Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Πώς η κρίση αφάνισε ιστορικές επιχειρήσεις


του Ανέστη Ντόκα

Η πρωτοφανής ύφεση που πλήττει την Ελλάδα από το 2008 προκάλεσε την κατάρρευση ιστορικών επιχειρήσεων. 

Γνωστά ονόματα της βιομηχανίας και του εμπορίου τελικά δεν απέφυγαν την πτώχευση, αφού δεν κατάφεραν να βρουν λύση απέναντι στο κλείσιμο των πιστωτικών γραμμών που εφάρμοσαν οι τράπεζες και
σε συνδυασμό με τον υψηλό δανεισμό που μετέφεραν από τα προηγούμενα χρόνια, χρεοκόπησαν. Ακόμη και εταιρείες που μεταπωλήθηκαν για να διασωθούν δεν τα κατάφεραν και με τους νέους ιδιοκτήτες τους είχαν το ίδιο τέλος.

Ισως η πιο επιτυχημένη μεταβίβαση εταιρείας σε fund του εξωτερικού ήταν της «M.I. Μαΐλλης» στην SPV HIG Luxembourg Holdings. Η προσπάθεια του ιδρυτή και τέως προέδρου της επιχείρησης Μιχαήλ Μαΐλλη ήταν να διασωθεί η ιστορική επιχείρηση από τα υψηλά χρέη της και να συνεχίσει να δραστηριοποιείται. Μάλιστα, η συμφωνία προβλέπει ότι η έδρα της ελληνικής επιχείρησης θα παραμείνει στην Αθήνα.

Η πιο πρόσφατη περίπτωση ιδρυτή επιχείρησης που αποχώρησε από την εταιρεία του λόγω υψηλών δανειακών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να κεφαλαιοποιηθούν τα χρέη και να αναλάβουν οι τράπεζες το management, ήταν ο κ. Γιάννης Στεφανής, ιδρυτής της Σελόντα.

To 1981 o 38χρονος τότε Γιάννης Στεφανής αποφάσισε να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και από ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της διαφημιστικής εταιρείας Spot βρέθηκε στην περιοχή της Νέας Επιδαύρου να στήνει τους πρώτους κλωβούς με ψάρια στα νερά του Σαρωνικού.

Η Σελόντα ήταν η πρώτη εταιρεία του χώρου που εξασφάλισε κοινοτικά κονδύλια και από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε μια ξέφρενη ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα να φτάσει να ηγείται του κλάδου μαζί με τον Νηρέα.

Ηταν μάλιστα και η πρώτη εταιρεία του κλάδου που πέρασε την πόρτα της Σοφοκλέους το 1994, ανοίγοντας τον δρόμο και στις άλλες ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες να αναζητήσουν φθηνά κεφάλαια από την αγορά. Ωστόσο, στην πορεία, δεν τα κατάφερε...

Πικρές ιστορίες θα μπορούσαν να διηγηθούν πολλοί εργαζόμενοι για ελληνικές επιχειρήσεις που για δεκαετίες ήταν ανθηρές, αλλά η πολυετής ύφεση σάρωσε τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας. Για παράδειγμα, η καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη, μία από τις τελευταίες παραδοσιακές επιχειρήσεις στο κλάδο καπνού (έχουν απομείνει η «Καρέλιας» και η ΣΕΚΑΠ) γονάτισε από τον υψηλό δανεισμό.

Οπως διεφάνη από τις εξελίξεις, η οικογένεια Φαντοπούλου, που είναι οι βασικοί μέτοχοί της, δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν οικονομικά την επιχείρηση. Το θετικό σενάριο για τους εργαζομένους θα ήταν η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη είχε ιδρυθεί το 1938 και η ναυαρχίδα των σημάτων της ήταν το αντινικότ «22».

Τα τελευταία χρόνια οι πωλήσεις της έφθιναν και η επιχείρηση εμφάνιζε ζημίες από την πρώτη γραμμή των κερδών, αφού το κόστος πωλήσεων ξεπερνούσε τον συνολικό τζίρο. Η αδυναμία εξαγωγών προέκυψε για πρώτη φορά στις αρχές του 2010. Και αυτό γιατί καταλογίστηκαν πρόστιμα από το Δημόσιο για διαφυγόντες δασμούς.

Η εταιρεία προσέφυγε στα δικαστήρια, αλλά ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση δεσμεύθηκαν οι τραπεζικές εγγυήσεις της, κάτι που έφερε και την αδυναμία εξαγωγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις της εταιρείας το 2010 κατακρημνίστηκαν στις 748.000 ευρώ έναντι 5 εκατ. ευρώ το 2009.

Ο τελευταίος δημοσιοποιημένος ισολογισμός του 2011 κατέγραψε πωλήσεις 317.000 ευρώ και συσσωρευμένες ζημίες 10 εκατ. ευρώ. Η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας κ. Ιωάννα Φαντοπούλου προσπάθησε να παίξει το τελευταίο χαρτί το 2011 ποντάροντας υποχρεωτικά στην εγχώρια αγορά.

Λάνσαρε το σήμα MG Gold με τιμή 2,60 ευρώ, συμπιέζοντας τα περιθώρια κέρδους, έτσι ώστε να διατηρηθεί στην αγορά. Μάλιστα, αύξησε την προμήθεια των λιανοπωλητών (περίπτερα, ψιλικατζίδικα κ.λπ.) και με μια δραματική σε τόνο επιστολή της προς τους συνδέσμους των περιπτερούχων ζήτησε τη στήριξή τους ώστε να βοηθηθεί μια μικρή αμιγώς ελληνική καπνοβιομηχανία.

Το πείραμα δεν πέτυχε, υπήρξαν καταγγελίες από την πλευρά της για πόλεμο από τις πολυεθνικές και έτσι η επιχείρηση που κάποτε απασχολούσε 80 εργαζομένους έφθασε στο σημερινό αδιέξοδο.

Η Ατλάντικ, η πέμπτη μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ της χώρας, πριν κλείσει, βυθίστηκε επίσης υπό το βάρος των δανειακών υποχρεώσεων, οδηγώντας στην ανεργία πάνω από 3.000 εργαζομένους και προκαλώντας ζημίες σε 1.500 και πλέον προμηθευτές.

Καθοριστικής σημασίας ήταν και η κόντρα ανάμεσα στους βασικούς μετόχους, την οικογένεια Αποστόλου και την οικογένεια Λαουτάρη, στη διάρκεια της οποίας εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν σκληρές κατηγορίες. Μάλιστα, η διαμάχη των δύο πλευρών έφθασε μέχρι το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Οι συνέπειες του υπερδανεισμού

Η νέα γενιά των πτωχευμένων εταιρειών του 21ου αιώνα δημιουργήθηκε αρκετά χρόνια πριν η Ελλάδα εισέλθει στην Ευρωζώνη και απελευθερωθεί η στεγαστική και επιχειρηματική πίστη στην Ελλάδα.

Η επιθετική συμπεριφορά των ιδιοκτητών πολλών επιχειρήσεων που τυφλώθηκαν από τη λάμψη του υπερδανεισμού, το εύκολο και πολύ χρήμα που λάμβαναν από τις τράπεζες, χωρίς μάλιστα να έχουν τις απαραίτητες εγγυήσεις, τους ώθησε σε κινήσεις εντυπωσιασμού απέναντι στους ανταγωνιστές τους αδιαφορώντας για τις συνέπειες του υπερδανεισμού.

Ακόμη και στην αρχή της ύφεσης το 2008, πολλοί επιχειρηματίες δεν αντελήφθησαν τον τυφώνα που θα ακολουθούσε και συνέχισαν να δανείζονται. Από το β΄ εξάμηνο του 2012 οι υπερδανεισμένες εταιρείες είχαν πλέον πρόβλημα με τις γραμμές πίστωσης των τραπεζών.

Οταν οι τράπεζες ζήτησαν από τους επιχειρηματίες να βάλουν το χερι στην τσέπη για να σώσουν τις εταιρείες ήταν μάλλον αργά. Η λύση των στρατηγικών επενδυτών, που επίσης αξιοποιήθηκε, δεν απέδωσε.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom