Πρώτον και κύριο γιατί να είναι Τσικνοπέμπτη και όχι Τσικνοσάββατο. Άϊντε τώρα να’ χεις φάει τον «αγλέορα», να χεις πιει ένα ντενεκέ κρασί και να πάς κανονικά στη δουλειά το πρωί, κάνοντας ράλι μες την Πειραιώς για να προλάβεις πριν φτάσει πρώτη η τσικνισμένη φάτσα του αφεντικού.
Αυτά σκεφτόμουνα ανάβοντας στο μπαλκόνι την ψησταριά με το στομάχι να βαράει κλαρίνο, ανάβοντας πρώτα κάτι καντήλια, γιατί τα κάρβουνα που είχα πάρει απ’ το Μήτσουλα, ήταν αυτό που λένε «να καούν τα κάρβουνα» Ε! αυτό ακριβώς έκαναν ετούτα δω.
Μ’ άλλαξαν τον αδόξαστο μέχρι ν’ ανάψουν, και μόλις άναψαν, γινόταν στάχτη ακαριαία. Κάποια στιγμή έγινε μια θράκα αξιοθρήνητη , κι άρχισε η ''κυρά'' τα τουμπαρίσματα ενώ μέσα η ''τηγανοκόρη'' πάνω απ’ φριτέζα τηγάνιζε πατάτες... Τι τις θες τις πατάτες, πήγα να πω, τόσα κρέατα έχουμε.
Τι το 'θελα; Και πως θα κατεβούν λεβέντη μου τα κρέατα ξερά; Στο λαιμό θα μας κάτσουν. Ήρθε και ο υιός και επιτέλους, όλα είναι έτοιμα. Εγώ στο μεταξύ, έχω φάει τη φέτα κι έχω τσακίσει ένα μισόκιλο κρασί.
Τα πιάτα έρχονται στο τραπέζι, κι απ’ τα ηχεία του υπολογιστή ακούγεται ο Καρναβάς. «Παρήγγειλα στου γάμου σου να φέρουνε λουλούδια». Χαμήλωσε το λίγο ρε άνθρωπε. Θα σου φέρει ανθοδέσμη ο γείτονας με το εκατό.
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια. Αϊντε και του χρόνου πάλι όλοι μαζί... Κάνουμε επιθεση στα παϊδάκια, Ξανατσουγκρίζουμε. Ξαναευχόμαστε. Όχι όμως ορέ. Άνοστα πράματα, άλλο πράμα η Τσικνοπέμπτη κάτ’ στου τζάκι στου χουριό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου