Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Η ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ! (Δικάζοντας τη Δεξιά)

Ήταν αφόρητη η ζέστη στο Αγγελόκαστρο. Ντάλα κατακαλόκαιρο. Έβραζε ο κάμπος απ’ τον πυρωμένο ήλιο. Ακόμα και η νύχτα ήταν αποπνιχτική. Όμως εκεί στο πετρόχτιστο παλιό το πατρικό, με τα κεραμίδια και το ξύλινο νταβάνι, είχε κάπως καλλίτερη δροσιά. Πήρα σεντόνι και μαξιλάρι παραμάσχαλα και πήγα εκεί μήπως και βγάλω τη βραδιά. Ξάπλωσα στο παμπάλαιο κρεβάτι με το «σουμιέ» και κοίταζα τα παλιά τα κάδρα του σογιού που ήτανε απέναντι στον τοίχο κρεμασμένα, προσμένοντας ποτέ θα ’ρθεί ο ύπνος επιτέλους.
Ο προπροπαπούς ο Νίδας, στη πιο ψηλή τη θέση, καταμεσής του τοίχου κρεμασμένος, με την τεράστια μουστάκα και τ΄αρματά του τα γυαλιστερά, έλεγχε από κει πάνω όλο το σόϊ. Έπεσε ηρωικά στα Ορλοφικά μαζί με τους Γριβαίους στη μάχη κάτω στον ΑϊΛιά, σύμφωνα με τις παραδόσεις του σογιού. Ότι ήτανε κατσικοκλέφτης της εποχής κι εξ επαγγέλματος ανακατεύτηκε στην επανάσταση, το ’λέγαν μόνο κάτι γενίτσαροι προσκυνημένοι. 
Πιο κάτω αριστερά με τη φαρδιά τη φουστανέλα, ο άρχοντας ο Δ.ο Πλατίκας. Είχαν να λεν γι’ αυτόν οι γεροντότεροι στο χωριό. Θηρίο ανήμερο και αδιόρθωτος γλεντζές που το λέγε όπως λεν η «περδικούλα» του. Δίπλα ακριβώς ο «Μάκας» ο Γεράσιμος με το σακάκι ανάρριχτο στον ώμο. Και παραπέρα ο παππούς ο Κώστας, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο στρατιώτης στη Μικρασιατική εκστρατεία, και ακριβώς σιμά του η Βάβω η Κώσταινα με την αγριεμένη πάντα φάτσα. 
Και συμπληρώνονταν ο τοίχος με το ήρεμο ύφος του μακαρίτη του Πατέρα, της μάνας με μια φωτογραφία απ’ το καπναρμάθιασμα, και με τα’ αυταρχικό προφίλ του μπάρμπα μου του Γιώργου, που ήτανε χέρι δεξί του στρατιωτικού νομάρχη στη χούντα.
Δεν ξέρω αν με είχε πάρει για τα καλά ο ύπνος η αν όλα ετούτα εδώ τα παρακάτω γίνονταν στον ξύπνιο μου.
Ένας ξερόβηχας ακούστηκε από τον τοίχο, και όλες οι φωτογραφίες σάλεψαν στα κάδρα τους. Ο «Μάκας»,ο μπαρπαΓεράσιμος, άφησε όπως πάντα μια βρισιά που έκανε τη μάνα μου να κοκκινίσει.
-Ντροπή μπάρμπα είπε βγαίνοντας απ’ το κάδρο της. 
Κανείς όμως δεν έδωσε σημασία, γιατί όλο το σόϊ βιάζονταν να συγκεντρωθεί γύρω απ’ την παλιά σκαλιστή τραπεζαρία προίκα απ’ τη Λυσιμαχεία της γιαγιάς, με το βελούδινο βυσσινί τραπεζομάντηλο. Πήρε ο γεροΠλατίκας προσκλητήριο, κι έπειτα γέμισε ένα «μπικιόνι» με κρασί. Μια σιωπή απλώθηκε στο τραπέζι πριν ακουστεί η αγριοφωνάρα του προπροπάπου.
- Να τσακιστεί να ’ρθεί εδώ.
Απ’ τη γωνιά του τοίχου από μια αφίσα 30Χ50, πίσω από μια δάδα βγήκε δειλά- δειλά μια νταρντάνα, με ένα «ξέκολο» φουστάνι. Ήταν μια σαραντάρα όμορφη και πεταχτή. Η Ντέξια - έτσι ήταν τώρα το Ευρωπαϊκό μοντέρνο όνομά της - περπάτησε δειλά σαν άνθρωπος που ντρέπεται για ένα μεγάλο σφάλμα, φίλησε το χέρι του παππού που ήταν πιο κοντά της, χαμογέλασε στη μάνα μου, κι έριξε μια ματιά όλο γλύκα στο μπάρμπα μου το Γιώργο.
-Να σ’ λείπνε αυτά. Αγρίεψε η βάβω η Κώσταινα. Έτσι μαζεύτηκε σαν βρεγμένη γάτα στη γωνία, και περίμενε τη βαριά κατηγορία του σογιού. Το λόγο πήρε ο παππούς ο Κώστας.
-Άκουσε Δεξιά. Σήμερα μαζευτήκαμε εδώ, όλοι εμείς που σε μεγαλώσαμε και σ’ αναθρέψαμε τόσα χρόνια να σε δικάσουμε.
- Γιατί; Τι έκανα;
- Τι έκανες έφριξε η βάβω. Τι έκανε λέει. Τι άλλο να κάνεις μας καταντρόπιασες. Μας διέσυρες όλους μουρή πόρνη. Έκανες κονέ μ’ εκεινο το ρεμάλι το ΠΑΣΟΚ το προαγωγό, και βγήκες στο κουρμπέτι.
- Ναι αλλά ξέρετε δεν φταίω εγώ. Δεν είχα πως αλλιώς να ζήσω πιά. Και δεν είμαι η μόνη. Και η Ισπανίδα, και η Ιταλίδα και πόσες ακόμα δεν έκαναν το ίδιο μ’ εμένα;
Ο μπάρμπας ο Γιώργος έγινε ηφαίστειο. Γι’ αυτό χάλασε ο κόσμος, γι’ αυτό ήρθανε πλημμύρες και κατακλυσμοί. Σόδομα και Γόμορρα. Πύργος της Βαβέλ γίναμε.
-Εμείς γιατί δεν κάναμε τέτοια πράγματα; Συνέχισε η βάβω. 
-Μας έφαγε η καπνόριζα και η φτώχεια αλλά δεν βγήκαμε ποτέ με τον οχτρό μας στο κλαρί.
Η Ντέξια κοίταξε γύρω της. Καμιά συμπάθεια από κανένα.Κατάλαβε την είχε «βαμένη». Δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί απ’ την καταδίκη. Όλο το σόϊ, το είχε άγριο το μάτι. Και τότε τα έπαιξε όλα για όλα.
-Έπρεπε να το κάνω αυτό είπε
-Έπρεπε;
-Έπρεπε γιατί μόνο έτσι θα έσωνα τα παιδιά μου. Η οικογένειά σας, έδεινε πάντα για τη χώρα ότι καλύτερο διαθέτατε. Αυτό λοιπόν έκανα κι εγώ. Έδωσα ότι καλλίτερο διέθετα κι αυτό ήταν το καλοθρεμμένο από σας σώμα μου. Να κοιτάτε.
Έκανε μια έτσι κι άφησε το «ξέκολο» φόρεμα να πέσει κάτω. Έλαμψε μες τη νύχτα το κάτασπρο κορμί της, με το μεγάλο τατουάζ , το νέο σήμα της Ν.Δ. στον δεξιό γλουτό της. Ο προπροπάπος έστριψε τη μουστάκα με οργή και ο μπάρμπα Γεράσιμος ο «Μάκας» είπε:
-Ω ρε διάολε. Εσύ κολάζεις και Δεσπότη.
Ο παππούς αγρίεψε. Σήκωσε τη μαγκούρα από αγριελιά, και ήταν έτοιμος να την σβουρίξει στο κεφάλι της. Δεν πρόλαβε όμως.
Ένας κόκορας ακούστηκε απ’ την διπλανή αυλή, και άρχισε να χαράζει πάνω απ’ τον Παντοκράτορα. Το σόϊ, έτρεξε να χωθεί στα κάδρα του. Η Ντέξια βρήκε ευκαιρία, ξαναφόρεσε το «ξέκολο», και ξαναμπήκε στην αφίσα της. Όλα και πάλι ησυχάσαν πια.
Σαν ήρθε το πρωί η κυρά να με ξυπνήσει, όλα τα κάδρα είχαν ένα ύφος πεθαμένο. Πέθαναν εκείνη τη βραδιά για τα καλά, όταν αντίκρισαν γυμνή πια την αλήθεια: Ότι όντως ήτανε του «σκοινιού και του παλουκιού» τώρα ετούτη η Δεξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom