντία και την ανοιχτοσύνη των μεγάλων βουλεβάρτων (στην αρχική της μορφή την πλατεία διέσχιζαν αυτοκίνητα και δεν ήταν πεζοδρομημένη, όπως σήμερα).
Σημεία-σταθμός για την Αριστοτέλους και την ιστορία της πόλης ήταν τα εμβληματικά κτίρια -και ίσως τα πιο όμορφα της πόλης- όπου σήμερα στεγάζονται το ξενοδοχείο «Ηλέκτρα» από τη μια και το «Ολύμπιον» από την άλλη, συνώνυμο με την ιστορία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την αριστοκρατική ταυτότητα της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου