Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Πως "χάθηκαν" 555 εκ. ευρό σε μια απίθανη ιστορία διαπλοκής μεταξύ Κυβερνήσεων και Τραπεζών


Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος

Το ζήτημα της χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος αποκτά με το πέρασμα του χρόνου μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική σημασία. Εάν δεν εξυγιανθεί και υποστηριχτεί το τραπεζικό σύστημα, δεν θα είναι δυνατή η χρηματοδότηση της ανάκαμψης της οικονομίας. Εάν, από την άλλη πλευρά, το πάρε-δώσε κυβέρνησης - τραπεζικού συστήματος έχει χαρακτηριστικά διαπλεκόμενων «αρπαχτών», οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις θα είναι ιδιαίτερα δυναμικές, σε μια περίοδο κατά την οποία το ποσοστό ανεργίας έφτασε τα επίπεδα-ρεκόρ του 24,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Σάλλας και Ταμβακάκης
Ενημερώνοντας την αρμόδια επιτροπή της Βουλής για το πρόγραμμα επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Παπαδάκης «αποκάλυψε» την οφειλή 555 εκατ. ευρώ των 4 μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών προς το ελληνικό Δημόσιο, η οποία σχετίζεται με το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησής τους επί κυβέρνησης Καραμανλή-Αλογοσκούφη. Τότε είχαν διατεθεί 5 δισ. ευρώ στις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες με τη μορφή προνομιούχων μετοχών που απέδιδαν ετήσιο μέρισμα 10%.

Το 2010 η Eurobank και η Alpha Bank φάνηκαν απόλυτα συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ. Σάλλας και ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Ταμβακάκης πήραν την πρωτοβουλία –επικαλούμενοι γνωμοδότηση των νομικών υπηρεσιών των τραπεζών τους– να μην καταβάλουν το μέρισμα του 2010 στο ελληνικό Δημόσιο. Με βάση το σκεπτικό που ανέπτυξαν η Τράπεζα Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα, η σχετική νομοθεσία τούς έδινε αυτό το δικαίωμα, εφόσον είχαν σταματήσει να είναι κερδοφόρες και είχαν μειωθεί τα ειδικά αποθεματικά τους.

Η τότε κυβέρνηση δεν αντέδρασε στην πρωτοβουλία του κ. Σάλλα και του κ.
Ταμβακάκη, η οποία, όπως θα περίμενε κανείς, βρήκε μιμητές και στις άλλες ιδιωτικές τράπεζες. Σταμάτησαν κι αυτές να καταβάλλουν το μέρισμα επί των προνομιούχων μετοχών, ύψους 5 δισ. ευρώ, με τις οποίες είχαν χρηματοδοτηθεί από το «πακέτο» Αλογοσκούφη.
Η «αποκάλυψη» του κ. Παπαδάκη, η οποία ουσιαστικά ήταν απλή επανάληψη του ρεπορτάζ της «Free Sunday» στη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, προκάλεσε το ενδιαφέρον του αρμόδιου οικονομικού εισαγγελέα. Η Δικαιοσύνη υποτίθεται ότι θα κινηθεί για να προστατέψει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του Δημοσίου και να διερευνήσει ποιοι και με ποιο τρόπο στέρησαν από τον κρατικό προϋπολογισμό τα πολύτιμα 555 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με τη χρηματοδότηση της διατήρησης των ειδικών μισθολογίων του Δημοσίου στα σημερινά τους επίπεδα για μία διετία. Το ζήτημα προκάλεσε και το ενδιαφέρον του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, το οποίο βρίσκεται σε αγωνιώδη αναζήτηση πόρων, για να κάνει το «πακέτο» των 11-15 δισ. ευρώ για την περίοδο 2013-2014 περισσότερο αξιόπιστο σε ό,τι αφορά την τρόικα και λιγότερο σκληρό σε ό,τι αφορά τον ελληνικό λαό.
Η κυβέρνηση ταλαντεύεται μεταξύ μιας «βέλτιστης λύσης», όπως χαρακτηριστικά είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας, που θα απαλλάσσει ουσιαστικά τις τράπεζες από τις υποχρεώσεις τους, και της διεκδίκησης 555 εκατ. ευρώ ή και 1 δισ. ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστούν πρόσθετοι πόροι και να εκτονωθεί κάπως η λαϊκή δυσαρέσκεια.

Πολιτικό ζήτημα
Η υπόθεση των 555 εκατομμυρίων δεν είναι μόνο οικονομικό, νομικό ζήτημα, αλλά πρώτα απ’ όλα πολιτικό. Πως δέχονται οι ελληνικές κυβερνήσεις να αθετούν οι τράπεζες τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει έναντι του ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή των φορολογούμενων πολιτών. Ακόμα και στην περίπτωση που δεχτούμε ότι οι νομικές υπηρεσίες της Τράπεζας Πειραιώς και της Εθνικής Τράπεζας αναπτύσσουν βάσιμη επιχειρηματολογία, είναι φανερό ότι η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να συνεχίσει τη χρηματοδότηση τραπεζών οι οποίες δεν επιστρέφουν το δημόσιο χρήμα που έλαβαν από τα προηγούμενα «πακέτα» επανακεφαλαιοποίησής τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το επιτόκιο 10% που επέβαλαν ο κ. Καραμανλής και ο κ. Αλογοσκούφης στα κεφάλαια με τα οποία χρηματοδότησαν το τραπεζικό σύστημα είναι τιμωρητικό στις σημερινές συνθήκες και θα έπρεπε να βρεθεί μια λογική λύση. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι αδιανόητο να απαλλάσσονται, με μονομερείς ενέργειες, από τις υποχρεώσεις τους οι τράπεζες χωρίς την παραμικρή αντίδραση των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά. Θεωρούμε επίσης εξωφρενική την εξαφάνιση από τον τραπεζικό χάρτη της ATEbank –με κόστος 13 δισ. ευρώ για τον Έλληνα φορολογούμενο–, προκειμένου να ενισχυθούν η Τράπεζα Πειραιώς και προσωπικά ο κ. Σάλλας. Ειδικά ο τελευταίος, ο οποίος πρωταγωνίστησε στη στάση πληρωμών του τραπεζικού συστήματος, σε σχέση με την επανακεφαλαιοποίηση της περιόδου Καραμανλή-Αλογοσκούφη, είναι αποδεδειγμένα αναξιόπιστος σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές του με το Δημόσιο.

Άλυτο σταυρόλεξο
Τα οικονομικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μοιάζουν σήμερα με ένα άλυτο οικονομικό σταυρόλεξο και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση της κρίσης διευκολύνει τις διαπλεκόμενες παρεμβάσεις σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν υποστεί μια καθίζηση της τάξης των 80-85 δισ. ευρώ από το ξεκίνημα της κρίσης. Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου ποσού αποδίδεται στην κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, στη μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό αλλά και στο φόβο πολλών μικροκαταθετών για τις μελλοντικές εξελίξεις στην οικονομία. Η εντυπωσιακή μείωση των καταθέσεων συνδυάζεται και με τη μείωση των ποσών στους καταθετικούς λογαριασμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, οι καταθέτες μέχρι και του ποσού των 2.000 αντιστοιχούν στο 81,5% επί του συνόλου των φυσικών προσώπων, ενώ εκείνοι που έχουν λογαριασμούς από 2.001 ευρώ έως και 10.000 αντιπροσωπεύουν το 11,3% του συνόλου των φυσικών προσώπων.
Καταθέσεις ύψους 10.001 έως και 50.000 ευρώ διατηρεί το 5,9% του συνόλου των φυσικών προσώπων, ενώ 0,9% του συνόλου έχουν καταθέσεις 50.001 ευρώ έως και 100.000 ευρώ και μόλις 0,4% του συνόλου καταθέσεις που ξεπερνούν τα 100.000 ευρώ.
Η τεράστια μείωση στις καταθέσεις των τραπεζών δημιουργεί πρόβλημα στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εξάρτησή τους από το ευρωσύστημα. Τον Ιούλιο οι ελληνικές τράπεζες είχαν λάβει 130,3 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα, τα 23,99 δισ. μέσω Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα 106,31 δισ. μέσω του ELA (Μηχανισμός Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας - Emergency Liquidity Assistance). Με το πέρασμα του χρόνου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περιορίζει την έκθεσή της στον ελληνικό κίνδυνο και η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA επιβαρύνει το κόστος δανεισμού με 2%. Πρόκειται δηλαδή για ένα ποσό της τάξης των 2 δισ. ευρώ το χρόνο, που κάνει πιο δύσκολη την ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας με λογικό κόστος.
Η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα κοστίσει στους  Έλληνες φορολογούμενους 50 δισ. ευρώ. Με βάση τις αναλύσεις των ειδικών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εάν όλα πάνε καλά, και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το ελληνικό Δημόσιο θα πάρει πίσω το 1/3 αυτού του τεράστιου ποσού. Προετοιμάζεται δηλαδή το έδαφος για νέα μεγάλη επιβάρυνση του δημόσιου χρέους και των φορολογουμένων, της τάξης των 34-35 δισ. ευρώ. Αυτό είναι και το ποσό με το οποίο ζημιώθηκαν οι ελληνικές τράπεζες εξαιτίας του «κουρέματος» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.
Αποδεικνύεται στην πράξη ότι το μεγάλο «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από αυτά που έλυσε. Αυτή άλλωστε ήταν η θέση που ανέλυε δημόσια ο οικονομολόγος-τραπεζίτης Λουκάς Παπαδήμος, μέχρις ότου έγινε πρωθυπουργός και εφάρμοσε –όπως το θέλει η κακή πολιτική παράδοση της χώρας μας– ακριβώς τα αντίθετα.

Χρήμα χωρίς έλεγχο
Το πιο λογικό σενάριο για τη διατήρηση του ιδιωτικού χαρακτήρα των περισσότερων τραπεζών χωρίς μεγάλο κόστος για τον  Έλληνα φορολογούμενο θα ήταν η χρηματοδότησή τους, σε βάθος χρόνου, με προνομιούχες μετοχές που θα εξασφάλιζαν ένα λογικό μέρισμα, της τάξης του 3%-4%, προκειμένου να καλύπτεται το κόστος του χρήματος και να μην επιβαρύνονται οι  Έλληνες φορολογούμενοι.
Ο Γιώργος Παπανδρέου απέρριψε τη χρηματοδότηση των τραπεζών με προνομιούχες μετοχές, θεωρώντας ότι έπρεπε να έχει το Δημόσιο τον έλεγχο της διοίκησής τους, εφόσον λειτουργούν, ουσιαστικά, με δημόσιο χρήμα. Μετά όμως από παρέμβαση του τότε υπουργού Οικονομικών κ. Βενιζέλου αποφασίστηκε να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες με κοινές μετοχές ειδικού τύπου. Από τη μια το Δημόσιο δεν θα έπαιρνε το μέρισμα που αναλογεί στις προνομιούχες μετοχές και από την άλλη δεν θα είχε δικαιώματα ψήφου, που επιτρέπουν τον έλεγχο της διοίκησης.
Επιλέχθηκε τελικά μια «λύση» η οποία δεσμεύει απεριόριστο δημόσιο χρήμα για τη λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών, με τους φορολογούμενους να καλύπτουν το κόστος του χρήματος, το Δημόσιο να έχει ελάχιστες πιθανότητες να πάρει έστω και το 1/3 του αρχικού κεφαλαίου πίσω και την κυβέρνηση Σαμαρά να παίζει ένα σκληρό διαπλεκόμενο παιχνίδι –χαρακτηριστική η περίπτωση της «εξαφάνισης» της ATEbank σε όφελος της Τράπεζας Πειραιώς– για να στηρίξει συγκεκριμένους τραπεζίτες.
Όλα τα παραπάνω, τα οποία μεθοδεύονται και με τη βοήθεια του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (πρώην αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Πειραιώς) κ. Προβόπουλου, συνιστούν διαχειριστική και πολιτική εκτροπή. Υπονομεύουν την προοπτική της ελληνικής οικονομίας σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom