Όταν ο νομπελίστας λογοτέχνης Jose Saramago έγραφε στα Τετράδια του Λαντσαρότε για το δίκαιο των ιδιωτικοποιήσεων, προτρέποντας τους θιασώτες αυτής της πρακτικής να ιδιωτικοποιήσουν ακόμα και ότι πιο ιερό διαθέτουν, είχε ακριβώς στο μυαλό του αυτό που όλοι βλέπουμε τριγύρω μας αλλά αρκετοί αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα. του ΝΙΚΟΥ ΚΑΨΑΛΗ
Άλλοι από ιδεολογική αγκύλωση και άλλοι – λιγότεροι αυτοί – εξαιτίας του προσωπικού τους συμφέροντος, αδυνατούν να προσεγγίσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κοινωνίας.
Όσο και αν αναζητήσεις ωραία λόγια και βαρύγδουπους τίτλους για να περιγράψεις την εκποίηση του κρατικού πλούτου, κάποια στιγμή η σαθρή και θνησιγενής αυτή λογική θα εμφανιστεί σε όλη της την μεγαλοπρέπεια.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συστηματική απαξίωση κάθε δημόσιας υποδομής, φορέα, κρατικής υπηρεσίας, τόσο ακολουθώντας πολιτικές που εκφυλίζουν τη λειτουργία τους, όσο και μέσω μίας συντονισμένης επικοινωνιακής επίθεσης στο κοινωνικό κράτος.
Ο ιδιωτικός τομέας ως η επιτομή της ανταγωνιστικότητας και της αύξησης της παραγωγικότητας τίθεται αντιμέτωπος με την βαλτωμένη και ληθαργική κρατική μηχανή. Η ιδιωτική πρωτοβουλία εμφανίζεται ως ο αυτόκλητος σωτήρας, που στα δικά του χέρια θα αναστηθούν οι παρηκμασμένες υποδομές, θα προσφερθούν καλύτερες υπηρεσίες και η οικονομία θα σημειώσει την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Όπως το έθετε και ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman: «Η απαξίωση των κοινωνικών υπηρεσιών με τα ερειπωμένα κτίρια και τη δυσκολία στη πρόσβαση στις υπηρεσίες έδωσαν το έναυσμα σε πολλούς να σκεφθούν ότι αν ανελάμβαναν τις υπηρεσίες αυτές ιδιώτες η όλη παρουσίαση και λειτουργία τους θα ήταν καλύτερη».
Το ψευδεπίγραφο δίλημμα ανάμεσα στο μη λειτουργικό κράτος και στον ευέλικτο ιδιωτικό τομέα, που ακολουθεί τις μακρόχρονες πολιτικές εγκατάλειψης του πρώτου, και επομένως και του κοινωνικού κράτους, προετοιμάζει την κοινωνία να δεχτεί κάθε είδους ιδιωτικοποίηση, όχι μόνον χωρίς να αντιδρά αλλά πολύ περισσότερο εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή της.
Αντί η κοινωνία να απαιτεί την αξιοποίηση των υποδομών που έχει πληρώσει όλα αυτά τα χρόνια και αποτελούν περιουσία της, παρακολουθεί στην συντριπτική πλειοψηφία της με απάθεια, την αρπαγή εκείνου που θα έπρεπε να θεωρεί δικό της πλούτο.
Δεν διαφέρει στη βάση της η λογική που προτάθηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου η ατομική ευθύνη κατέστη η κυρίαρχη αντίληψη για την αναχαίτιση της εξάπλωσης του ιού. Ιδανικές κοινωνίες είναι πλέον εκείνες όπου προέχει το ατομικό του συλλογικού εκεί δηλαδή που η κοινωνική ισορροπία και ειρήνη προκύπτει ως το σημείο ισορροπίας ενός παιγνίου όπου εξυπηρετείται το κοινό συμφέρον. Δυστυχώς όμως, σε αυτό το Παίγνιο οι παίκτες δεν ενδιαφέρονται για το κοινό συμφέρον, οδηγώντας σε πλήρη ανισορροπία, οξύνοντας τελικά και τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που εμφανίζονται ως οι θιασώτες της «ελεύθερης» αγοράς, της βεβαιότητας ότι ο ιδιωτικός τομέας διαχειρίζεται και αξιοποιεί τους πόρους καλύτερα από κάθε δημόσιο φορέα, θέλουν να δημιουργήσουν ένα κράτος που πρέπει να αφοσιώνεται μόνο στην αστυνόμευση, είτε πρόκειται για τη φύλαξη των “επενδύσεων” αυτών είτε των ίδιων των κανόνων της αγοράς.
Ταυτόχρονα όμως επιθυμούν και ένα κράτος που θα παρέχει δίχτυ ασφαλείας στον ιδιωτικό τομέα δείχνοντας την αναγκαία προστασία, εκεί όπου μια χρεοκοπία ή μια ενδεχόμενη κατάρρευση θα έκανε μεγάλο θόρυβο με συνακόλουθες επικίνδυνες, για τη λειτουργία της οικονομίας, κοινωνικές αναταραχές.
Οι διασώσεις των τραπεζών με κρατικό χρήμα είναι κοινή πρακτική από την Κύπρο μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε που η κοινωνία καθίσταται συμμέτοχος στη ζημία, αναλαμβάνοντας ενίοτε δυσβάσταχτο φορτίο, χωρίς να συμβαίνει το ίδιο στα προηγούμενα κέρδη. Είναι από εκείνες τις πρακτικές που έκαναν τον Brecht να αναρωτιέται αν υπάρχει μεγαλύτερη ληστεία από την ίδρυση μιας τράπεζας.
Με την έννοια αυτή το Κράτος λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής, προστατεύοντας το σύστημα. Αυτό που βιώνουμε όλοι μας, αυτός ο Υπαρκτός Φιλελευθερισμός, πνίγεται μέσα στις αντιφάσεις που δομικά ενυπάρχουν στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα, στην ασάφεια και τον ανορθολογισμό.
Στηριζόμενος στους ευσεβείς πόθους μιας ασαφούς οικονομικής προόδου, βασισμένης σε μία στρεβλή έννοια ατομικής ελευθερίας αφού κηρύττει ότι ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα δεσμά των προκαθορισμένων οικονομικών κανόνων και μπορεί να κυνηγήσει ελεύθερος την οικονομική του ευρωστία. Οι επαγωγικές σχέσεις που ακολουθούν αυτό το αφήγημα στερούνται συνοχής και δεν ακολουθούν κανένα μοτίβο που να θεμελιώνει κάποια αποδεικτική διαδικασία.
Οι προβλέψεις του Υπαρκτού Φιλελευθερισμού διαρκώς αποτυγχάνουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα χρέη των προηγμένων οικονομικά κρατών, που έσπευσαν πρώτες να υιοθετήσουν πολιτικές “αποσυμφόρησης” του κράτους από ζημιογόνες υπηρεσίες, κάθε άλλο παρά ακολούθησαν την πορεία που αναμενόταν.
Οι Η.Π.Α. είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ, να εκτοξεύεται από το 28% το 1975, στο 128% το 2020. Παρόμοια τάση σημειώνεται, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και από τα στοιχεία των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης, καθώς ακόμα και η Γερμανία σημείωσε την αντίστοιχη περίοδο μια αύξηση από το 20% στο 70%. Το μικρότερο κράτος δεν φαίνεται να είχε την αναμενόμενη επίδραση στο δημόσιο χρέος. Αντιθέτως, εκεί που συντελείται εκποίηση της δημόσιας περιουσίας ακολουθεί και αλματώδης αύξηση του δημόσιου χρέους καθώς πέρα από την αρχική ρευστότητα που παρέχει μια ιδιωτικοποίηση, οι συνολικές απώλειες σε βάθος χρόνου είναι τεράστιες.
Κανένας δεν γνωρίζει καλύτερα την νεοφιλελεύθερη ουτοπία από εκείνον που ισχυρίζεται πως πιστεύει στις λογικές του laissez faire, και πουθενά δεν απεικονίζεται καλύτερα αυτό από τις διαδικασίες ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Η Ελλάδα είναι ένα κλασσικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ελάχιστου ρίσκου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας κάτι που δεν οφείλεται στην τοπική πολιτική διαφθορά.
Οι ιδιωτικοποιήσεις που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια, υπό την εποπτεία του ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) που έχει οριστεί από την τρόικα έχοντας εξασφαλίσει προηγουμένως και νομική ασυλία, ξεπερνούν κατά πολύ την έννοια του ξεπουλήματος.
Οι επικερδείς δημόσιες υπηρεσίες, τα επενδυτικά “φιλέτα” δηλαδή, εκποιήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές και τις πρακτικές που ορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 37 περιφερειακά αεροδρόμια που υπάρχουν στην Ελλάδα, μόνο τα 17 που παρουσίαζαν κέρδη μπήκαν στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ενώ τα υπόλοιπα που είναι ελλειμματικά – μην ξεχνάμε ότι σε μια νησιωτική χώρα είναι αναγκαίο κάτι τέτοιο για τις ανάγκες του πληθυσμού – συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε κάθε περίπτωση όμως, εκείνο που εντείνει την μεγάλη κλοπή του πλούτου του ελληνικού λαού είναι οι βαρύτατες υποχρεώσεις που ανέλαβε το ελληνικό δημόσιο απέναντι στους “επενδυτές”, όπως εγγυήσεις χρηματοδότησης, ρήτρες κερδοφορίας, ακύρωση συμβάσεων εργασίας κ.α.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο του ’20 δόθηκαν στην ΜΟΡΕΑΣ ΑΕ, που διαχειρίζεται τον αυτοκινητόδρομο στην Πελοπόννησο, 11 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη από τις μειωμένες εισπράξεις των διοδίων, λόγω των μέτρων για την πανδημία.
Η ελληνική χρεοκοπία όμως δεν είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα στις πρακτικές ξεπουλήματος και στις μεθοδεύσεις λήστευσης της δημόσιας περιουσίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία, κατά την ιδιωτικοποίηση της Royal Mail, το συμβουλευτικό τμήμα της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lazard ltd, έπαιξε τον βασικό συμβουλευτικό ρόλο επηρεάζοντας την τιμή των μετοχών της. Στη συνέχεια το τμήμα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της ίδιας εταιρείας προκρίθηκε ως μία από τις 16 επιχειρήσεις που επιλέχτηκαν ως αξιόπιστοι επενδυτές.
Το αποτέλεσμα ήταν η Lazard να έχει κέρδη 8 εκατομμυρίων λιρών μόνο από την αγορά και τη μεταπώληση των μετοχών αυτών.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την ιδιωτικοποίηση του 49% της ΑΕΝΑ, της δημόσιας εταιρείας διαχείρισης των αεροδρομίων της Ισπανίας και πάλι μέσω της αύξησης της τιμής της μετοχής και της συνακόλουθης απώλειας 1 δις. ευρώ για το ισπανικό κράτος από την πρώτη κιόλας ημέρα. Κανένας φυσικά δεν θα εκπλαγεί όταν η Lazard προσφύγει στην αμερικανική κυβέρνηση για αναζήτηση σωτηρίας στην επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση.
Φυσικά ούτε οι παρεχόμενες υπηρεσίες καλύπτουν τις προσδοκίες. Εκεί είναι αφοπλιστική η έκθεση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, θιασώτες προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων ευρείας κλίμακας μέσω των λεγόμενων “Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής”.
Σε κοινή έρευνα του 2004 λένε το εξής:
«Όταν οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν στην υποκατάσταση του δημόσιου δανεισμού με ιδιωτικό δανεισμό, στις περισσότερες περιπτώσεις το κόστος χρηματοδότησης θα αυξηθεί. Στη συνέχεια, το βασικό ζήτημα είναι εάν οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές θα οδηγήσουν σε αύξηση της αποδοτικότητας η οποία θα αντισταθμίσει κατά το δυνατόν περισσότερο το υψηλότερο κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. […] Η σημασία των ιδιωτικοποιήσεων έγκειται κυρίως στη σχετική αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα. Ενώ υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το θέμα, η θεωρία επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες και τα συμπεράσματα από τα εμπειρικά στοιχεία είναι αντικρουόμενα. […] Δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι πιο αποτελεσματικές από τις δημόσιες επενδύσεις και τη δημόσια παροχή υπηρεσιών […].»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου