Στις 7 Ιούνη 1942, 14 μήνες μετά από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων και την Κατοχή της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Άρης Βελουχιώτης (κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας) επικεφαλής μιας μικρής ένοπλης ομάδας ξεκινούσε από τη Δομνίστα Ευρυτανίας μια μεγάλη πορεία προς το Λαό και την ελευθερία του.
Μέσα σε λίγους μήνες οι πρώτες αντάρτικες ομάδες θα ξεπεράσουν τις δυσκολίες και θα μετεξελιχθούν σε έναν αξιόμαχο και μαζικό λαϊκό στρατό, τον θρυλικό ΕΛΑΣ των χιλιάδων αγωνιστών της Λευτεριάς και της Λαοκρατίας.
Τρία χρόνια και κάτι μέρες αργότερα, πάλι Ιούνη, στις 16, ο «Πρώτος του Αγώνα» αποκηρυγμένος από το Κόμμα του το ΚΚΕ, αποκομμένος από τις οργανώσεις, κυνηγημένος από την Εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες αυτοκτόνησε στη Μεσούντα της Άρτας μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Τζαβέλα.
Τα κεφάλια τους αποκόπηκαν και εκτέθηκαν σε κοινή θέα κρεμασμένα σε έναν φανοστάτη στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Στο ίδιο μέρος που – τι ειρωνεία – μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα ο γραμματέας του ΕΑΜ Μήτσος Παρτσαλίδης αιτιολογώντας τη Βάρκιζα παρείχε διαβεβαιώσεις για τις μεγάλες δυνατότητες του κινήματος να επιβάλει μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Τι οδήγησε τον πρωτοκαπετάνιο του δεύτερου μαζικότερου αντιφασιστικού αντιστασιακού κινήματος της Ευρώπης στην απειθαρχία απέναντι στη Συμφωνία της Βάρκιζας και την αυτοκτονία, αποτελεί πεδίο επιστημονικής – και πρωτίστως πολιτικής – αντιπαράθεσης έως σήμερα.
Επιτρέψτε μου ωστόσο στην επέτειο των 70 χρόνων από το θάνατο του Άρη να μη σταθώ στο σωστό ή το απονενοημένο του εγχειρήματος του να ξαναβγεί στο κλαρί και να ξεκινήσει δεύτερο αντάρτικο. Να μην αναφερθώ στις όποιες πολιτικές και ηθικές ευθύνες της αποκήρυξης του, στο συμβολισμό και τη βαρβαρότητα της δημόσιας έκθεσης του κομμένου κεφαλιού του. Να μη γράψω για τους συμβιβασμούς και τις ήττες που στοίχειωσαν για δεκαετίες – και ακόμα στοιχειώνουν – την Αριστερά. Να μην μπω στον πειρασμό των παραϊστορικών αλλά τόσο γοητευτικών υποθέσεων του τι θα γινόταν «αν…»
Αφήστε με να τον φανταστώ εκείνη την Κυριακή στις αρχές του Ιούνη του 1942 με φλογερά μάτια και λεβέντικο παράστημα να μπαίνει με τα παλικάρια του στο ευρυτανικό κεφαλοχώρι της Δομνίστας με την ελληνική σημαία μπροστά, τραγουδώντας «Μαυρ’ είναι η νύχτα στα βουνά».
Να μιλά στον παπά και τον πρόεδρο του χωριού, το δάσκαλο και όλους τους χωριανούς για το νέο αρματολίκι, τον αντάρτικο λαϊκό απελευθερωτικό στρατό, τους σκοπούς του ένοπλου αγώνα που άρχιζε εναντίον των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Να ανάβει τη φλόγα της προσδοκίας της απελευθέρωσης στις καρδιές των χωρικών της Ευρυτανίας, της Ρούμελης και όλης της σκλαβωμένης πατρίδας. Να τους προτρέπει να μην πληρώνουν φόρους στο κράτος των δοσιλόγων, να καίει τους φορολογικούς καταλόγους, να διώχνει του κρατικούς υπαλλήλους της «Συγκέντρωσης» και να μοιράζει το σιτάρι στους πεινασμένους.
Να διαλύει τους ληστές, να αφοπλίζει τη Χωροφυλακή και να τιμωρεί αμείλικτα όσους συνεργάζονταν με οποιονδήποτε τρόπο με τους κατακτητές. Να τονίζει πως μόνος του ο λαός με τον αγώνα του θα αποκτήσει τη λευτεριά του. Γιατί ο ένοπλος αγώνας – και όποιος αγώνας – είναι υπόθεση της κοινωνίας.
Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω πώς ο ΕΛΑΣ, με τον Άρη καπετάνιο, υπέσκαψε όλο το πλαίσιο και τους μηχανισμούς εξουσίας του Άξονα, υπονόμευσε την προσπάθεια μετατροπής της Ελλάδας σε πολεμικό στήριγμα των Γερμανών και απελευθέρωσε μεγάλα τμήματα της χώρας δημιουργώντας την Ελεύθερη Ελλάδα. Και όλα αυτά υποστηρίζοντας έμπρακτα και με όλες του τις δυνάμεις τη συμμαχική προσπάθεια.
Επιτρέψτε μου να μιλήσω για το πώς φαινομενικώς συντηρητικά πατριωτικά σύμβολα, όπως η σημαία, αποκτούσαν επαναστατικό περιεχόμενο καθώς οι αντάρτες υποκαθιστούσαν την εξουσία του κράτους με μια νέου τύπου εξουσία, τη λαϊκή εξουσία.
Να μιλήσω για τον ευαγγελισμό ενός οράματος που δε στέκονταν μόνο στην Απελευθέρωση της πατρίδας αλλά πήγαινε πολύ πιο μακριά, στην οικοδόμηση της λαοκρατικής κοινωνίας, στην κοινωνική απελευθέρωση και τη λαϊκή δικαιοσύνη και, γιατί όχι, στο σοσιαλισμό. Για το πώς ο παλαιός κόσμος χάνονταν και ένας καινούργιος ανέτειλε.
Για αυτόν λοιπόν τον Άρη θέλω να μιλήσω. Τον Άρη της Δομνίστας. Δεν ξεχνώ τον Άρη της Μεσούντας μα κρατώ ζωντανό στη μνήμη μου τον Άρη της κοινωνικής και εθνικής Ανάτασης. Τον Βελουχιώτη της Αντίστασης. Τον Άρη της Ελπίδας.
Δε νομίζετε και σεις πως είναι πια καιρός να τελειώνουμε με την κουλτούρα της ήττας;
ημεροδρόμος
Μέσα σε λίγους μήνες οι πρώτες αντάρτικες ομάδες θα ξεπεράσουν τις δυσκολίες και θα μετεξελιχθούν σε έναν αξιόμαχο και μαζικό λαϊκό στρατό, τον θρυλικό ΕΛΑΣ των χιλιάδων αγωνιστών της Λευτεριάς και της Λαοκρατίας.
Τρία χρόνια και κάτι μέρες αργότερα, πάλι Ιούνη, στις 16, ο «Πρώτος του Αγώνα» αποκηρυγμένος από το Κόμμα του το ΚΚΕ, αποκομμένος από τις οργανώσεις, κυνηγημένος από την Εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες αυτοκτόνησε στη Μεσούντα της Άρτας μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Τζαβέλα.
Τα κεφάλια τους αποκόπηκαν και εκτέθηκαν σε κοινή θέα κρεμασμένα σε έναν φανοστάτη στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Στο ίδιο μέρος που – τι ειρωνεία – μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα ο γραμματέας του ΕΑΜ Μήτσος Παρτσαλίδης αιτιολογώντας τη Βάρκιζα παρείχε διαβεβαιώσεις για τις μεγάλες δυνατότητες του κινήματος να επιβάλει μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Τι οδήγησε τον πρωτοκαπετάνιο του δεύτερου μαζικότερου αντιφασιστικού αντιστασιακού κινήματος της Ευρώπης στην απειθαρχία απέναντι στη Συμφωνία της Βάρκιζας και την αυτοκτονία, αποτελεί πεδίο επιστημονικής – και πρωτίστως πολιτικής – αντιπαράθεσης έως σήμερα.
Επιτρέψτε μου ωστόσο στην επέτειο των 70 χρόνων από το θάνατο του Άρη να μη σταθώ στο σωστό ή το απονενοημένο του εγχειρήματος του να ξαναβγεί στο κλαρί και να ξεκινήσει δεύτερο αντάρτικο. Να μην αναφερθώ στις όποιες πολιτικές και ηθικές ευθύνες της αποκήρυξης του, στο συμβολισμό και τη βαρβαρότητα της δημόσιας έκθεσης του κομμένου κεφαλιού του. Να μη γράψω για τους συμβιβασμούς και τις ήττες που στοίχειωσαν για δεκαετίες – και ακόμα στοιχειώνουν – την Αριστερά. Να μην μπω στον πειρασμό των παραϊστορικών αλλά τόσο γοητευτικών υποθέσεων του τι θα γινόταν «αν…»
Αφήστε με να τον φανταστώ εκείνη την Κυριακή στις αρχές του Ιούνη του 1942 με φλογερά μάτια και λεβέντικο παράστημα να μπαίνει με τα παλικάρια του στο ευρυτανικό κεφαλοχώρι της Δομνίστας με την ελληνική σημαία μπροστά, τραγουδώντας «Μαυρ’ είναι η νύχτα στα βουνά».
Να μιλά στον παπά και τον πρόεδρο του χωριού, το δάσκαλο και όλους τους χωριανούς για το νέο αρματολίκι, τον αντάρτικο λαϊκό απελευθερωτικό στρατό, τους σκοπούς του ένοπλου αγώνα που άρχιζε εναντίον των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Να ανάβει τη φλόγα της προσδοκίας της απελευθέρωσης στις καρδιές των χωρικών της Ευρυτανίας, της Ρούμελης και όλης της σκλαβωμένης πατρίδας. Να τους προτρέπει να μην πληρώνουν φόρους στο κράτος των δοσιλόγων, να καίει τους φορολογικούς καταλόγους, να διώχνει του κρατικούς υπαλλήλους της «Συγκέντρωσης» και να μοιράζει το σιτάρι στους πεινασμένους.
Να διαλύει τους ληστές, να αφοπλίζει τη Χωροφυλακή και να τιμωρεί αμείλικτα όσους συνεργάζονταν με οποιονδήποτε τρόπο με τους κατακτητές. Να τονίζει πως μόνος του ο λαός με τον αγώνα του θα αποκτήσει τη λευτεριά του. Γιατί ο ένοπλος αγώνας – και όποιος αγώνας – είναι υπόθεση της κοινωνίας.
Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω πώς ο ΕΛΑΣ, με τον Άρη καπετάνιο, υπέσκαψε όλο το πλαίσιο και τους μηχανισμούς εξουσίας του Άξονα, υπονόμευσε την προσπάθεια μετατροπής της Ελλάδας σε πολεμικό στήριγμα των Γερμανών και απελευθέρωσε μεγάλα τμήματα της χώρας δημιουργώντας την Ελεύθερη Ελλάδα. Και όλα αυτά υποστηρίζοντας έμπρακτα και με όλες του τις δυνάμεις τη συμμαχική προσπάθεια.
Επιτρέψτε μου να μιλήσω για το πώς φαινομενικώς συντηρητικά πατριωτικά σύμβολα, όπως η σημαία, αποκτούσαν επαναστατικό περιεχόμενο καθώς οι αντάρτες υποκαθιστούσαν την εξουσία του κράτους με μια νέου τύπου εξουσία, τη λαϊκή εξουσία.
Να μιλήσω για τον ευαγγελισμό ενός οράματος που δε στέκονταν μόνο στην Απελευθέρωση της πατρίδας αλλά πήγαινε πολύ πιο μακριά, στην οικοδόμηση της λαοκρατικής κοινωνίας, στην κοινωνική απελευθέρωση και τη λαϊκή δικαιοσύνη και, γιατί όχι, στο σοσιαλισμό. Για το πώς ο παλαιός κόσμος χάνονταν και ένας καινούργιος ανέτειλε.
Για αυτόν λοιπόν τον Άρη θέλω να μιλήσω. Τον Άρη της Δομνίστας. Δεν ξεχνώ τον Άρη της Μεσούντας μα κρατώ ζωντανό στη μνήμη μου τον Άρη της κοινωνικής και εθνικής Ανάτασης. Τον Βελουχιώτη της Αντίστασης. Τον Άρη της Ελπίδας.
Δε νομίζετε και σεις πως είναι πια καιρός να τελειώνουμε με την κουλτούρα της ήττας;
ημεροδρόμος
1 σχόλιο:
http://eyrytixn.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html
Δημοσίευση σχολίου