Δηλαδή σ’ αυτήν εδώ τη Γη ήρθες για να σώσεις τις πουτάνες, τους φοροσυλλέκτες κι όλα τα ρεμάλια της κοινωνίας; Ο ποινικός κοίταγε τον Χριστό με μισό μάτι. Γυρόφερνε στο κελλί σαν το θηρίο στο κλουβί. Στο τέλος θα μου πεις, Γαλιλαίε, ότι ήρθες για να σώσεις και τους Φαρισαίους που σε έχωσαν σε αυτό το μπουντρούμι.
Ο Χριστός δεν μιλούσε. Ακουγε. Και μάθαινε.
Ούτε ο κομισάριος μιλούσε. Εξω απ’ το σπίτι του το προηγούμενο βράδυ ο Χριστός τού έγραψε ένα σύνθημα:
«Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν,
Συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε» (...), Μπέρτολδ Μπρεχτ. Ο κομισάριος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο. Ηθελε να κλάψει, αλλά για ένα γινάτι κράταγε την πληγή του ανοιχτή και της έριχνε αλάτι.
Μεγάλη Τρίτη. Τω καιρώ εκείνω, πιλάτευε τον γλυκύ Ιησού ο ποινικός μέσα στο κελλί και του ’λεγε: ανάστησε όσους αυτοκτόνησαν! Θρέψε τα παιδιά που πεινάνε! Δώσε φάρμακα στους καρκινοπαθείς που πονάνε, τι κάνεις εδώ μέσα, αργός και ηττημένος;
Νερό ανάβλυσε στο κελλί κι έπλυνε ο δαρμένος γιος της Μαρίας το πρόσωπό του. Εκτοτε οι γνώμες διίστανται - κι όταν αρχίζουν οι διχοστασίες, γεννώνται οι αιρέσεις· κι ο καθείς αυτό που προαιρείται θεωρεί ως τη μόνην αλήθεια.
Οι μεν έλεγαν ότι απ’ το νερό που έπλυνε τα χέρια του ο Πιλάτος θα πίνουν στον αιώνα, οι νομοθέτες, οι ιεροεξεταστές, οι επαΐοντες, όλοι αυτοί που θα ορίζουν τι είναι δίκαιο, τι είναι άδικο, ποιο είναι το δίκαιο του αφέντη και ποιο του εργάτη, πώς ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι, ποιοι στέκονται εκ δεξιών και ποιοι εξ ευώνυμων.
Οι δε έλεγαν ότι από το νερό των δακρύων θα πίνουν οι επαναστάτες, ο Σπάρτακος πάνω στον σταυρό του, ο Διάκος καρφωμένος στη σούβλα του, οι εκτελεσμένοι της Καισαριανής, της Κοκκινιάς, των Καλαβρύτων, του Δίστομου, της Κάνδανου, ών ουκ έστιν αριθμός,
παρά οι μανούλες. Οι μαυροφορεμένες, μα τα μαύρα τσεμπέρια, γέρικα σκέλεθρα με τον καιρό, με τα πρόσφορα στα χέρια τα Ψυχοσάββατα, αυτές που πίνουν απ’ το αίμα του Χριστού για να αντέξουν το νερό που ήπιαν οι γιοι και οι κόρες τους, αθάνατο νερό, έλεγαν στα παραμύθια - ποιος ξέρει; μπορεί και να ’ναι.
Τω καιρώ εκείνω, Μεγάλη Τρίτη, επέμενε ο ποινικός κι έτρωγε τα ρούχα του στο κελλί, πού είναι ο λαός σου, ρωτούσε, σχεδόν σκλήριζε, πού είναι οι φοινικόκλαρες και τα πανώ;
Κι αίφνης, φωτίσθηκε από βιτρίνες το κελλί, όλα τα καλά της γης, γέμισε ο ποινικός πιστωτικές, βρέθηκε ντυμένος ωραίο κουστούμι σινιέ και μέγκλα, γυναίκες, κουρσάρες, κότερα, έγινε το κελλί Νέα Υόρκη κι άμα γούσταρες τζαζ κλαμπ στη Σαγκάη - κι ένα μόνον παιδί αν πεινάει, τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, λες τα ίδια γκρίνιαξε ο ποινικός, ευκολότερο να περάσει τριχιά απ’ το μάτι της βελόνας παρά πλούσιος στον παράδεισο, είναι η ηθική σου σαν κομμουνιστική συνωμοσία. Κι όσοι μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους άλλους, οι άλλοι τους έφαγαν ζωντανούς. Σε ποιο κόσμο ζεις; εδώ είναι ο κόσμος του Σόιμπλε.
Τετριμμένα πράγματα. Χιλιοειπωμένα. Σε δεκάδες χιλιάδες παραλλαγές. Ο κόσμος είναι πολύπλοκος και συνεχώς προσθέτει ιστορία στην ιστορία η ιστορία.
Στο όνομά σου θα γίνουν φόνοι και φόνοι, θα γίνεις επίσκοπος, αυτοκράτορας, βιομήχανος, πάπας που θα ευλογήσει τους φασίστες και θα τα βρει με τους ναζί, θα γίνεις τράπεζα, τι
νόημα έχει λοιπόν κι αν γίνεις εργάτης, άγιος ή αντάρτης;
Εσύ διαλέγεις, είσαι ελεύθερος να διαλέξεις, είπε ο δεσμώτης. Δηλαδή εγώ διαλέγω κι εσύ κρίνεις; βουρλίστηκε ο Βαραβάς. Κι αν είναι εγώ να διαλέγω, εσύ γιατί μιλάς, ραβίνε;
Δυο χιλιάδες έτη φωτός μετά, όταν το πρώτο παιδί διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει παιδί νηστικό και παιδί αγράμματο κάτω απ’ τον ήλιο διέταξε την κατάργηση των σταυρών και την καύση τους, την παύση των πολιτικών και τη σιγή των πολιτισμών.
Ουδείς ευρέθη να πει γένοιτο κι ουδείς να πει ο νοών νοείτω, τέτοια ανάγκη δεν υπήρχε πια...
ΥΓ.: «Ελευθερία είναι η εξυπηρέτηση της αναγκαιότητας». Καρλ Μαρξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου