Ενας χαμηλόμισθος ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ για 15 έτη εξασφαλίζει σύνταξη ίση με το 77% της σύνταξης που θα εξασφάλιζε αν συμπλήρωνε τα διπλάσια έτη ασφάλισης.
Την ίδια στιγμή, εάν κάποιος εργαζόμενος εξασφαλίσει υψηλότερο μισθό, περίπου 40.000 ευρώ σε ετήσια βάση, η επιβάρυνση εργοδότη και εργαζομένου για φόρους και εισφορές οδηγούν στην πράξη σε «δέσμευση» από το κράτος περίπου του 60% των χρημάτων.
Μάλιστα, εκτιμάται πως η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ανώτατα όρια ασφαλιστέων αποδοχών, σχεδόν 4 φορές υψηλότερα από το μέσο εισόδημα, γεγονός που καθιστά ακόμη δυσχερέστερη την επίτευξη συμφωνιών για υψηλότερους μισθούς.
Το πολύ υψηλό ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, το σημαντικά αυξημένο κόστος εργασίας κυρίως για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και η μικρή ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος δημιουργούν ένα εκρηκτικό, αντιαναπτυξιακό κοκτέιλ, με στοιχεία έντονης στρέβλωσης στην ελληνική αγορά εργασίας.
Ανοικτά ζητήματα
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι 3 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου έχει ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το ασφαλιστικό, και μάλιστα αυτή τη φορά δεν επικεντρώνεται μόνο στη δημοσιονομική του βιωσιμότητα αλλά αγγίζει και την εσωτερική του δικαιοσύνη.
Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, έρχεται στο προσκήνιο πρόταση για μείωση του ανώτατου ορίου αποδοχών επί των οποίων επιβάλλονται εισφορές, που σήμερα, ακολουθώντας τον κατώτατο μισθό, ανέρχονται σε 6.500 ευρώ τον μήνα και 78.000 ευρώ τον χρόνο.
Πιθανή μείωση του πλαφόν, εκτιμούν οι ειδικοί μιλώντας στην «Κ», θα δημιουργούσε κίνητρα ασφάλισης, θα «άσπριζε» ένα σημαντικό μέρος από το «μαύρο» χρήμα που διακινείται, κυρίως στους κλάδους του τουρισμού και του επισιτισμού, που χαρακτηρίζονται από την έντονη εποχικότητα και θα ωθούσε την ανάπτυξη, καθώς θα άνοιγε τη στρόφιγγα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Οπως αποδεικνύεται άλλωστε από τα στοιχεία που παρουσίασε το ΙΟΒΕ στη μελέτη του για μια νέα συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, το ισχύον σύστημα ασφάλισης οδηγεί σε ένα άδικο και μη ανταποδοτικό σύστημα, με συντελεστές αναπλήρωσης που δεν ανταποδίδουν δίκαια τις καταβαλλόμενες εισφορές, λειτουργώντας περισσότερο ως προνοιακό και φορολογικό σύστημα και λιγότερο ως ασφαλιστικό.
Μεγάλες επιβαρύνσεις
Αναλυτικά, όπως αποκαλύπτει το ΙΟΒΕ, οι υποχρεωτικές μη κεφαλαιοποιητικές εισφορές για σύνταξη ανέρχονται σε 27%, κατατάσσοντας τη χώρα μας σε μία από τις πρώτες θέσεις των χωρών με τις υψηλότερες επιβαρύνσεις, ενώ το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εκτιμάται στο 390% του μέσου εισοδήματος, με μόνη τη Σλοβακία να έχει υψηλότερο όριο (700% του μέσου εισοδήματός της χώρας) στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 101%, στη Γερμανία 156% και στην Ισπανία 164%. Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία του ιδρύματος και για το υψηλότατο κόστος εργασίας για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Εισφορές και φόροι για ετήσιο εισόδημα μεταξύ 40.000 και 80.000 ευρώ αγγίζουν το 60%, συνεισφέροντας στην αύξηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη μετανάστευση εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες (brain drain).
Μεγάλο έλλειμμα ανταποδοτικότητας
Η κριτική επικεντρώνεται και στο σημαντικό έλλειμμα ανταποδοτικότητας που χαρακτηρίζει το ελληνικό σύστημα, μετά και την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου.
Ανταποδοτικότητα που στην πράξη λειτουργεί ως αντικίνητρο ασφάλισης για διάστημα εργασίας μεγαλύτερο από 15 έτη.
Και αυτό γιατί ένας χαμηλόμισθος, ύστερα από 15 έτη ασφάλισης, λαμβάνει, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, σύνταξη της τάξης των 413 ευρώ που αντιστοιχεί στο 77% της σύνταξης που θα λάβει κάποιος που θα επιλέξει να ασφαλιστεί για τα διπλάσια (30) έτη.
Στο αντιαναπτυξιακό αυτό μείγμα πρέπει να προστεθούν και οι επιδοματικές πολιτικές του κράτους, που εφαρμόζονται όμως χωρίς σχεδιασμό και χωρίς έλεγχο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τάση αποφυγής της ασφάλισης, να διευρύνεται η ανασφάλιστη εργασία και να χάνονται υψηλοί πόροι από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα να κερδίζουν αυτοί που εφευρίσκουν συνεχώς «τρύπες» στο σύστημα.
Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα κάποιος εργαζόμενος σε κλάδο με έντονη εποχικότητα θα επιλέξει να συμφωνήσει με τους εργοδότες του να εργάζεται για το σύνολο του εργασιακού βίου του μόλις 100 ημέρες τον χρόνο. Θα λαμβάνει για άλλες 80 ημέρες επίδομα ανεργίας και θα καταφέρει να λάβει σύνταξη της τάξης των 502 ευρώ, έχοντας πληρώσει στο σύστημα μόλις 13.700 ευρώ. Θα κάνει, δηλαδή, «απόσβεση» σε 2 χρόνια και 3 μήνες.
Στον αντίποδα, κάποιος που εργάζεται για 40 συνεχή χρόνια, με μέσο μισθό 900 ευρώ, θα λάβει τελικά σύνταξη περίπου 830 ευρώ, με τους εργοδότες του και τον ίδιο να έχουν συνεισφέρει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης περισσότερα από 207.200 ευρώ.
Για αυτόν, η «απόσβεση» της σύνταξης θα ολοκληρωθεί έπειτα από 21 χρόνια...
http://www.kathimerini.gr/
Την ίδια στιγμή, εάν κάποιος εργαζόμενος εξασφαλίσει υψηλότερο μισθό, περίπου 40.000 ευρώ σε ετήσια βάση, η επιβάρυνση εργοδότη και εργαζομένου για φόρους και εισφορές οδηγούν στην πράξη σε «δέσμευση» από το κράτος περίπου του 60% των χρημάτων.
Μάλιστα, εκτιμάται πως η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ανώτατα όρια ασφαλιστέων αποδοχών, σχεδόν 4 φορές υψηλότερα από το μέσο εισόδημα, γεγονός που καθιστά ακόμη δυσχερέστερη την επίτευξη συμφωνιών για υψηλότερους μισθούς.
Το πολύ υψηλό ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, το σημαντικά αυξημένο κόστος εργασίας κυρίως για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και η μικρή ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος δημιουργούν ένα εκρηκτικό, αντιαναπτυξιακό κοκτέιλ, με στοιχεία έντονης στρέβλωσης στην ελληνική αγορά εργασίας.
Ανοικτά ζητήματα
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι 3 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου έχει ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το ασφαλιστικό, και μάλιστα αυτή τη φορά δεν επικεντρώνεται μόνο στη δημοσιονομική του βιωσιμότητα αλλά αγγίζει και την εσωτερική του δικαιοσύνη.
Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, έρχεται στο προσκήνιο πρόταση για μείωση του ανώτατου ορίου αποδοχών επί των οποίων επιβάλλονται εισφορές, που σήμερα, ακολουθώντας τον κατώτατο μισθό, ανέρχονται σε 6.500 ευρώ τον μήνα και 78.000 ευρώ τον χρόνο.
Πιθανή μείωση του πλαφόν, εκτιμούν οι ειδικοί μιλώντας στην «Κ», θα δημιουργούσε κίνητρα ασφάλισης, θα «άσπριζε» ένα σημαντικό μέρος από το «μαύρο» χρήμα που διακινείται, κυρίως στους κλάδους του τουρισμού και του επισιτισμού, που χαρακτηρίζονται από την έντονη εποχικότητα και θα ωθούσε την ανάπτυξη, καθώς θα άνοιγε τη στρόφιγγα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Οπως αποδεικνύεται άλλωστε από τα στοιχεία που παρουσίασε το ΙΟΒΕ στη μελέτη του για μια νέα συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, το ισχύον σύστημα ασφάλισης οδηγεί σε ένα άδικο και μη ανταποδοτικό σύστημα, με συντελεστές αναπλήρωσης που δεν ανταποδίδουν δίκαια τις καταβαλλόμενες εισφορές, λειτουργώντας περισσότερο ως προνοιακό και φορολογικό σύστημα και λιγότερο ως ασφαλιστικό.
Μεγάλες επιβαρύνσεις
Αναλυτικά, όπως αποκαλύπτει το ΙΟΒΕ, οι υποχρεωτικές μη κεφαλαιοποιητικές εισφορές για σύνταξη ανέρχονται σε 27%, κατατάσσοντας τη χώρα μας σε μία από τις πρώτες θέσεις των χωρών με τις υψηλότερες επιβαρύνσεις, ενώ το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εκτιμάται στο 390% του μέσου εισοδήματος, με μόνη τη Σλοβακία να έχει υψηλότερο όριο (700% του μέσου εισοδήματός της χώρας) στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 101%, στη Γερμανία 156% και στην Ισπανία 164%. Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία του ιδρύματος και για το υψηλότατο κόστος εργασίας για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Εισφορές και φόροι για ετήσιο εισόδημα μεταξύ 40.000 και 80.000 ευρώ αγγίζουν το 60%, συνεισφέροντας στην αύξηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη μετανάστευση εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες (brain drain).
Μεγάλο έλλειμμα ανταποδοτικότητας
Η κριτική επικεντρώνεται και στο σημαντικό έλλειμμα ανταποδοτικότητας που χαρακτηρίζει το ελληνικό σύστημα, μετά και την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου.
Ανταποδοτικότητα που στην πράξη λειτουργεί ως αντικίνητρο ασφάλισης για διάστημα εργασίας μεγαλύτερο από 15 έτη.
Και αυτό γιατί ένας χαμηλόμισθος, ύστερα από 15 έτη ασφάλισης, λαμβάνει, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, σύνταξη της τάξης των 413 ευρώ που αντιστοιχεί στο 77% της σύνταξης που θα λάβει κάποιος που θα επιλέξει να ασφαλιστεί για τα διπλάσια (30) έτη.
Στο αντιαναπτυξιακό αυτό μείγμα πρέπει να προστεθούν και οι επιδοματικές πολιτικές του κράτους, που εφαρμόζονται όμως χωρίς σχεδιασμό και χωρίς έλεγχο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τάση αποφυγής της ασφάλισης, να διευρύνεται η ανασφάλιστη εργασία και να χάνονται υψηλοί πόροι από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα να κερδίζουν αυτοί που εφευρίσκουν συνεχώς «τρύπες» στο σύστημα.
Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα κάποιος εργαζόμενος σε κλάδο με έντονη εποχικότητα θα επιλέξει να συμφωνήσει με τους εργοδότες του να εργάζεται για το σύνολο του εργασιακού βίου του μόλις 100 ημέρες τον χρόνο. Θα λαμβάνει για άλλες 80 ημέρες επίδομα ανεργίας και θα καταφέρει να λάβει σύνταξη της τάξης των 502 ευρώ, έχοντας πληρώσει στο σύστημα μόλις 13.700 ευρώ. Θα κάνει, δηλαδή, «απόσβεση» σε 2 χρόνια και 3 μήνες.
Στον αντίποδα, κάποιος που εργάζεται για 40 συνεχή χρόνια, με μέσο μισθό 900 ευρώ, θα λάβει τελικά σύνταξη περίπου 830 ευρώ, με τους εργοδότες του και τον ίδιο να έχουν συνεισφέρει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης περισσότερα από 207.200 ευρώ.
Για αυτόν, η «απόσβεση» της σύνταξης θα ολοκληρωθεί έπειτα από 21 χρόνια...
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου