…«θυμάμαι εμάς τα παιδιά των «χωραφιών» που περιμέναμε πώς και πώς μέχρι να έρθει το καλοκαίρι για να ξεκουραστούμε λιγάκι από το σχολείο και το διάβασμα.
Που να φανταστούμε όμως ότι τώρα που μεγαλώσαμε λίγο, το καλοκαίρι για μας δεν είναι κάτι διασκεδαστικό και ξεκούραστο όπως για τα παιδιά των μεγαλουπόλεων.
Στις διακοπές του Πάσχα περίπου, ξεκινούσε το φύτευμα του καπνού. Κάθε πρωί όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Και εμείς τα παιδιά από κοντά.
Τα πιο μεγάλα βοηθούσαν στο βγάλσιμο του φυντανιού από τις βραγιές, τα κρύα πρωινά. Ύστερα αφού γεμίζαμε τα κασόνια ή τις καλάθες με το φυντάνι, παίρναμε μαζί μας τα απαραίτητα και κινούσαμε όλοι μαζί για το χωράφι. Σαν φτάναμε εκεί αφήναμε στον ίσκιο τα πράγματά μας και αρχίζαμε την δουλειά.
Οι άντρες έσκαβαν τα αυλάκια, ενώ εμείς τα παιδιά με τις γυναίκες φυτεύαμε με το ξύλινο σουφλί, σκυμμένοι ολημερίς στ’ αυλάκι και κάποιοι πότιζαν με το ποτιστήρι, ρίζα-ρίζα τα φυτά για να πιάσουν.
Τα πιο μικρά παιδιά κουβαλούσαν με προσοχή χεριές-χεριές φυντάνι στα «πιάτα» των φυτευτάδων για να μην καθυστερήσουν εκείνοι. Άλλοτε πάλι έφερναν με τα τσίγκινα κύπελλα νερό στους καπνοφύτες. Κι άλλες φορές τα παιδιά κουβαλούσαν το νερό απ’ το κοντινό πηγάδι ή την κοντινή λούτσα, με τις βαρέλες στο χωράφι.
Έβλεπες προσωπάκια λιοκαμένα, χέρια ξεφλουδισμένα απ’ το χώμα και τις πέτρες, ρούχα γεμάτα λάσπη και ιδρώτα, παιδιά να δουλεύουν σα μεγάλοι.
Κι όταν σταματούσαν οι μεγάλοι, όλοι κάτω από τον ίσκιο να ξανασάνουν λίγο και να φάνε μια μπουκιά ψωμί βουτηγμένο σε λαδόξυδο με ελιές και κρεμμύδια, τότε σταματούσαμε κι εμείς και τρώγαμε λαίμαργα το απλό φαγητό μας. Δεν είχαμε απαιτήσεις, βολευόμασταν με τα λίγα.
Και μόνο τότε βρίσκαμε την ευκαιρία να τρέξουμε για λίγο, να μαζέψουμε λουλούδια κι άγρια σπαράγγια στο λόγγο κι ύστερα πάλι στ’ αυλάκι, μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Τότε φορτώναμε στο γάϊδαρο τα «σέα μας» και γυρίζαμε στο χωριό αποκαμωμένοι. Έπρεπε να πλυθούμε βιαστικά, να φορέσουμε ρούχα καθαρά, και να πάμε στην εκκλησία το Μεγαλοβδόμαδο. Την άλλη μέρα ξανά το ίδιο. Πού καιρός για ξεκούραση και παιχνίδι!
Και έφθανε η μέρα που άνοιγαν τα σχολεία. Οι διακοπές είχαν τελειώσει για μας τα παιδιά. Μόνο που εμείς τις είχαμε περάσει στα καπνοχώραφα.
Κι ερχόταν το καλοκαίρι, που με τόση λαχτάρα το καρτερούνε τα παιδιά για να απολαύσουν το παιχνίδι, το κολύμπι…
Μόνο που το καλοκαίρι για εμάς τα παιδιά των «χωραφιών» ήταν πάντα καυτό. Γιατί μαζί του έφθανε και το μάζεμα, το αρμάθιασμα, το άπλωμα, το λιάσιμο στη λιάστρα, πρωί- νύχτα ακόμα στο καπνοχώραφο. Μισοκοιμισμένα παιδιά στους δρόμους και εκεί με το φως του φεγγαριού ή των φαναριών αρχίναγε το μάζεμα του καπνού.
Αχ! Αυτό το πατόφυλλο!
Πόσο σκύψιμο , πόσο γδάρσιμο απ’ το χώμα! Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι. Είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά αυτό το πικρό λουλούδι του καπνού, που έφερνε ναυτία σε εμάς τα παιδιά.
Μαζεύαμε αγκαλιές και τις αφήναμε στα χεράμια, έτσι τα λέγανε τότε, ή σε καλάθες με προσοχή όμως μη χτυπηθούν τα φύλλα.
Εκεί στο μάζεμα τραγουδούσαμε κάπου – κάπου για να ξυπνίσουμε και να δουλεύουμε καλύτερα. Αφού τελειώναμε, φορτώναμε τα χεράμια στο ζώο και αργότερα στο τρακτέρ κι επιστρέφαμε στο σπίτι.
Πλέναμε τα χέρια μας με πράσινο σαπούνι για να βγει το χώμα και η κόλλα του καπνού, τρώγαμε κάτι πρόχειρο και στρωνόμασταν για αρμάθιασμα.
Με την ατσάλινη βελόνα φύλλο – φύλλο ως το βράδυ. Τραβούσε αυτή η διαδικασία ως το βράδυ σχεδόν, με κάποια διαλείμματα για φαγητό και για μια φέτα καρπούζι να δροσιστούμε.
Έσμιγε τότε η γλύκα του καρπουζιού με την πίκρα του καπνού, μα εμείς τα παιδιά το χαιρόμασταν έστω κι έτσι.
Κι αφού τέλειωνε το αρμάθιασμα, φορτώναμε τις αρμάθες και τις κουβαλούσαμε στη λιάστρα. Τις απλώναμε μία-μία για να λιαστούν. Εδώ τελείωνε η δουλειά μας.
Τελείωνε όμως κι η μέρα.
Άντε να ξεκουραστούμε λιγάκι, μας έπαιρνε ο ύπνος αμέσως μόλις πέφταμε στο κρεβάτι μας. Κι αύριο μέρα ξημερώνει. Κι άντε πάλι απ’ την αρχή.
Είχε βέβαια και τα καλά του εκεί στο αρμάθιασμα.
Αστεία, ανέκδοτα, πειράγματα με τα τζιτζίκια ή τις ακρίδες που βρίσκαμε στα φύλλα του καπνού, στοιχήματα ποιος θα φτιάξει τις περισσότερες αρμάθες (σ’ αυτά μας παρακινούσαν οι μεγάλοι για να βγαίνει η δουλειά) και το καλύτερο, το δροσερό υποβρύχιο! Η γνωστή βανίλια.
Το φθηνό γλύκισμα της εποχής, ήταν απόλαυση για τα παιδιά.
Η δύσκολη ώρα ήταν εκείνη κατά το μεσημέρι μετά το φαγητό, που αποκαμωμένα όπως ήμασταν απ’ το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη της ημέρας, γέρναμε νυσταγμένα πάνω στη βελόνα, που με το κόψιμό της ξυπνάγαμε τρομαγμένα.
Μας καθησύχαζε τότε η γιαγιά ή η μάνα.
«Έλα, δεν είναι τίποτα ! Τύλιξέ το με ένα καπνόφυλλο! Πάει πέρασε!»
Κι η αλήθεια είναι πως δεν είχε πάθει ποτέ κανένας μόλυνση. Έχει ο καπνός και τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Καμιά φορά ερχόταν και οι γείτονες και έδωναν ένα χέρι βοηθείας, υπήρχε αλληλοβοήθεια ακόμα, ευτυχώς, και τελειώναμε λίγο νωρίτερα.
Τότε, εμείς τα παιδιά τρέχαμε για παιχνίδι. Ήταν ωραία τα παιχνίδια στις γειτονιές. Σωστό μελίσσι ακουγότανε στα σοκάκια του χωριού.
Και το βράδυ που μαζευόμασταν στο σπίτι, έφθαναν οι προβλέψεις των γονιών ότι φέτος θα τα οικονομήσουν, πήγε καλά ο καιρός, πέτυχε η σοδειά τους. Θα βγούν οι κόποι της φαμελιά τους, θα βάλουν και στη τράπεζα. Λίγο είναι αυτό;
Και κάποτε οι υποσχέσεις: όταν ανοίξουν τα σχολεία θα αγοράσουμε παπούτσια, ρούχα, τετράδια και εμείς τα κουρασμένα παιδιά χαιρόμασταν.
Έτσι κύλαγε ο καιρός. Τελείωνε ο καπνός. Λιάζονταν στα «κρεββάτια».
Και εδώ πάλι εμείς τα παιδιά βοηθούσαμε στο βαντάκωμα και στο κρέμασμα στην αποθήκη.
Μα ο καιρός περνάει. Η ζωή κυλάει. Εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε, οι εποχές άλλαξαν.
Μένουν μονάχα οι θύμησες αυτών που μεγάλωσαν στα καπνοτόπια και μπήκαν τόσο νωρίς στη βιοπάλη…»
Αφήγηση ενός κατοίκου της Κατούνας
από το Αγρίνιο... γλυκές μνήμες
2 σχόλια:
Ευχαριστώ πολύ για το αντάμωμα με ένα θαυμάσιο ιστολόγιο..
Να είσαι καλά Αντιγόνη μου,καλό Σαββατοκύριακο!
Εμένα το Αγρίνιο γλυκές μνήμες μου θυμίζει τα νιάτα μου και με κάνει να ξαναζώ πράγματα και καταστάσεις με τα οποία μεγάλωσα.
Δημοσίευση σχολίου