Κοίτα να δεις σύμπτωση...
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς έγραψε την παραβολή του Ασώτου υιού,που επιστρέφει στην πατρική εστία για να σωθεί κι ένας σύγχρονος Λουκάς με τους άσωτους πολιτικούς μας επιχειρούν να "σώσουν" εμάς που δεν το κουνήσαμε ρούπι από την εστία κι ούτε γευτήκαμε το "μόσχο το σιτευτό",όπως έκαναν οι ίδιοι τόσα χρόνια!
Η παραβολή του ασώτου την οποία θα ακούσουμε σήμερα στο Ευαγγέλιο, είναι η ωραιότερη των παραβολών. Τι μας λέει ο Κύριος με την παραβολή αυτή;
Κάποιος Πατέρας είχε δυο γιούς. Ο μικρότερος ζητά επιτακτικά από τον πατέρα του, να του δώσει το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκει. Και δέχεται ο πατέρας να του δώσει το μερίδιο του και αφού το πήρε έφυγε σε χώρα μακρινή, όχι για να εργαστεί, αλλά για να το σπαταλήσει στην ασωτία. Και εκεί «διεσκόρπισε την ουσία αυτού ζων ασώτως».
Κατασπατάλησε την περιουσία του. Άρχισε να στερείται. Ήρθε και λιμός, πείνα, στον ξένο αυτόν τόπο και αναγκάστηκε αυτό το αρχοντόπαιδο να παρακαλέσει κάποιον για δουλειά, και αυτός τον έστειλε στα χωράφια του, να βόσκει χοίρους. Κατάσταση φοβερή και θλιβερή, αφού και εκεί προσπαθούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι.
Σε αυτή την τραγική κατάσταση θυμήθηκε την πλούσια ζωή που ζούσε στο σπίτι του πατέρα του. «Εις εαυτόν δε ελθών» είπε: Πόσοι εργάτες του πατέρα μου απολαμβάνουν την πλούσια ζωή, ενώ εγώ, το παιδί του ,«λιμώ απόλυμαι», πεθαίνω από την πείνα. Και τότε του ήρθε η φωτεινή σκέψη της επιστροφής. Θα επιστρέψω, πρέπει να επιστρέψω στον πατέρα, θα του ζητήσω συγχώρεση και θα τον παρακαλέσω να με δεχθεί έστω σαν υπηρέτη.
Και, ευτυχώς, την σκέψη του την έκαμε πράξη. «Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού».
Περιγράφει στη συνέχεια ο Κύριος τη συγκινητική συνάντηση του ασώτου με τον πατέρα του. Πριν ακόμα πλησιάσει ο άσωτος στο σπίτι του, «έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαχνίσθη». Τον είδε από μακριά ο πατέρας και τον λυπήθηκε. Δεν περίμενε να έλθει κοντά του, αλλά «δραμών» (τρέχοντας) ο πατέρας «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Πατέρα μου, λέγει με δάκρυα το μετανοιωμένο άσωτο παιδί, «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου», δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι παιδί σου.
Αλλά ο πατέρας, κρατώντας τον ακόμη στην αγκαλιά του, δίνει διαταγές στους υπηρέτες. Φέρτε του καλά φορέματα που φορούσε όταν ήταν κοντά μας. Φέρτε υποδήματα. Φέρτε δακτυλίδι στο χέρι του και σφάξετε το καλύτερο μοσχάρι για το παιδί μου αυτό, που ήταν νεκρό για μένα, και ζωντάνεψε και χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν όλοι στο αρχοντικό να πανηγυρίζουν, «ήρξαντο ευφραίνεσθαι».
Είναι άξια θαυμασμού η αγάπη του Πατέρα Θεού στον κάθε αμαρτωλό που επιστρέφει μετανοιωμένος κοντά Του. Ο Πατέρας μας, ο Θεός, περιμένει με αγάπη την επιστροφή μας, Και ακριβώς η αγάπη αυτή έκαμε τον άσωτο να επιστρέψει στον πατέρα, διότι ήξερε ότι θα τον δεχόταν, ότι θα τον συγχωρούσε, Αν ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν σκληρός και θα τον έδιωχνε, δεν θα επέστρεφε.
Για τούτο η παραβολή του ασώτου είναι το πιο ενθαρρυντικό κήρυγμα για επιστροφή και μετάνοια, όλων όσων απομακρυνθήκαμε πολύ ή λίγο από τον Θεό.
Παρατηρούμε δε ότι όχι μόνον δέχεται τον άσωτο, αλλά και τον αποκαθιστά στην αρχική τιμητική θέση, πρώτα σαν παιδί του. Αυτό σήμαιναν τα φορέματα και τα υποδήματα που διατάσσει να του φέρουν και μάλιστα το δακτυλίδι που σημαίνει τον δεσμό που συνδέει τον πατέρα με τον υιό, αφού τότε το δαχτυλίδι ήταν ένα είδος επίσημης ταυτότητας των αρχοντικών οικογενειών. Ο μόσχος ο σιτευτός που θυσιάζει ο πατέρας για τον μετανοιωμένο υιό του είναι ο Σωτήρας μας, είναι ο Ιησούς Χριστός που θυσιάζεται στο Σταυρό, για να μας δώσει νέα δύναμη και ζωή, ξανακάνοντας μας παιδιά Του.
Είναι άξιο προσοχής ότι ο Κύριος στην παραβολή χαρακτηρίζει νεκρό τον αμαρτωλό, που όμως ανασταίνεται με την μετάνοια, και χαμένο πρόβατο που ξαναβρίσκει το δρόμο του.
Αλλά έχει και συνέχεια η παραβολή. Συνέχεια όχι ευχάριστη. Έχουμε τον μεγαλύτερο αδελφό που επιστρέφει από τα κτήματα. Μέχρι τώρα εργατικό, τίμιο, υπάκουο παιδί κοντά στον πατέρα. Έρχεται τώρα και βλέπει ασυνήθιστη κίνηση στο σπίτι. Ακούει μουσική. Δεν προχωρεί. Στέκεται μακριά και φωνάζει κάποιον υπηρέτη. – Τι είναι αυτά που βλέπω και ακούω; ρωτά. Και ο υπηρέτης όλος χαρά του λέει: – Ο αδελφός σου ο άσωτος επέστρεψε μετανοιωμένος και ο πατέρας σου τον δέχτηκε και διέταξε να σφάξουμε το εκλεκτό μοσχάρι και να γιορτάσουμε για την επιστροφή του αδελφού σου, που όπως είπε ο πατέρας σου νεκρός ήταν και αναστήθηκε και χαμένος και βρέθηκε.
Το άκουσε ο μεγάλος γιός και γέμισε ζήλεια η ψυχή του. Οργίστηκε και δεν θέλησε να μπει στο σπίτι. Το μαθαίνει ο πατέρας και έρχεται και τον παρακαλεί λέγοντας του: «Παιδί μου, ο αδελφός σου ήλθε και έπρεπε να χαρείς». Αλλά αυτός με απότομο τρόπο του λέει: «Εγώ συνεχώς κάθομαι κοντά σου και δουλεύω και δεν μου έδωκες ένα κατσίκι να διασκεδάσω με τους φίλους μου και τώρα ήλθε αυτός ο γιός σου, δεν λέγει αδελφός μου, όπου σπατάλησε την περιουσία σου στην ασωτία, θυσίασες το καλύτερο μοσχάρι». Του θυμίζει ο πατέρας ότι «πάντα τα εμά σα έστιν». Το αποτέλεσμα; Δεν μας το λέγει, αν τελικά μπήκε στο σπίτι.
Επισημαίνει ο Κύριος τον κίνδυνο που διατρέχουμε όσοι νομίζουμε ότι είμεθα εντάξει απέναντι στο Θεό. Ότι είμεθα άνθρωποι του Θεού, άνθρωποι της Εκκλησίας, όμως ίσως να μην έχουμε αγάπη στον αδελφό μας που τον θεωρούμε αμαρτωλό και τον περιφρονούμε και τον κατακρίνουμε και όμως, υπάρχει ο κίνδυνος αυτός να σωθεί και εμείς να μείνουμε έξω, μακριά από τον Πατέρα Θεό, έξω από το Παλάτι της Βασιλείας του Θεού, που και για μας ετοίμασε ο Θεός.
Γιώργος Σαββίδης
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς έγραψε την παραβολή του Ασώτου υιού,που επιστρέφει στην πατρική εστία για να σωθεί κι ένας σύγχρονος Λουκάς με τους άσωτους πολιτικούς μας επιχειρούν να "σώσουν" εμάς που δεν το κουνήσαμε ρούπι από την εστία κι ούτε γευτήκαμε το "μόσχο το σιτευτό",όπως έκαναν οι ίδιοι τόσα χρόνια!
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκά ιε΄ 11-32
«Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού»
Η παραβολή του ασώτου την οποία θα ακούσουμε σήμερα στο Ευαγγέλιο, είναι η ωραιότερη των παραβολών. Τι μας λέει ο Κύριος με την παραβολή αυτή;
Κάποιος Πατέρας είχε δυο γιούς. Ο μικρότερος ζητά επιτακτικά από τον πατέρα του, να του δώσει το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκει. Και δέχεται ο πατέρας να του δώσει το μερίδιο του και αφού το πήρε έφυγε σε χώρα μακρινή, όχι για να εργαστεί, αλλά για να το σπαταλήσει στην ασωτία. Και εκεί «διεσκόρπισε την ουσία αυτού ζων ασώτως».
Κατασπατάλησε την περιουσία του. Άρχισε να στερείται. Ήρθε και λιμός, πείνα, στον ξένο αυτόν τόπο και αναγκάστηκε αυτό το αρχοντόπαιδο να παρακαλέσει κάποιον για δουλειά, και αυτός τον έστειλε στα χωράφια του, να βόσκει χοίρους. Κατάσταση φοβερή και θλιβερή, αφού και εκεί προσπαθούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι.
Σε αυτή την τραγική κατάσταση θυμήθηκε την πλούσια ζωή που ζούσε στο σπίτι του πατέρα του. «Εις εαυτόν δε ελθών» είπε: Πόσοι εργάτες του πατέρα μου απολαμβάνουν την πλούσια ζωή, ενώ εγώ, το παιδί του ,«λιμώ απόλυμαι», πεθαίνω από την πείνα. Και τότε του ήρθε η φωτεινή σκέψη της επιστροφής. Θα επιστρέψω, πρέπει να επιστρέψω στον πατέρα, θα του ζητήσω συγχώρεση και θα τον παρακαλέσω να με δεχθεί έστω σαν υπηρέτη.
Και, ευτυχώς, την σκέψη του την έκαμε πράξη. «Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού».
Περιγράφει στη συνέχεια ο Κύριος τη συγκινητική συνάντηση του ασώτου με τον πατέρα του. Πριν ακόμα πλησιάσει ο άσωτος στο σπίτι του, «έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαχνίσθη». Τον είδε από μακριά ο πατέρας και τον λυπήθηκε. Δεν περίμενε να έλθει κοντά του, αλλά «δραμών» (τρέχοντας) ο πατέρας «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Πατέρα μου, λέγει με δάκρυα το μετανοιωμένο άσωτο παιδί, «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου», δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι παιδί σου.
Αλλά ο πατέρας, κρατώντας τον ακόμη στην αγκαλιά του, δίνει διαταγές στους υπηρέτες. Φέρτε του καλά φορέματα που φορούσε όταν ήταν κοντά μας. Φέρτε υποδήματα. Φέρτε δακτυλίδι στο χέρι του και σφάξετε το καλύτερο μοσχάρι για το παιδί μου αυτό, που ήταν νεκρό για μένα, και ζωντάνεψε και χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν όλοι στο αρχοντικό να πανηγυρίζουν, «ήρξαντο ευφραίνεσθαι».
Είναι άξια θαυμασμού η αγάπη του Πατέρα Θεού στον κάθε αμαρτωλό που επιστρέφει μετανοιωμένος κοντά Του. Ο Πατέρας μας, ο Θεός, περιμένει με αγάπη την επιστροφή μας, Και ακριβώς η αγάπη αυτή έκαμε τον άσωτο να επιστρέψει στον πατέρα, διότι ήξερε ότι θα τον δεχόταν, ότι θα τον συγχωρούσε, Αν ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν σκληρός και θα τον έδιωχνε, δεν θα επέστρεφε.
Για τούτο η παραβολή του ασώτου είναι το πιο ενθαρρυντικό κήρυγμα για επιστροφή και μετάνοια, όλων όσων απομακρυνθήκαμε πολύ ή λίγο από τον Θεό.
Παρατηρούμε δε ότι όχι μόνον δέχεται τον άσωτο, αλλά και τον αποκαθιστά στην αρχική τιμητική θέση, πρώτα σαν παιδί του. Αυτό σήμαιναν τα φορέματα και τα υποδήματα που διατάσσει να του φέρουν και μάλιστα το δακτυλίδι που σημαίνει τον δεσμό που συνδέει τον πατέρα με τον υιό, αφού τότε το δαχτυλίδι ήταν ένα είδος επίσημης ταυτότητας των αρχοντικών οικογενειών. Ο μόσχος ο σιτευτός που θυσιάζει ο πατέρας για τον μετανοιωμένο υιό του είναι ο Σωτήρας μας, είναι ο Ιησούς Χριστός που θυσιάζεται στο Σταυρό, για να μας δώσει νέα δύναμη και ζωή, ξανακάνοντας μας παιδιά Του.
Είναι άξιο προσοχής ότι ο Κύριος στην παραβολή χαρακτηρίζει νεκρό τον αμαρτωλό, που όμως ανασταίνεται με την μετάνοια, και χαμένο πρόβατο που ξαναβρίσκει το δρόμο του.
Αλλά έχει και συνέχεια η παραβολή. Συνέχεια όχι ευχάριστη. Έχουμε τον μεγαλύτερο αδελφό που επιστρέφει από τα κτήματα. Μέχρι τώρα εργατικό, τίμιο, υπάκουο παιδί κοντά στον πατέρα. Έρχεται τώρα και βλέπει ασυνήθιστη κίνηση στο σπίτι. Ακούει μουσική. Δεν προχωρεί. Στέκεται μακριά και φωνάζει κάποιον υπηρέτη. – Τι είναι αυτά που βλέπω και ακούω; ρωτά. Και ο υπηρέτης όλος χαρά του λέει: – Ο αδελφός σου ο άσωτος επέστρεψε μετανοιωμένος και ο πατέρας σου τον δέχτηκε και διέταξε να σφάξουμε το εκλεκτό μοσχάρι και να γιορτάσουμε για την επιστροφή του αδελφού σου, που όπως είπε ο πατέρας σου νεκρός ήταν και αναστήθηκε και χαμένος και βρέθηκε.
Το άκουσε ο μεγάλος γιός και γέμισε ζήλεια η ψυχή του. Οργίστηκε και δεν θέλησε να μπει στο σπίτι. Το μαθαίνει ο πατέρας και έρχεται και τον παρακαλεί λέγοντας του: «Παιδί μου, ο αδελφός σου ήλθε και έπρεπε να χαρείς». Αλλά αυτός με απότομο τρόπο του λέει: «Εγώ συνεχώς κάθομαι κοντά σου και δουλεύω και δεν μου έδωκες ένα κατσίκι να διασκεδάσω με τους φίλους μου και τώρα ήλθε αυτός ο γιός σου, δεν λέγει αδελφός μου, όπου σπατάλησε την περιουσία σου στην ασωτία, θυσίασες το καλύτερο μοσχάρι». Του θυμίζει ο πατέρας ότι «πάντα τα εμά σα έστιν». Το αποτέλεσμα; Δεν μας το λέγει, αν τελικά μπήκε στο σπίτι.
Επισημαίνει ο Κύριος τον κίνδυνο που διατρέχουμε όσοι νομίζουμε ότι είμεθα εντάξει απέναντι στο Θεό. Ότι είμεθα άνθρωποι του Θεού, άνθρωποι της Εκκλησίας, όμως ίσως να μην έχουμε αγάπη στον αδελφό μας που τον θεωρούμε αμαρτωλό και τον περιφρονούμε και τον κατακρίνουμε και όμως, υπάρχει ο κίνδυνος αυτός να σωθεί και εμείς να μείνουμε έξω, μακριά από τον Πατέρα Θεό, έξω από το Παλάτι της Βασιλείας του Θεού, που και για μας ετοίμασε ο Θεός.
Γιώργος Σαββίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου