Εμβολιάστηκε σήμερα σε ζωντανή μετάδοση και συνεχόμενα έκτακτα δελτία η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, επιχειρώντας να δώσει το μήνυμα της «αρχής του τέλους» για την πανδημία. Δυστυχώς, πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για το τέλος της αρχής. Ο δρόμος είναι μακρύς και η μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πολιτική προδιαθέτει για τα χειρότερα. Η νέα επικοινωνιακή επιχείρηση της κυβέρνησης με το βαρύγδουπο όνομα «Ελευθερία» δεν πρόκειται να δημιουργήσει άμεσα το δίχτυ υγειονομικής ασφάλειας που απαιτείται. Επιπλέον, ούτε μπορεί, ούτε και πρέπει να αποσείσει τις ευθύνες για όσα έγιναν και όσα πρόκειται να γίνουν μέχρις ότου η πανδημία γίνει παρελθόν. Οι ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το φόρο αίματος που πλήρωσε, και εξακολουθεί να πληρώνει, η ελληνική κοινωνία κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι εγκληματικές. Η Ελλάδα κατέγραψε τη χειρότερη δυνατή αύξηση σε ανθρώπινες απώλειες εξανεμίζοντας τα πλεονεκτήματα που κερδήθηκαν πέρυσι την άνοιξη.
Όπως ακριβώς η κυβέρνηση ζήτησε να πιστωθεί τα θετικά αποτελέσματα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, έστω και αν αυτά ήταν αποτέλεσμα συγκυρίας και τύχης, έτσι ακριβώς πρέπει να πιστωθεί τα τραγικά αποτελέσματα της δεύτερης φάσης, γιατί αυτά δεν ήταν τυχαία: ήρθαν ως αποτέλεσμα τριών κυρίως πολιτικών αποφάσεων:
Πρώτον με το άνοιγμα του τουρισμού, τις ιαχές για τη «νίκη επί του κορωνοϊού», τις διαφημίσεις για covid-free χώρα και το state of mind ελληνικό καλοκαίρι. Η κυβέρνηση εγκλημάτησε εναντίον της δημόσιας υγείας, στο όνομα της τουριστικής οικονομίας, αλλά στην πραγματικότητα χαντάκωσε την πρώτη χωρίς να σώσει τη δεύτερη.
Δεύτερον με τη συστηματική άρνηση να συγκροτηθεί μηχανισμός μαζικών και καθολικών ελέγχων, ιχνηλατήσεων και τήρησης της απομόνωσης. Η απόφαση αυτή απαιτούσε κονδύλια, δημόσια δαπάνη για το σύστημα υγείας, και αυτό, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι «πεταμένα λεφτά». Προτίμησε να παρακολουθεί παθητικά την εξάπλωση της πανδημίας ευελπιστώντας ότι θα επαναληφθεί η καλή τύχη της άνοιξης, ή ακόμα χειρότερα, έχοντας πειστεί ότι το οι μηδαμινές απώλειες του πρώτου κύματος ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών αποφάσεων και όχι ευνοϊκών συγκυριών.
Τρίτον, με την συνεχιζόμενη υπόσκαψη των δυνατοτήτων και της δυναμικότητας του ΕΣΥ, με την άρνηση μαζικών διορισμών, με μετονομασίες κλινών σε κλίνες ΜΕΘ, με απογύμνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας από πολύτιμο για συνθήκες πανδημίας ιατρικό και νοσηλευτικό δυναμικό, με άρον άρον μετακινήσεις προσωπικού για να μπαλώνονται τρύπες.
Η αποστροφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το σύστημα Δημόσιας Υγείας είναι τόση και τέτοια που δεν της επέτρεψε να πάρει αποφάσεις που θα έσωζαν δεκάδες ή και εκατοντάδες ζωές. Ασθενείς που θα τύγχαναν καλύτερης και αμεσότερης αντιμετώπισης αν το σύστημα υγείας είχε ενισχυθεί αποτελεσματικά, κατέληξαν, μόνο και μόνο για να μην μείνει κληρονομιά στην ελληνική κοινωνία ένα ισχυρότερο από πριν ΕΣΥ.
Στα τρία αυτά επίπεδα προστίθενται δεκάδες άλλες πράξεις και παραλείψεις, από το θολό (στην καλύτερη περίπτωση) σύστημα καταγραφής κρουσμάτων μέχρι τις αλλοπρόσαλλες αποφάσεις για αυστηρά περιοριστικά μέτρα εκεί που δεν χρειάζονται ή χαλαρότητα εκεί που δεν επιτρέπεται.
Αποκορύφωμα της ανευθυνότητας ήταν η συμφωνημένη κυβερνητική πολιτική από το καλοκαίρι, να εναποτεθούν όλες οι ελπίδες αποκλειστικά και μόνο στο εμβόλιο, με τον Υπουργό Υγείας να δηλώνει στις …18 Αυγούστου ότι η Ελλάδα θα προμηθευτεί μέσα στον Δεκέμβριο 700.000 δόσεις του εμβολίου …της Οξφόρδης. Θα επρόκειτο για φαιδρές δηλώσεις φαιδρών προσώπων αν δεν μεσολαβούσαν από τότε μέχρι σήμερα 3.942 νεκροί συμπολίτες μας.
Η σύγκριση που επί μήνες γινόταν με τις χειρότερες στον κόσμο θλιβερές επιδόσεις μιας αδύναμης και ανίκανης να περιορίσει την πανδημία ΕΕ, μέχρι πρόσφατα έδιναν στην Ελλάδα την ψευδαίσθηση μιας καλής απάντησης στην υγειονομική απειλή.
Πλέον η Ελλάδα, θα κλείσει δύο μήνες ενός τυπικά αυστηρότατου λοκ ντάουν, που περιλαμβάνει κλείσιμο όλων των σχολείων και του λιανεμπορίου, δεν μπόρεσε να μειώσει αποτελεσματικά διασωληνώσεις και θανάτους, και διαμόρφωσε μια εξαιρετικά αργή και ανησυχητική για το μέλλον καμπύλη αποκλιμάκωσης.
Η πορεία της χώρας από το φθινόπωρο και μετά, είναι πλέον διεθνώς, παράδειγμα προς αποφυγή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί βαρύτατες ευθύνες, ακόμα και αν το πολιτικό σύστημα, ούτε μπορεί, ούτε θέλει, να θέσει τις πολιτικές ευθύνες στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης.
Μετά την αποτυχία κάθε προηγούμενου κουτοπόνηρου επικοινωνιακού τεχνάσματος ήρθε η ώρα για έναν ακόμα ανεύθυνο και επιζήμιο κυβερνητικό χειρισμό: Την εναπόθεση όλων των ελπίδων στην έλευση του εμβολίου που ως δια μαγείας, από μόνο του και μονομιάς θα εξαφανίσει την πανδημία.
Καλλιεργούν την προσδοκία ότι η έναρξη των εμβολιασμών θα σημάνει την «ελευθερία», οπότε το μόνο που μένει είναι λίγη υπομονή και λίγη ατομική ευθύνη ακόμα. Αποσείονται έτσι οι κυβερνητικές ευθύνες για αλλαγή επιδημιολογικού μοντέλου, για την ενίσχυση του ΕΣΥ και για τον περιορισμό των συνθηκών υπερμετάδοσης. Η μόνη κρατική ευθύνη και καθήκον περιορίζεται στην καμπάνια ενημέρωσης του κοινού, πληρώνοντας για μια ακόμα φορά τα ΜΜΕ ώστε να κρύψουν τις κυβερνητικές ευθύνες.
Εάν, τώρα, μέχρι να επιτευχθεί η απαιτούμενη εμβολιαστική κάλυψη (δηλαδή το 70%) του πληθυσμού, χρειαστούν πάρα πολλοί μήνες και θρηνήσουμε πολλαπλάσιους νεκρούς, γονατίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία, τότε οι ευθύνες θα αναχθούν σε πανευρωπαϊκές.
Τότε θα ανακαλυφθεί η διανομή των εμβολίων με το σταγονόμετρο, το παγκόσμιο πρόβλημα αυξημένης ζήτησης, ή η αδικία με τις ισχυρές χώρες που προχώρησαν σε διμερείς συμφωνίες με τις εταιρείες αφήνοντας τους μη προνομιούχους του πλανήτη στην τύχη τους.
Η στρατηγική αυτή είναι επικίνδυνη, εγκληματική και μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την υγεία και τη ζωή του λαού. Πέρα και έξω από κάθε επιστημονική λογική, η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλλιεργεί φρούδες ελπίδες για από σπόντα σωτηρία, ποντάροντας αυτή τη φορά στην εμβολιαστική κάλυψη, η οποία προφανώς θα αργήσει να αποδώσει καθολικά για τον πληθυσμό αποτελέσματα.
Το εμβόλιο αποτελεί ένα δυνατό επιστημονικό όπλο στον πόλεμο για τον έλεγχο και την εξάλειψη της πανδημίας, ειδικά αν διατεθεί μαζικά, ισότιμα, δωρεάν και ταχύτατα σε όλες τις χώρες, πράγμα που δεν γίνεται.
Ακόμα και έτσι όμως, σύμφωνα με τον ΠΟΥ και τον ΟΗΕ, δεν είναι παρά συμπληρωματικό, δίπλα στα υπόλοιπα φαρμακολογικά (φάρμακα, υποστηρικτικές θεραπείες, επαρκείς υπηρεσίες περίθαλψης κτλ) και μη φαρμακολογικά εργαλεία (μαζικά τεστ, ιχνηλάτηση, απομόνωση, έλεγχος συνόρων κτλ). Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τα υποκαταστήσει. Ειδικά ενόψει του αναμενόμενου σφοδρότερου τρίτου κύματος μετά τις γιορτές.
Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, ο μαζικός, ταχύς εμβολιασμός με ανοικτά δεδομένα και πλήρη διαφάνεια, χωρίς πολιτική υστεροβουλία και παιχνίδια σκοπιμότητας, είναι ο μόνος δρόμος για την επίτευξη αποτελεσματικού τείχους ανοσίας στον πληθυσμό. Αυτό όμως προϋποθέτει να φύγει το εμβόλιο και ο εμβολιασμός από τα πολιτικά παιχνίδια των κυβερνώντων και να πείσει σύσσωμη την κοινωνικά και ειδικά τα λαϊκά στρώματα για την αναγκαιότητά του, χρησιμοποιώντας επιστημονικά και υγειονομικά κριτήρια.
Ωστόσο, ακόμα και αν ο εμβολιασμός προχωρήσει με το ευνοϊκότερο δυνατό σενάριο, η πανδημία θα είναι εδώ, τουλάχιστον για το πρώτο μισό του 2021. Με δεδομένη την άρνηση της κυβέρνησης να συγκροτήσει ισχυρό δημόσιο μηχανισμό πρόληψης και ελέγχων, με δεδομένη την αντίθεσή της στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την καθολική κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού, η μόνη πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας εξακολουθεί να είναι ένα ατελέσφορο, τυπικά αυστηρό, στην ουσία μη λειτουργικό λοκ ντάουν. Το άνοιξε – κλείσε της κοινωνίας για τους επόμενους μήνες είναι η μοναδική λύση που απομένει για μια κυβέρνηση που αποδείχθηκε αδύναμη να προστατεύσει αποτελεσματικά τη δημόσια υγεία.
Γίνεται πλέον φανερό ότι ο υγειονομικός κίνδυνος είναι αυξημένος στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, εξαιτίας αδυναμίας πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στοίβαγμα σε μέσα μεταφοράς και χώρους εργασίας, μικρά σπίτια και συνθήκες ζωής που κάνουν τη φυσική αποστασιοποίηση πρακτικά αδύνατη.
Δίπλα, προστιθέμενος και ίσως ακόμα χειρότερος από τον υγειονομικό κίνδυνο, είναι ο ζόφος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα συνεχόμενα λοκ ντάουν, χωρίς την παραμικρή πολιτική πρόληψης και ελέγχων, έχουν ήδη σημάνει τον οικονομικό θάνατο για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Και η κυβέρνηση, εμμονικά επιμένει στην άρνησή της να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από την μέχρι σήμερα αποτυχημένη πεπατημένη, και υπόσχεται και άλλον οικονομικό θάνατο, περισσότερη κοινωνική καταστροφή.
Ταυτόχρονα επενδύει σε μέτρα αστυνόμευσης και καταστολής, που έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία, να εμπεδώσουν τα μέτρα πρόληψης και προστασίας, να πείσουν τον πληθυσμό για την αναγκαιότητα προστασίας και επιφυλακής. Όμως το ζητούμενο για την κυβέρνηση δεν είναι αυτό. Είναι η διαφύλαξη της επικοινωνιακής της εικόνας και της δημοσκοπικής της ευφορίας.
Η εργαζόμενη κοινωνία πρέπει και μπορεί να αναζητήσει και να αποδώσει ευθύνες, πρώτα από όλα στην κυβέρνηση για τους συγκεκριμένους της χειρισμούς, αλλά και σε ένα ολόκληρο το μνημονιακό πολιτικό σύστημα που δημιούργησε συνθήκες λιτότητας, ασφυκτικές για τη δημόσια υγεία. Αλλά και να αμφισβητήσει ένα οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο που θέτει την αγορά διαρκώς και επανειλημμένα πάνω από την ζωή και την υγεία του πληθυσμού, αποδεικνύοντας ότι η Δύση είναι ο μεγάλος ασθενής του 21ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου