της Έλσας Παπαγεωργίου
Σε αντίθεση λοιπόν με τα λουλούδια που μπορεί να προσφέρουν οι Πασπίτες και Δαπίτες στις Σχολές ή τα σουπερμάρκετ στις πελάτισσές τους, η 8η Μάρτη είναι μια μέρα αφιερωμένη στα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα των γυναικών που θα καταστεί με το καλό αχρείαστη όταν καταφέρουμε να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα στην εργασία και την πολιτική εκπροσώπηση.
Ο μύθος ως άλλη όψη της πραγματικότητας
Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε, η διεκδίκηση των γυναικείων δικαιωμάτων δεν ακολουθεί, αλλά σημειώνεται ταυτόχρονα με τις δύο σημαντικές εξελίξεις του 18ου και 19ου αιώνα, που διαμόρφωσαν τον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα: την πολιτική επανάσταση του 1789 (και όσες την ακολούθησαν) και τη βιομηχανική επανάσταση, της οποίας η έναρξη είναι πιο δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια. Τα έργα της γαλλίδας Ολάμπ ντε Γκουζ και της βρετανής Μαίρη Γουόλστονκραφτ είναι, από αυτή την άποψη, ενδεικτικά. Το «γυναικείο ζήτημα» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του «πολιτειακού» ζητήματος από την ανάδυσή του.
Επίσης, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε, η 8η Μάρτη ως Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών δεν προέρχεται από την απεργία των αμερικανίδων εργατριών στην υφαντουργία το 1857. Πρόκειται για ένα μύθο, ο οποίος βρήκε τη θέση του μέσα σε μια πραγματικότητα πολύ πιο πολύπλοκη για να μπορεί να εκφραστεί εμβληματικά μέσα από ένα και μόνο γεγονός. Το γεγονός εφευρέθηκε εκ των υστέρων για να αντιπροσωπεύσει πολλά και διαφορετικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη.
Στην πραγματικότητα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι κινητοποιήσεις των γυναικών είναι πολλές, διεκδικητικές, με ταχείς ρυθμούς ριζοσπαστικοποίησης και καταστέλλονται με μεγάλη βία. Το κίνημα των βρετανών σουφραζέτων για τη διεκδίκηση της ψήφου είναι χαρακτηριστικό από αυτή τη άποψη. Ενώ συχνά μας παρουσιάζεται ως μια αντίδραση αστών γυναικών που έπιναν τσάι, πολλές από τις γυναίκες αυτές συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, έκαναν απεργίες πείνας και υπέστησαν το βασανιστήριο της υποχρεωτικής σίτισης.
Κι ενώ η 8η Μάρτη του 1857 δεν υπήρξε ποτέ, αντίθετα υπήρξε η 25 Μάρτη του 1911 όταν 140 εργάτριες άφησαν τα κόκκαλά τους στο φλεγόμενο ατελιέ κλωστουφαντουργίας όπου δούλευαν στη Νέα Υόρκη, στην πλειονότητά τους ιταλίδες μετανάστριες και εβραίες προερχόμενες από την Ανατολική Ευρώπη. Το τραγικό συμβάν σημειώθηκε λίγες μόλις μέρες έπειτα από τον πρώτο εορτασμό της Παγκόσμιας Μέρας για το δικαιώμα της ψήφου των Γυναικών, στις 19 Μάρτη 1911, που γιορτάστηκε στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Δανία και την Ελβετία και όπου συμμετείχε περισσότερο από ένα εκατομμύριο κόσμος.
Την αμέσως προηγούμενη χρονιά, η συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Κοπεγχάγη, αποδέχεται την ιδέα μιας Παγκόσμιας Μέρας Γυναικών μετά από εισηγητική πρόταση της Κλάρα Τσέτκιν (Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Γερμανίας) και της Αλεξάντρα Κολοντάι (Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Ρωσίας, ή αλλιώς Μενσεβίκοι). Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα από ένα σώμα εκατό γυναικών προερχόμενων από 17 χώρες με σκοπό, σε πρώτη φάση, να αντιπαρέλθει την αυξανόμενη επιρροή των «αστών φεμινιστριών» στις γυναίκες του λαού.
Το 1913 και το 1914 οι ευρωπαίες κινητοποιούνται ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο. Το 1917, στις 23 Φλεβάρη με το παλιό ημερολόγιο και 8 Μάρτη με το Γρηγοριανό, κι ενώ 2 εκατομμύρια ρώσοι στρατιώτες έχουν πεθάνει στον πόλεμο, οι γυναίκες πραγματοποιούν απεργία με αίτημα «ψωμί και ειρήνη». Είναι η αρχή της Ρώσικης Επανάστασης. Την ημέρα αυτή θα διαλέξει ο Λένιν για να ανακηρύξει την 8η Μάρτη 1921 ως Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών.
Στις 8 Μάρτη 1977 ο Οργανισμός Ενωμένων Εθνών θα εκδώσει ψήφισμα με το οποίο θα καλεί τις χώρες-μέλη να γιορτάσουν την «Παγκόσμια Μέρα των δικαιώματων των γυναικών και της παγκόσμιας ειρήνης» που θα κατοχυρωθεί έκτοτε ως Παγκόσμια Ημέρα των γυναικών.
Αυξανόμενη ανάληψη ευθύνης και αυξανόμενη περιστολή των δικαιωμάτων
Σε αντίθεση λοιπόν με τα λουλούδια που μπορεί να προσφέρουν οι Πασπίτες και Δαπίτες στις Σχολές ή τα σουπερμάρκετ στις πελάτισσές τους, η 8η Μάρτη είναι μια μέρα αφιερωμένη στα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα των γυναικών που θα καταστεί με το καλό αχρείαστη όταν καταφέρουμε να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα στην εργασία και την πολιτική εκπροσώπηση.
Είναι λοιπόν το ζήτημα των ίσων δικαιωμάτων που μας φέρνει στο επόμενο θέμα: την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή τόσο στην αγορά εργασίας όσο στην πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών σε επίπεδο θεσμικό. Ξεκινώντας από το δεύτερο σκέλος, που έχει υποστεί μεγάλη κριτική από την πλευρά πολλών αριστερών (τόσο ανδρών όσο και γυναικών), δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε τα μεγάλα ποσοστά γυναικών που κινητοποιούνται σε επίπεδο βάσης σε οργανώσεις, κόμματα και σωματεία και τη φοβερή αναντιστοιχία με τη σύνθεση σε επίπεδο ηγεσίας σε κάθε ένα από τους προαναφερθείς φορείς. Κι ενώ πολλοί ασκούν την κριτική τους διαβλέποντας σε αυτό το αίτημα, της ίσης εκπροσώπησης, μια τάση προς τον καριερισμό ή και τον παραγοντισμό –λες και έχουν δικαίωμα σε αυτά μόνο οι άνδρες–, αγνοούν την ουσία του ζητήματος, που είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται συνολικά η κοινωνία και η συνείδηση, ατομική και συλλογική, στη βάση του διαχωρισμού των φύλων.
Γιατί είναι η ίδια η λογική του ανταγωνισμού, του κίλερ, της «αριστείας», της πολιτικής ως επάγγελμα που αποκλείει τις γυναίκες από τις θέσεις ευθύνης όταν δεν καθιστά τη συμμετοχή των λίγων εξ αυτών σε άλλοθι και εξαγνισμό του αποκλεισμού των πολλών ή όταν δεν περιχαρακώνει τις γυναίκες ηγετικά στελέχη σε ρόλους και χαρακτηριστικά που αποκλείουν ντε φάκτο τις υπόλοιπες, ως «όχι αρκετά ικανές». Με αυτόν τον τρόπο, το σύστημα κυριαρχίας του φύλου αναπαράγει τον εαυτό του με τρόπο σχεδόν αυταπόδεικτο και με την ανοχή, αν όχι με την ανοιχτή υποστήριξη, των υποστηρικτικών των, κατά τα άλλα, πιο ριζοσπαστικών πολιτικών θέσεων.
Ένας βέβαια από τους παράγοντες που ευνοεί αυτήν την αναπαραγωγή και που σπάνια λέει το όνομά του, είναι ο διαχωρισμός της εργασίας με βάση το κοινωνικό φύλο μέσα στην ίδια την οικογένεια. Διαχωρισμός που αναπαράγεται συχνά αυτόματα, κατά «φυσικό« σχεδόν τρόπο, ακόμα κι από ζευγάρια που σε επίπεδο θέσεων τοποθετούνται από κοινού υπέρ της κατάλυσής του. Αλλά από τη θεωρία στην πράξη είναι πολύς ο δρόμος, κι όχι πάντα ο πιο εύκολος, ιδιαίτερα όταν η συγκυρία είναι επείγουσα.
Ας δούμε λοιπόν πώς καταγράφεται η θέση των γυναικών στη δεδομένη συγκυρία, μετά από 5 χρόνια πολιτικών κοινωνικής καταστροφής που κατ' ευφημησμόν ονομάζουμε λιτότητα. Εδώ, σε αντίθεση με την ελλειμματική εκπροσώπησή τους στους θεσμούς, οι γυναίκες υπερεκπροσωπούνται σε πολλούς τομείς: την ανεργία, την ημιαπασχόληση, των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων για ίση-ίδια εργασία με τους άντρες, στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, στην οικιακή εργασία. Η κρίση αποσύροντας βίαια το όποιο δίχτυ κοινωνικής προστασίας υπήρξε ποτέ σε αυτή τη χώρα, φόρτωσε στις γυναίκες περισσότερα καθήκοντα και περισσότερες ευθύνες, στερώντας τους την οποιαδήποτε κοινωνική αναγνώριση.
Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι καινούργιο, όπου οι γυναίκες πρέπει να διασφαλίζουν να μπει κάτι στο τραπέζι, χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται ο ρόλος «του κουβαλητή« προκειμένου να μην προσβάλλουν τους σύντροφους τους, όταν δεν είναι μόνες, στους οποίους αντιστοιχεί παραδοσιακά αυτός ο ρόλος και όταν αδυνατούν να τον εκπληρώσουν κινδυνεύουν να θεωρηθούν ανεπαρκείς. Η κατάσταση αυτή είναι εφιαλτική τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες: φθείρει και δηλητηριάζει την καθημερινότητα, αποξενώνει τους ανθρώπους και ενδεχομένως να αποτελεί μια από τις παραμέτρους για την παρατηρούμενη αύξηση της βίας κατά των γυναικών, που συχνά επισημαίνεται, χωρίς να έχει καταγραφεί ποσοτικά προκειμένου να αποτελέσει δημόσιο ζήτημα, και άρα θέμα παρέμβασης της κοινωνικής πολιτικής. Μια έρευνα σε ινστιτούτα αισθητικής ή στα επείγοντα των νοσοκομείων ίσως να μπορούσε να δώσει μια πιο σαφή εικόνα.
Πώς λειτουργεί η απουσία γυναικείου κινήματος
Ερχόμαστε λοιπόν στο τρίτο ζήτημα: αυτό των συνθηκών της ανάπτυξης ενός αυτόνομου κινήματος για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Με δεδομένη την αυξανόμενη ανάληψη ευθύνης και την αυξανόμενη περιστολή των δικαιωμάτων, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για το παράδοξο της απουσίας ενός γυναικείου κινήματος στην παρούσα συγκυρία. Αναρωτιόμαστε όμως, όχι για να βρούμε τη σημασία αυτής της απουσίας (ένα βαθύτερο κρυμμένο νόημα), αλλά για να δούμε πως λειτουργεί. Και ο τρόπος που λειτουργεί είναι ξεκάθαρος ως προς τα αποτελέσματά του : ιδιωτικοποιεί τα κοινωνικά προβλήματα, εσωτερικεύει και εμπεδώνει την κοινωνική οπισθοχώρηση, ανάγει την κρίση σε κανόνα, σε «αιώνια« και «φυσική« αλήθεια.
Οι συνέπειες αυτής της απουσίας θα μπορούσαν λοιπόν να μας δώσουν κάποια ίχνη από αυτές που θα επέφερε η ενδεχόμενη διαμόρφωση ενός τέτοιου κινήματος μαζικού και διεκδικητικού, που καθιστά το ιδιωτικό δημόσια και πολιτική υπόθεση, χωρίς κάτι τέτοιο να αρκεί για μια πλήρη αντιστροφή της κατάστασης. Κι όταν μιλάμε με όρους κινήματος, μιλάμε για κάτι που υποστηρίζεται από τις πολιτικές δυνάμεις, αμφιθυμικά πολλές φορές, που μιλούν στο όνομα της χειραφέτησης (συνολικά) χωρίς να περιορίζεται στο μέγεθος και τα όρια αυτών. Τα κοινωνικά κινήματα διατρέχουν τις πολιτικές οργανώσεις και τα κόμματα για να τα αλλάξουν, καθώς αλλάζουν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, και όχι για να τα αντιπροσωπεύσουν «περισσότερο ανθρώπινα« και «πιο απλά« από έναν εξειδικευμένο πολιτικό λόγο.
Θα σταθώ σε ένα ίχνος, κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό, τόσο σε προσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό, πέρα από δικαίωμα είναι και σύμπτωμα. Ιδιαίτερα σε σκληρές εποχές, το δημόσιο (κοινωνικό και πολιτικό) ταυτίζεται με τη σύγκρουση και τη βία και το ιδιωτικό με την ηρεμία και την ασφάλεια. Τέτοιες ταυτίσεις είναι εύλογες και μέχρι ενός σημείου αναγκαίες για όλες και όλους. Ας φανταστούμε όμως πόση ηρεμία και ασφάλεια μπορούμε να νιώσουμε σε ένα σπίτι χωρίς θέρμανση, με άδειο ψυγείο, και λογαριασμούς που δεν ξέρουμε πως θα πληρώσουμε και αν η επανεπένδυση του δημόσιου είναι πιο βίαια από τη βία της απομόνωσης και τη μοναξιάς.
Μεταμοντερνισμός, μεταφεμινισμός και η επιστροφή στα βασικά
Δεν θέλησα να αναφερθώ πρώτιστα στα αίτια ή τους λόγους της απουσίας ενός γυναικείου κινήματος σε μια συνθήκη από την οποία θα αναμέναμε να επιβάλλει τη διαμόρφωσή του. Όμως εδώ δεν μπορούμε παρά να επανέλθουμε στην κατάσταση του φεμινιστικού κινήματος, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Το φεμινιστικό κίνημα ως τέτοιο συγκροτείται από διαφορετικές τάσεις, που φτάνουν από τη συναίνεση μέχρι τη συνολική ανατροπή των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, και «συνομιλεί«, εμφορείται, ή ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία κοινωνική και πολιτική τόσο εντός εθνικών συνόρων όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η πολυδιάσπαση των δυνάμεων που μιλούν στο όνομα της χειραφέτησης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως και η αντιπαράθεση γύρω από διπολικά σχήματα που τις περισσότερες φορές αποτελούν αδιέξοδα φαντασιακά δίπολα που επιμένουν να παραγνωρίζουν το Πραγματικό (βλ. την αντιπαράθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, εντός ευρώ – εκτός ευρώ). Όπου Πραγματικό μπορούμε να βάλουμε την Ιστορία σκέτη, ούτε ως αφήγηση ή κείμενο, ούτε ως συμβάν, αλλά την Ιστορία ως κάτι το οποίο οι αφηγήσεις μας προσπαθούν να προσεγγίσουν χωρίς ποτέ να καταφέρνουν να συμπέσουν. Τέτοια δίπολα παραπέμπουν σε μια φαντασιακή κεντρική θέση του υποκειμένου που πρέπει να είναι με το ένα ή με το άλλο, και τελικά δεν είναι τίποτα αφού είναι μόνο φαντασιακό. Αντίθετα η εισαγωγή του Πραγματικού ως κάτι που δεν μπαίνει στον έλεγχο κανενός, διαγράφει μια έκκεντρη θέση για το υποκείμενο και την μόνη στην οποία μπορεί να είναι κάτι.
Στο πλαίσιο του φεμινιστικού κινήματος στην Ευρώπη, με παράδειγμα τη Γαλλία, τα δύο βασικά δίπολα, που έχουν βυθίσει ότι υπάρχει ακόμα από το κίνημα σε μια σκληρή αντιπαράθεση με κόστος μια αξιοσημείωτη απομαζικοποίηση, εκφράστηκαν γύρω από το θέμα της ισλαμικής μαντίλας, ως μορφή καταπίεσης για έναν πιο παραδοσιακό φεμινισμό και ως ένδειξη αντι-αποικιακής χειραφέτησης για έναν σύγχρονο μετα-φεμινισμό και γύρω από το θέμα της πορνείας, ως μορφή δουλείας που πρέπει να εξαλειφθεί για τις μεν και ως επάγγελμα όπως όλα τα άλλα που πρέπει να αναγνωριστεί για τις δε.
Αναφέρω το παράδειγμα της Γαλλίας, αλλά ο καθένας και η καθεμία μπορούν να αναγνωρίσουν τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αυτή η διάκριση– παγκόσμιες τάσεις, ενδεικτικές αυτού που ονομάζουμε «μεταμοντέρνο« πολιτισμικό και πολιτικό κλίμα. Τάσεις αναγνωρίσιμες και στην Ελλάδα παρότι αυτά τα θέματα δεν έχουν τεθεί θεσμικά όπως έγινε στη Γαλλία με το νόμο για την απαγόρευση της μαντίλας στο σχολείο και το νόμο για την ποινικοποίηση των πελατών στο θέμα της πορνείας.
Κλείνοντας, λοιπόν, να πω ότι η ελληνική περίπτωση, μέσα στην τραγικότητα που τη χαρακτηρίζει, μπορεί να αποτελεί και μια ευκαιρία. Όχι αυτή που λέγανε διάφοροι, για το πόσο καλύτεροι άνθρωποι μπορούμε να γίνουμε μέσα από την κρίση (κάνοντας τα γατάκια να δακρύζουν, τις μικρές φώκιες να πνίγονται και τα μικρά πάντα να αυτοκτονούν πέφτοντας από τα δέντρα, όπως θα έλεγαν κάποιες φίλες και φίλοι). Αλλά μια πολιτική ευκαιρία, ελλείψει κι άλλης εναλλακτικής εδώ που τα λέμε, για ένα συνειδητό κι εκούσιο ξεμπρόστιασμα των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας όπως διαμορφώνονται από το σκληρό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος επαναφέρει τις πιο αρχαϊκές μορφές παρέχοντάς τους μια πολλή αποτελεσματική τεχνολογία, της οικονομικής συμπεριλαμβανομένης, ικανής να βυθίσει τον κόσμο στην άβυσσο.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν διεκδικώντας τα δικαιώματα που μας πήραν πίσω, μαζί με αυτά που ποτέ δεν μας αναγνώρισαν, σαν γυναίκες άνθρωποι, άνεργες, εργαζόμενες, ντόπιες ή μετανάστριες, και σαν υποκείμενα της επιθυμίας μας, στο βαθμό που δεν μας την έχουν στερήσει και αυτή.
πηγή
NEWS PRESS AGRINIO
Σε αντίθεση λοιπόν με τα λουλούδια που μπορεί να προσφέρουν οι Πασπίτες και Δαπίτες στις Σχολές ή τα σουπερμάρκετ στις πελάτισσές τους, η 8η Μάρτη είναι μια μέρα αφιερωμένη στα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα των γυναικών που θα καταστεί με το καλό αχρείαστη όταν καταφέρουμε να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα στην εργασία και την πολιτική εκπροσώπηση.
Ο μύθος ως άλλη όψη της πραγματικότητας
Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε, η διεκδίκηση των γυναικείων δικαιωμάτων δεν ακολουθεί, αλλά σημειώνεται ταυτόχρονα με τις δύο σημαντικές εξελίξεις του 18ου και 19ου αιώνα, που διαμόρφωσαν τον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα: την πολιτική επανάσταση του 1789 (και όσες την ακολούθησαν) και τη βιομηχανική επανάσταση, της οποίας η έναρξη είναι πιο δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια. Τα έργα της γαλλίδας Ολάμπ ντε Γκουζ και της βρετανής Μαίρη Γουόλστονκραφτ είναι, από αυτή την άποψη, ενδεικτικά. Το «γυναικείο ζήτημα» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του «πολιτειακού» ζητήματος από την ανάδυσή του.
Επίσης, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε, η 8η Μάρτη ως Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών δεν προέρχεται από την απεργία των αμερικανίδων εργατριών στην υφαντουργία το 1857. Πρόκειται για ένα μύθο, ο οποίος βρήκε τη θέση του μέσα σε μια πραγματικότητα πολύ πιο πολύπλοκη για να μπορεί να εκφραστεί εμβληματικά μέσα από ένα και μόνο γεγονός. Το γεγονός εφευρέθηκε εκ των υστέρων για να αντιπροσωπεύσει πολλά και διαφορετικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη.
Στην πραγματικότητα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι κινητοποιήσεις των γυναικών είναι πολλές, διεκδικητικές, με ταχείς ρυθμούς ριζοσπαστικοποίησης και καταστέλλονται με μεγάλη βία. Το κίνημα των βρετανών σουφραζέτων για τη διεκδίκηση της ψήφου είναι χαρακτηριστικό από αυτή τη άποψη. Ενώ συχνά μας παρουσιάζεται ως μια αντίδραση αστών γυναικών που έπιναν τσάι, πολλές από τις γυναίκες αυτές συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, έκαναν απεργίες πείνας και υπέστησαν το βασανιστήριο της υποχρεωτικής σίτισης.
Κι ενώ η 8η Μάρτη του 1857 δεν υπήρξε ποτέ, αντίθετα υπήρξε η 25 Μάρτη του 1911 όταν 140 εργάτριες άφησαν τα κόκκαλά τους στο φλεγόμενο ατελιέ κλωστουφαντουργίας όπου δούλευαν στη Νέα Υόρκη, στην πλειονότητά τους ιταλίδες μετανάστριες και εβραίες προερχόμενες από την Ανατολική Ευρώπη. Το τραγικό συμβάν σημειώθηκε λίγες μόλις μέρες έπειτα από τον πρώτο εορτασμό της Παγκόσμιας Μέρας για το δικαιώμα της ψήφου των Γυναικών, στις 19 Μάρτη 1911, που γιορτάστηκε στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Δανία και την Ελβετία και όπου συμμετείχε περισσότερο από ένα εκατομμύριο κόσμος.
Την αμέσως προηγούμενη χρονιά, η συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Κοπεγχάγη, αποδέχεται την ιδέα μιας Παγκόσμιας Μέρας Γυναικών μετά από εισηγητική πρόταση της Κλάρα Τσέτκιν (Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Γερμανίας) και της Αλεξάντρα Κολοντάι (Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Ρωσίας, ή αλλιώς Μενσεβίκοι). Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα από ένα σώμα εκατό γυναικών προερχόμενων από 17 χώρες με σκοπό, σε πρώτη φάση, να αντιπαρέλθει την αυξανόμενη επιρροή των «αστών φεμινιστριών» στις γυναίκες του λαού.
Το 1913 και το 1914 οι ευρωπαίες κινητοποιούνται ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο. Το 1917, στις 23 Φλεβάρη με το παλιό ημερολόγιο και 8 Μάρτη με το Γρηγοριανό, κι ενώ 2 εκατομμύρια ρώσοι στρατιώτες έχουν πεθάνει στον πόλεμο, οι γυναίκες πραγματοποιούν απεργία με αίτημα «ψωμί και ειρήνη». Είναι η αρχή της Ρώσικης Επανάστασης. Την ημέρα αυτή θα διαλέξει ο Λένιν για να ανακηρύξει την 8η Μάρτη 1921 ως Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών.
Στις 8 Μάρτη 1977 ο Οργανισμός Ενωμένων Εθνών θα εκδώσει ψήφισμα με το οποίο θα καλεί τις χώρες-μέλη να γιορτάσουν την «Παγκόσμια Μέρα των δικαιώματων των γυναικών και της παγκόσμιας ειρήνης» που θα κατοχυρωθεί έκτοτε ως Παγκόσμια Ημέρα των γυναικών.
Αυξανόμενη ανάληψη ευθύνης και αυξανόμενη περιστολή των δικαιωμάτων
Σε αντίθεση λοιπόν με τα λουλούδια που μπορεί να προσφέρουν οι Πασπίτες και Δαπίτες στις Σχολές ή τα σουπερμάρκετ στις πελάτισσές τους, η 8η Μάρτη είναι μια μέρα αφιερωμένη στα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα των γυναικών που θα καταστεί με το καλό αχρείαστη όταν καταφέρουμε να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα στην εργασία και την πολιτική εκπροσώπηση.
Είναι λοιπόν το ζήτημα των ίσων δικαιωμάτων που μας φέρνει στο επόμενο θέμα: την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή τόσο στην αγορά εργασίας όσο στην πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών σε επίπεδο θεσμικό. Ξεκινώντας από το δεύτερο σκέλος, που έχει υποστεί μεγάλη κριτική από την πλευρά πολλών αριστερών (τόσο ανδρών όσο και γυναικών), δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε τα μεγάλα ποσοστά γυναικών που κινητοποιούνται σε επίπεδο βάσης σε οργανώσεις, κόμματα και σωματεία και τη φοβερή αναντιστοιχία με τη σύνθεση σε επίπεδο ηγεσίας σε κάθε ένα από τους προαναφερθείς φορείς. Κι ενώ πολλοί ασκούν την κριτική τους διαβλέποντας σε αυτό το αίτημα, της ίσης εκπροσώπησης, μια τάση προς τον καριερισμό ή και τον παραγοντισμό –λες και έχουν δικαίωμα σε αυτά μόνο οι άνδρες–, αγνοούν την ουσία του ζητήματος, που είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται συνολικά η κοινωνία και η συνείδηση, ατομική και συλλογική, στη βάση του διαχωρισμού των φύλων.
Γιατί είναι η ίδια η λογική του ανταγωνισμού, του κίλερ, της «αριστείας», της πολιτικής ως επάγγελμα που αποκλείει τις γυναίκες από τις θέσεις ευθύνης όταν δεν καθιστά τη συμμετοχή των λίγων εξ αυτών σε άλλοθι και εξαγνισμό του αποκλεισμού των πολλών ή όταν δεν περιχαρακώνει τις γυναίκες ηγετικά στελέχη σε ρόλους και χαρακτηριστικά που αποκλείουν ντε φάκτο τις υπόλοιπες, ως «όχι αρκετά ικανές». Με αυτόν τον τρόπο, το σύστημα κυριαρχίας του φύλου αναπαράγει τον εαυτό του με τρόπο σχεδόν αυταπόδεικτο και με την ανοχή, αν όχι με την ανοιχτή υποστήριξη, των υποστηρικτικών των, κατά τα άλλα, πιο ριζοσπαστικών πολιτικών θέσεων.
Ένας βέβαια από τους παράγοντες που ευνοεί αυτήν την αναπαραγωγή και που σπάνια λέει το όνομά του, είναι ο διαχωρισμός της εργασίας με βάση το κοινωνικό φύλο μέσα στην ίδια την οικογένεια. Διαχωρισμός που αναπαράγεται συχνά αυτόματα, κατά «φυσικό« σχεδόν τρόπο, ακόμα κι από ζευγάρια που σε επίπεδο θέσεων τοποθετούνται από κοινού υπέρ της κατάλυσής του. Αλλά από τη θεωρία στην πράξη είναι πολύς ο δρόμος, κι όχι πάντα ο πιο εύκολος, ιδιαίτερα όταν η συγκυρία είναι επείγουσα.
Ας δούμε λοιπόν πώς καταγράφεται η θέση των γυναικών στη δεδομένη συγκυρία, μετά από 5 χρόνια πολιτικών κοινωνικής καταστροφής που κατ' ευφημησμόν ονομάζουμε λιτότητα. Εδώ, σε αντίθεση με την ελλειμματική εκπροσώπησή τους στους θεσμούς, οι γυναίκες υπερεκπροσωπούνται σε πολλούς τομείς: την ανεργία, την ημιαπασχόληση, των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων για ίση-ίδια εργασία με τους άντρες, στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, στην οικιακή εργασία. Η κρίση αποσύροντας βίαια το όποιο δίχτυ κοινωνικής προστασίας υπήρξε ποτέ σε αυτή τη χώρα, φόρτωσε στις γυναίκες περισσότερα καθήκοντα και περισσότερες ευθύνες, στερώντας τους την οποιαδήποτε κοινωνική αναγνώριση.
Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι καινούργιο, όπου οι γυναίκες πρέπει να διασφαλίζουν να μπει κάτι στο τραπέζι, χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται ο ρόλος «του κουβαλητή« προκειμένου να μην προσβάλλουν τους σύντροφους τους, όταν δεν είναι μόνες, στους οποίους αντιστοιχεί παραδοσιακά αυτός ο ρόλος και όταν αδυνατούν να τον εκπληρώσουν κινδυνεύουν να θεωρηθούν ανεπαρκείς. Η κατάσταση αυτή είναι εφιαλτική τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες: φθείρει και δηλητηριάζει την καθημερινότητα, αποξενώνει τους ανθρώπους και ενδεχομένως να αποτελεί μια από τις παραμέτρους για την παρατηρούμενη αύξηση της βίας κατά των γυναικών, που συχνά επισημαίνεται, χωρίς να έχει καταγραφεί ποσοτικά προκειμένου να αποτελέσει δημόσιο ζήτημα, και άρα θέμα παρέμβασης της κοινωνικής πολιτικής. Μια έρευνα σε ινστιτούτα αισθητικής ή στα επείγοντα των νοσοκομείων ίσως να μπορούσε να δώσει μια πιο σαφή εικόνα.
Πώς λειτουργεί η απουσία γυναικείου κινήματος
Ερχόμαστε λοιπόν στο τρίτο ζήτημα: αυτό των συνθηκών της ανάπτυξης ενός αυτόνομου κινήματος για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Με δεδομένη την αυξανόμενη ανάληψη ευθύνης και την αυξανόμενη περιστολή των δικαιωμάτων, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για το παράδοξο της απουσίας ενός γυναικείου κινήματος στην παρούσα συγκυρία. Αναρωτιόμαστε όμως, όχι για να βρούμε τη σημασία αυτής της απουσίας (ένα βαθύτερο κρυμμένο νόημα), αλλά για να δούμε πως λειτουργεί. Και ο τρόπος που λειτουργεί είναι ξεκάθαρος ως προς τα αποτελέσματά του : ιδιωτικοποιεί τα κοινωνικά προβλήματα, εσωτερικεύει και εμπεδώνει την κοινωνική οπισθοχώρηση, ανάγει την κρίση σε κανόνα, σε «αιώνια« και «φυσική« αλήθεια.
Οι συνέπειες αυτής της απουσίας θα μπορούσαν λοιπόν να μας δώσουν κάποια ίχνη από αυτές που θα επέφερε η ενδεχόμενη διαμόρφωση ενός τέτοιου κινήματος μαζικού και διεκδικητικού, που καθιστά το ιδιωτικό δημόσια και πολιτική υπόθεση, χωρίς κάτι τέτοιο να αρκεί για μια πλήρη αντιστροφή της κατάστασης. Κι όταν μιλάμε με όρους κινήματος, μιλάμε για κάτι που υποστηρίζεται από τις πολιτικές δυνάμεις, αμφιθυμικά πολλές φορές, που μιλούν στο όνομα της χειραφέτησης (συνολικά) χωρίς να περιορίζεται στο μέγεθος και τα όρια αυτών. Τα κοινωνικά κινήματα διατρέχουν τις πολιτικές οργανώσεις και τα κόμματα για να τα αλλάξουν, καθώς αλλάζουν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, και όχι για να τα αντιπροσωπεύσουν «περισσότερο ανθρώπινα« και «πιο απλά« από έναν εξειδικευμένο πολιτικό λόγο.
Θα σταθώ σε ένα ίχνος, κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό, τόσο σε προσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό, πέρα από δικαίωμα είναι και σύμπτωμα. Ιδιαίτερα σε σκληρές εποχές, το δημόσιο (κοινωνικό και πολιτικό) ταυτίζεται με τη σύγκρουση και τη βία και το ιδιωτικό με την ηρεμία και την ασφάλεια. Τέτοιες ταυτίσεις είναι εύλογες και μέχρι ενός σημείου αναγκαίες για όλες και όλους. Ας φανταστούμε όμως πόση ηρεμία και ασφάλεια μπορούμε να νιώσουμε σε ένα σπίτι χωρίς θέρμανση, με άδειο ψυγείο, και λογαριασμούς που δεν ξέρουμε πως θα πληρώσουμε και αν η επανεπένδυση του δημόσιου είναι πιο βίαια από τη βία της απομόνωσης και τη μοναξιάς.
Μεταμοντερνισμός, μεταφεμινισμός και η επιστροφή στα βασικά
Δεν θέλησα να αναφερθώ πρώτιστα στα αίτια ή τους λόγους της απουσίας ενός γυναικείου κινήματος σε μια συνθήκη από την οποία θα αναμέναμε να επιβάλλει τη διαμόρφωσή του. Όμως εδώ δεν μπορούμε παρά να επανέλθουμε στην κατάσταση του φεμινιστικού κινήματος, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Το φεμινιστικό κίνημα ως τέτοιο συγκροτείται από διαφορετικές τάσεις, που φτάνουν από τη συναίνεση μέχρι τη συνολική ανατροπή των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, και «συνομιλεί«, εμφορείται, ή ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία κοινωνική και πολιτική τόσο εντός εθνικών συνόρων όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η πολυδιάσπαση των δυνάμεων που μιλούν στο όνομα της χειραφέτησης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως και η αντιπαράθεση γύρω από διπολικά σχήματα που τις περισσότερες φορές αποτελούν αδιέξοδα φαντασιακά δίπολα που επιμένουν να παραγνωρίζουν το Πραγματικό (βλ. την αντιπαράθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, εντός ευρώ – εκτός ευρώ). Όπου Πραγματικό μπορούμε να βάλουμε την Ιστορία σκέτη, ούτε ως αφήγηση ή κείμενο, ούτε ως συμβάν, αλλά την Ιστορία ως κάτι το οποίο οι αφηγήσεις μας προσπαθούν να προσεγγίσουν χωρίς ποτέ να καταφέρνουν να συμπέσουν. Τέτοια δίπολα παραπέμπουν σε μια φαντασιακή κεντρική θέση του υποκειμένου που πρέπει να είναι με το ένα ή με το άλλο, και τελικά δεν είναι τίποτα αφού είναι μόνο φαντασιακό. Αντίθετα η εισαγωγή του Πραγματικού ως κάτι που δεν μπαίνει στον έλεγχο κανενός, διαγράφει μια έκκεντρη θέση για το υποκείμενο και την μόνη στην οποία μπορεί να είναι κάτι.
Στο πλαίσιο του φεμινιστικού κινήματος στην Ευρώπη, με παράδειγμα τη Γαλλία, τα δύο βασικά δίπολα, που έχουν βυθίσει ότι υπάρχει ακόμα από το κίνημα σε μια σκληρή αντιπαράθεση με κόστος μια αξιοσημείωτη απομαζικοποίηση, εκφράστηκαν γύρω από το θέμα της ισλαμικής μαντίλας, ως μορφή καταπίεσης για έναν πιο παραδοσιακό φεμινισμό και ως ένδειξη αντι-αποικιακής χειραφέτησης για έναν σύγχρονο μετα-φεμινισμό και γύρω από το θέμα της πορνείας, ως μορφή δουλείας που πρέπει να εξαλειφθεί για τις μεν και ως επάγγελμα όπως όλα τα άλλα που πρέπει να αναγνωριστεί για τις δε.
Αναφέρω το παράδειγμα της Γαλλίας, αλλά ο καθένας και η καθεμία μπορούν να αναγνωρίσουν τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αυτή η διάκριση– παγκόσμιες τάσεις, ενδεικτικές αυτού που ονομάζουμε «μεταμοντέρνο« πολιτισμικό και πολιτικό κλίμα. Τάσεις αναγνωρίσιμες και στην Ελλάδα παρότι αυτά τα θέματα δεν έχουν τεθεί θεσμικά όπως έγινε στη Γαλλία με το νόμο για την απαγόρευση της μαντίλας στο σχολείο και το νόμο για την ποινικοποίηση των πελατών στο θέμα της πορνείας.
Κλείνοντας, λοιπόν, να πω ότι η ελληνική περίπτωση, μέσα στην τραγικότητα που τη χαρακτηρίζει, μπορεί να αποτελεί και μια ευκαιρία. Όχι αυτή που λέγανε διάφοροι, για το πόσο καλύτεροι άνθρωποι μπορούμε να γίνουμε μέσα από την κρίση (κάνοντας τα γατάκια να δακρύζουν, τις μικρές φώκιες να πνίγονται και τα μικρά πάντα να αυτοκτονούν πέφτοντας από τα δέντρα, όπως θα έλεγαν κάποιες φίλες και φίλοι). Αλλά μια πολιτική ευκαιρία, ελλείψει κι άλλης εναλλακτικής εδώ που τα λέμε, για ένα συνειδητό κι εκούσιο ξεμπρόστιασμα των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας όπως διαμορφώνονται από το σκληρό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος επαναφέρει τις πιο αρχαϊκές μορφές παρέχοντάς τους μια πολλή αποτελεσματική τεχνολογία, της οικονομικής συμπεριλαμβανομένης, ικανής να βυθίσει τον κόσμο στην άβυσσο.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν διεκδικώντας τα δικαιώματα που μας πήραν πίσω, μαζί με αυτά που ποτέ δεν μας αναγνώρισαν, σαν γυναίκες άνθρωποι, άνεργες, εργαζόμενες, ντόπιες ή μετανάστριες, και σαν υποκείμενα της επιθυμίας μας, στο βαθμό που δεν μας την έχουν στερήσει και αυτή.
πηγή
NEWS PRESS AGRINIO
Διαβάστε επίσης:
Οι αγώνες των Γυναικών από την Αμερική ως την Ελλάδα κι από την Παρρέν ως τη Μελίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου