Αναπάντητα ερωτήματα για τον θάνατο του Σταύρου Δογιάκη - Τα σημειώματα που άφησε πίσω του, η συγγνώμη προς τη μητέρα του, η συμφωνία να αποχωρήσει από την ταβέρνα και η νέα επιχειρηματική του προσπάθεια.
Αν έλειπε το όπλο που βρέθηκε στο χέρι του, κανείς δεν θα μιλούσε για την αυτοκτονία του Σταύρου Δογιάκη. Αν έλειπε το 9άρι πιστόλι, οι Αρχές θα έψαχναν ποιος και γιατί δολοφόνησε με δύο σφαίρες, μία στην καρδιά και μία στο κεφάλι, τον πρώην συνιδιοκτήτη της διάσημης χασαποταβέρνας «Κρητικός».
Αν έλειπαν τα δύο ιδιόχειρα σημειώματα που άφησε πίσω του, κανείς δεν θα αναρωτιόταν γιατί ο νεκρός είχε αγωνία να ξεκαθαρίσει ότι ως μόνο κληρονόμο της περιουσίας του όριζε τον αδελφό του, Νίκο. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος, εξ αίματος συγγενής τουλάχιστον, ο οποίος να διεκδικήσει τα υπάρχοντα του αυτόχειρα. Αλλωστε, ο Σταύρος και ο Νίκος Δογιάκης υπήρξαν οι μοναδικοί συνέταιροι στην εξαιρετικά προσοδοφόρα ταβέρνα στην Κάντζα, την οποία παρέλαβαν από τον πατέρα τους πριν από περίπου 20 χρόνια και τη μετέτρεψαν σε χρυσοφόρα επιχείρηση. Ο τζίρος τα Σαββατοκύριακα άγγιζε και ίσως να ξεπερνούσε τα 30.000 ευρώ.
Ο συνεταιρισμός αυτός τερματίστηκε πρόσφατα, όταν ο Σταύρος μεταβίβασε το μερίδιό του στον Νίκο αντί 650.000 ευρώ. Τυπικά, ανοιχτοί λογαριασμοί και οικονομικές εκκρεμότητες ανάμεσα στα δύο αδέλφια δεν υπήρχαν. Επομένως, γιατί ο Σταύρος αγωνιούσε μέχρι τα τελευταία λεπτά της ζωής του μήπως αμφισβητηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα του Νίκου στην κληρονομιά; Επίσης, γιατί, εξ όσων έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά, ζητούσε συγγνώμη από τον αδελφό του και μόνο για την απόφασή του να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του; Γιατί του άφησε εκείνο το κουτί με το «σημαντικό» χρηματικό ποσό, προφανώς ό,τι είχε, το οποίο κατασχέθηκε από τους αστυνομικούς;
Ο ιατροδικαστικός έλεγχος δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ο Σταύρος Δογιάκης αυτοκτόνησε, δεν δολοφονήθηκε. Εστω κι αν χρειάστηκε να πυροβολήσει ο ίδιος τον εαυτό του δύο φορές. Αλλόκοτο και εξαιρετικά σπάνιο περιστατικό, αλλά η διπλή απόπειρα δεν αμφισβητείται. Ο Δογιάκης αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά. Παρά το σοκ που λογικά υπέστη από την πρώτη βολή, είχε την πνευματική διαύγεια, το κουράγιο και την ψυχραιμία να συνειδητοποιήσει ότι το τραύμα, μολονότι ήταν εξ επαφής, ενδεχομένως δεν ήταν αρκετό για να τον σκοτώσει.
Οπότε σήκωσε ξανά το όπλο αμέσως, πριν αρχίσει η αιμορραγία και χάσει τις δυνάμεις και τις αισθήσεις του, ακούμπησε την κάννη στον κρόταφό του και τράβηξε τη σκανδάλη για δεύτερη και τελειωτική φορά. Τόσο αποφασισμένος ήταν και τόσο απεγνωσμένα επιζητούσε τον θάνατο. Αλλά εάν ήταν τόσο αποφασισμένος, γιατί είχε απενεργοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο, σαν να μην επιθυμούσε να εντοπιστεί η σορός του;
Η αυτοκτονία, εξ ορισμού, αποτελεί απόδειξη ότι ο εκάστοτε νεκρός είχε φτάσει στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο Σταύρος Δογιάκης δεν είχε ιστορικό ψυχικών διαταραχών και δεν έπασχε από κατάθλιψη. Αρα αυτομάτως αποκλείεται ο παράγοντας κάποιας ψυχοπαθολογίας και μάλιστα τόσο βαριάς ώστε να οδηγήσει στην αυτοχειρία. Επομένως, οι πιθανές αιτίες που απομένουν για να εξηγήσουν την πράξη του δεν είναι πολλές.
Ενας νοήμων και εχέφρων άνθρωπος δεν αυτοκτονεί ξαφνικά, παρά μόνο εάν έχει πειστεί ότι στο έσχατο δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο η επιβίωση και η προσπάθεια αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Χρέη, ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας, μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση, ο κίνδυνος του κοινωνικού διασυρμού ύστερα από μια αποκάλυψη σχετικά με τον προσωπικό ή τον επαγγελματικό-επιχειρηματικό βίο, η προοπτική μιας καταδίκης ή και φυλάκισης για κάποιο αδίκημα, ένας εκβιασμός, αυτοί είναι οι πλέον συνηθισμένοι λόγοι που θα μπορούσαν να οπλίσουν το χέρι ενός υποψήφιου αυτόχειρα. Κανένας από τους οποίους δεν φαίνεται να ταιριάζει στην περίπτωση του Σταύρου Δογιάκη. Κι όμως, έτσι έγινε, ο Σταύρος αυτοκτόνησε.
Οι αντιφάσεις του Σταύρου
Η αναγγελία για την εξαφάνισή του από το «Χαμόγελο του Παιδιού» έγινε ύστερα από μια γαμήλια δεξίωση στην οποία ο Δογιάκης παραβρέθηκε το βράδυ της Κυριακής. Εκεί η συμπεριφορά του δεν έδωσε την παραμικρή λαβή στους γνωστούς του να υποψιαστούν ότι ήταν σε τόσο κακή ψυχολογική κατάσταση ώστε είχε ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει φεύγοντας από το γλέντι. Μάλιστα πριν από την έκδοση του amber alert ο αδελφός του τον αναζήτησε στο σπίτι του, στο οποίο πήγε μαζί με έναν κλειδαρά. Αφού δεν κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα, μπήκαν από το παράθυρο και εκεί βρήκαν το πρώτο σημείωμα, γεγονός που του προκάλεσε έντονη ανησυχία, και ένα κουτί με 40.000 ευρώ.
Γιατί κάποιος που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή να παρίσταται σε μια τέτοια ευφρόσυνη και χαρωπή κοινωνική συνάθροιση; Παρακάμπτοντας αυτή την απορία, αν κάποιος επικεντρώσει στο ποιος ήταν ο Σταύρος Δογιάκης, πολύ δύσκολα θα καταλήξει σε μια εύλογη ερμηνεία: κοσμοπολίτης, εξαιρετικά κοινωνικός και δημοφιλής, εξωστρεφής, αλλά και μονήρης. Αν και στα 53 του, δεν είχε οικογένεια, ούτε κάποιον γνωστό δεσμό. Τα ενδιαφέροντά του -η μανιώδης σωματική άσκηση, η στενή φιλία με επιφανείς εκπροσώπους της κοσμικής αφρόκρεμας (Λάκης Γαβαλάς, οι διεθνούς ακτινοβολίας δίδυμοι μόδιστροι Ντιν και Νταν του οίκου Dsquared2 που τον αποκαλούσαν «ο Ελληνας αδελφός μας» κ.ά.)- δεν συνάδουν με το τυπικό προφίλ του ιδιοκτήτη κρεοφαγικής ταβέρνας στα περίχωρα της Αθήνας.
Διότι είναι προφανές ότι ο Σταύρος Δογιάκης έμοιαζε να νιώθει πολύ περισσότερο στο στοιχείο του όποτε βρισκόταν στη Μύκονο παρά στην Κάντζα. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός απ’ το να εργάζεται στον «Κρητικό», φροντίζοντας ώστε η όλο και μεγαλύτερη πελατεία του -και ιδιαίτερα οι διάσημοι φίλοι του- να απολαμβάνει τα εκλεκτότερα των εδεσμάτων. Και ακριβώς τη στιγμή που ο Σταύρος είχε αποφασίσει, επιτέλους, να αυτονομηθεί επιχειρηματικά από τον «Κρητικό» και τον αδελφό του, προχωρώντας σε ένα πολυδάπανο και τολμηρό νέο εγχείρημα που μάλλον θα του ταίριαζε πολύ περισσότερο από τα περιζήτητα κρεατικά της ταβέρνας, αυτοκτονεί. Φερόταν έτοιμος να επενδύσει περί το μισό εκατομμύριο ευρώ σε ένα μοντέρνο καφέ-εστιατόριο στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής.
Είχε ήδη υπογραφεί το μισθωτήριο και είχαν αρχίσει οι εργασίες διαμόρφωσης του χώρου, σύμφωνα με το καινούριο όραμα του Σταύρου. Υποθέτει κανείς ότι, ως μεσήλικας πλέον, ο Δογιάκης θα είχε αναζωογονηθεί με την προοπτική του καινούριου project. Θα βασιζόταν στις δικές του δυνάμεις για να ξεκινήσει από το μηδέν κάτι συναρπαστικό και εκλεπτυσμένο, ακριβώς όπως το ονειρευόταν. Ξεφεύγοντας από την ταβέρνα που, λίγο πολύ, ήταν για εκείνον ανέκαθεν κάτι σαν προδιαγεγραμμένη πορεία, εφόσον πρακτικά μεγάλωσε μέσα στον «Κρητικό», περιμένοντας να διαδεχτεί τον πατέρα του και να μοιραστεί τη διεύθυνση της ταβέρνας με τον κατά 8 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, Νίκο.
Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ως χαρακτήρας είναι εντελώς διαφορετικός από τον Σταύρο. Πολύ λιγότερο κοινωνικός και πολύ περισσότερο τυπικός Κρητικός (η οικογένεια έχει καταγωγή από τα Σφακιά και το χωριό Μιξόρρουμα Ρεθύμνου) ως προς το φέρεσθαι, ο Νίκος Δογιάκης είναι αφοσιωμένος στη καθημερινή διαχείριση της ταβέρνας.
Σύμφωνα με μαρτυρία ανθρώπου από τον στενό κύκλο φίλων του θανόντος, ο οποίος μίλησε στο «ΘΕΜΑ» υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, το τελευταίο διάστημα φαινόταν ότι υπήρχε κάποιου είδους διαφωνία ανάμεσα στα δύο αδέλφια, κάποιο αγκάθι στη σχέση τους. Είναι, άλλωστε, απορίας άξιον το πώς δύο τόσο ανόμοιοι άνθρωποι είχαν καταφέρει να συνυπάρχουν αρμονικά επί δεκαετίες.
Διευθύνοντας ένα εστιατόριο που είχε ξεκινήσει σαν ένα απλοϊκό χάνι κυνηγών πριν από 60 χρόνια και έγινε στέκι επιφανών και διασήμων, στο οποίο μπορούσες να δεις να συντρώγουν σε διπλανά τραπέζια μεγαλοεπιχειρηματίες του βεληνεκούς, π.χ., του Θόδωρου Αγγελόπουλου με καλλιτέχνες (Βίσση, Ρουβάς, Ρέμος κ.ά.), αθλητές πρώτης γραμμής και κάθε είδους εγχώριους ή ακόμη και διεθνείς celebrities.
Ο φόνος στην ταβέρνα
Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 2018, στον χώρο στάθμευσης έξω από τον «Κρητικό», δολοφονήθηκε ο 57χρονος Σπύρος Παπαχρήστος. Πρώην αξιωματικός και στέλεχος των Ειδικών Δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ., βραβευμένος με αριστείο ανδραγαθίας αλλά και κατηγορούμενος για ανάμειξη σε μια σκοτεινή υπόθεση διαφθοράς, ο Παπαχρήστος εργαζόταν πλέον ιδιωτικά ως υπεύθυνος ασφαλείας υψηλών προσώπων. Υπήρξε στενός φίλος του Σταύρου Δογιάκη. Η εκτέλεσή του έγινε από επαγγελματίες δολοφόνους και είχε όλα τα γνωρίσματα ενός συμβολαίου θανάτου. Κάποιοι ήθελαν να βγάλουν τον Παπαχρήστο από τη μέση για ό,τι έκανε ή για ό,τι ήξερε. Αιμόφυρτος μετά την επίθεση, εκείνος έκανε μερικά βήματα και έπεσε νεκρός στο κατώφλι του «Κρητικού». Συμπτωματικά, μόλις την προηγούμενη μέρα είχε στείλει σε φίλο του στη Μύκονο μια φωτογραφία από το κινητό του. Ηταν η εικόνα μιας ευμεγέθους μπριζόλας με τους αχνούς και τους ζωμούς της, που πιστοποιούσε τη μαστοριά του ψήστη στην κουζίνα του «Κρητικού».
Οπως ήταν φυσικό, η στυγερή εν ψυχρώ δολοφονία του Σπύρου Παπαχρήστου είχε συγκλονίσει τον Σταύρο Δογιάκη. Αλλά το αν και πώς το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συνδέεται με την αυτοκτονία του είναι ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της υπόθεσης, η οποία δεν φαίνεται να συνδέεται καθόλου με το εν λόγω θλιβερό περιστατικό.
«Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν την περασμένη εβδομάδα», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο παλιός πρωταθλητής Ελλάδας και Ευρώπης στο bodybuilding Νίκος Σιγάλας. Ως προσωπικός προπονητής και έμπιστος φίλος, ο Σιγάλας μπορούσε να διακρίνει αλλαγές στην ψυχολογική κατάσταση και τη διάθεση του Σταύρου, μια και η επαφή τους στο γυμναστήριο ήταν καθημερινή. «Αγκαλιαστήκαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε», διηγείται ο Σιγάλας και συνεχίζει αναπαριστώντας τον διάλογο: «“Σταυρή, πώς πας;”, τον ρώτησα, “πώς πάει η δουλειά;”. Μου απάντησε: “Ευτυχώς έχουμε κάνει την καβάντζα μας. Και άλλον έναν χρόνο να ήμασταν κλειστοί, που λέει ο λόγος, πρόβλημα δεν θα είχα”.
Αρα οικονομικό ζήτημα δεν υπήρχε. Ο Σταύρος, όμως, μου είπε και κάτι άλλο: “Ασ’ τα, Νίκο, είμαι στεναχωρημένος. Φεύγω από το μαγαζί”. Κατάλαβα ότι κάτι τον είχε πειράξει. Εδειχνε απογοητευμένος, σκοτείνιασε όταν αναφέρθηκε στην ταβέρνα, αλλά δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος, οπότε άλλαξα κουβέντα για να του φτιάξω τη διάθεση».
Παρ’ όλα αυτά, ο Νίκος Σιγάλας αποκλείει το ενδεχόμενο η αποχώρησή του από τον «Κρητικό», σε συνδυασμό με κάποια προσωπικά θέματα που τον απασχολούσαν, «να μπορούσαν ποτέ να σπρώξουν τον Σταύρο να δώσει τέλος στη ζωή του. Κάτι άλλο μεσολάβησε, κάτι πολύ πιο σοβαρό, που τον φόρτισε ψυχολογικά, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία - αν είναι αυτοκτονία και όχι κάτι άλλο. Διότι αυτοκτονία με δύο σφαίρες, μία στην καρδιά και μία στο κεφάλι, είναι κάτι που εγώ δεν έχω ξανακούσει ποτέ».
Παρά τις λογικές εικασίες, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία αυτό δείχνουν, αυτοχειρία. Το δεύτερο σημείωμα που βρέθηκε στο μικρό Smart του Σταύρου, στον τόπο της αυτοκτονίας, απευθυνόταν στον αδελφό του, από τον οποίο ζητούσε συγγνώμη για ό,τι μεσολάβησε μεταξύ τους, όπου έκανε αναφορά στη μάνα του που υπεραγαπούσε και σε λίγο θα «άφηνε». Αυτό που απομένει τώρα από πλευράς Ανακριτικής είναι το άνοιγμα του κινητού του Σταύρου από την ΕΛ.ΑΣ. για να επιβεβαιωθούν όλα αυτά ή, μάλλον, μήπως βρεθεί κάποιο στοιχείο που να τα αναιρεί για να ξεκουραστεί ο Σταύρος μια για πάντα από τους δαίμονες που τον κατέτρεχαν.
Φρίξος Δρακοντίδης - Βασίλης Τσακίρογλου
Αν έλειπαν τα δύο ιδιόχειρα σημειώματα που άφησε πίσω του, κανείς δεν θα αναρωτιόταν γιατί ο νεκρός είχε αγωνία να ξεκαθαρίσει ότι ως μόνο κληρονόμο της περιουσίας του όριζε τον αδελφό του, Νίκο. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος, εξ αίματος συγγενής τουλάχιστον, ο οποίος να διεκδικήσει τα υπάρχοντα του αυτόχειρα. Αλλωστε, ο Σταύρος και ο Νίκος Δογιάκης υπήρξαν οι μοναδικοί συνέταιροι στην εξαιρετικά προσοδοφόρα ταβέρνα στην Κάντζα, την οποία παρέλαβαν από τον πατέρα τους πριν από περίπου 20 χρόνια και τη μετέτρεψαν σε χρυσοφόρα επιχείρηση. Ο τζίρος τα Σαββατοκύριακα άγγιζε και ίσως να ξεπερνούσε τα 30.000 ευρώ.
Ο συνεταιρισμός αυτός τερματίστηκε πρόσφατα, όταν ο Σταύρος μεταβίβασε το μερίδιό του στον Νίκο αντί 650.000 ευρώ. Τυπικά, ανοιχτοί λογαριασμοί και οικονομικές εκκρεμότητες ανάμεσα στα δύο αδέλφια δεν υπήρχαν. Επομένως, γιατί ο Σταύρος αγωνιούσε μέχρι τα τελευταία λεπτά της ζωής του μήπως αμφισβητηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα του Νίκου στην κληρονομιά; Επίσης, γιατί, εξ όσων έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά, ζητούσε συγγνώμη από τον αδελφό του και μόνο για την απόφασή του να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του; Γιατί του άφησε εκείνο το κουτί με το «σημαντικό» χρηματικό ποσό, προφανώς ό,τι είχε, το οποίο κατασχέθηκε από τους αστυνομικούς;
Ο ιατροδικαστικός έλεγχος δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ο Σταύρος Δογιάκης αυτοκτόνησε, δεν δολοφονήθηκε. Εστω κι αν χρειάστηκε να πυροβολήσει ο ίδιος τον εαυτό του δύο φορές. Αλλόκοτο και εξαιρετικά σπάνιο περιστατικό, αλλά η διπλή απόπειρα δεν αμφισβητείται. Ο Δογιάκης αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά. Παρά το σοκ που λογικά υπέστη από την πρώτη βολή, είχε την πνευματική διαύγεια, το κουράγιο και την ψυχραιμία να συνειδητοποιήσει ότι το τραύμα, μολονότι ήταν εξ επαφής, ενδεχομένως δεν ήταν αρκετό για να τον σκοτώσει.
Οπότε σήκωσε ξανά το όπλο αμέσως, πριν αρχίσει η αιμορραγία και χάσει τις δυνάμεις και τις αισθήσεις του, ακούμπησε την κάννη στον κρόταφό του και τράβηξε τη σκανδάλη για δεύτερη και τελειωτική φορά. Τόσο αποφασισμένος ήταν και τόσο απεγνωσμένα επιζητούσε τον θάνατο. Αλλά εάν ήταν τόσο αποφασισμένος, γιατί είχε απενεργοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο, σαν να μην επιθυμούσε να εντοπιστεί η σορός του;
Η αυτοκτονία, εξ ορισμού, αποτελεί απόδειξη ότι ο εκάστοτε νεκρός είχε φτάσει στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο Σταύρος Δογιάκης δεν είχε ιστορικό ψυχικών διαταραχών και δεν έπασχε από κατάθλιψη. Αρα αυτομάτως αποκλείεται ο παράγοντας κάποιας ψυχοπαθολογίας και μάλιστα τόσο βαριάς ώστε να οδηγήσει στην αυτοχειρία. Επομένως, οι πιθανές αιτίες που απομένουν για να εξηγήσουν την πράξη του δεν είναι πολλές.
Ενας νοήμων και εχέφρων άνθρωπος δεν αυτοκτονεί ξαφνικά, παρά μόνο εάν έχει πειστεί ότι στο έσχατο δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο η επιβίωση και η προσπάθεια αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Χρέη, ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας, μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση, ο κίνδυνος του κοινωνικού διασυρμού ύστερα από μια αποκάλυψη σχετικά με τον προσωπικό ή τον επαγγελματικό-επιχειρηματικό βίο, η προοπτική μιας καταδίκης ή και φυλάκισης για κάποιο αδίκημα, ένας εκβιασμός, αυτοί είναι οι πλέον συνηθισμένοι λόγοι που θα μπορούσαν να οπλίσουν το χέρι ενός υποψήφιου αυτόχειρα. Κανένας από τους οποίους δεν φαίνεται να ταιριάζει στην περίπτωση του Σταύρου Δογιάκη. Κι όμως, έτσι έγινε, ο Σταύρος αυτοκτόνησε.
Οι αντιφάσεις του Σταύρου
Η αναγγελία για την εξαφάνισή του από το «Χαμόγελο του Παιδιού» έγινε ύστερα από μια γαμήλια δεξίωση στην οποία ο Δογιάκης παραβρέθηκε το βράδυ της Κυριακής. Εκεί η συμπεριφορά του δεν έδωσε την παραμικρή λαβή στους γνωστούς του να υποψιαστούν ότι ήταν σε τόσο κακή ψυχολογική κατάσταση ώστε είχε ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει φεύγοντας από το γλέντι. Μάλιστα πριν από την έκδοση του amber alert ο αδελφός του τον αναζήτησε στο σπίτι του, στο οποίο πήγε μαζί με έναν κλειδαρά. Αφού δεν κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα, μπήκαν από το παράθυρο και εκεί βρήκαν το πρώτο σημείωμα, γεγονός που του προκάλεσε έντονη ανησυχία, και ένα κουτί με 40.000 ευρώ.
Γιατί κάποιος που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή να παρίσταται σε μια τέτοια ευφρόσυνη και χαρωπή κοινωνική συνάθροιση; Παρακάμπτοντας αυτή την απορία, αν κάποιος επικεντρώσει στο ποιος ήταν ο Σταύρος Δογιάκης, πολύ δύσκολα θα καταλήξει σε μια εύλογη ερμηνεία: κοσμοπολίτης, εξαιρετικά κοινωνικός και δημοφιλής, εξωστρεφής, αλλά και μονήρης. Αν και στα 53 του, δεν είχε οικογένεια, ούτε κάποιον γνωστό δεσμό. Τα ενδιαφέροντά του -η μανιώδης σωματική άσκηση, η στενή φιλία με επιφανείς εκπροσώπους της κοσμικής αφρόκρεμας (Λάκης Γαβαλάς, οι διεθνούς ακτινοβολίας δίδυμοι μόδιστροι Ντιν και Νταν του οίκου Dsquared2 που τον αποκαλούσαν «ο Ελληνας αδελφός μας» κ.ά.)- δεν συνάδουν με το τυπικό προφίλ του ιδιοκτήτη κρεοφαγικής ταβέρνας στα περίχωρα της Αθήνας.
Διότι είναι προφανές ότι ο Σταύρος Δογιάκης έμοιαζε να νιώθει πολύ περισσότερο στο στοιχείο του όποτε βρισκόταν στη Μύκονο παρά στην Κάντζα. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός απ’ το να εργάζεται στον «Κρητικό», φροντίζοντας ώστε η όλο και μεγαλύτερη πελατεία του -και ιδιαίτερα οι διάσημοι φίλοι του- να απολαμβάνει τα εκλεκτότερα των εδεσμάτων. Και ακριβώς τη στιγμή που ο Σταύρος είχε αποφασίσει, επιτέλους, να αυτονομηθεί επιχειρηματικά από τον «Κρητικό» και τον αδελφό του, προχωρώντας σε ένα πολυδάπανο και τολμηρό νέο εγχείρημα που μάλλον θα του ταίριαζε πολύ περισσότερο από τα περιζήτητα κρεατικά της ταβέρνας, αυτοκτονεί. Φερόταν έτοιμος να επενδύσει περί το μισό εκατομμύριο ευρώ σε ένα μοντέρνο καφέ-εστιατόριο στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής.
Είχε ήδη υπογραφεί το μισθωτήριο και είχαν αρχίσει οι εργασίες διαμόρφωσης του χώρου, σύμφωνα με το καινούριο όραμα του Σταύρου. Υποθέτει κανείς ότι, ως μεσήλικας πλέον, ο Δογιάκης θα είχε αναζωογονηθεί με την προοπτική του καινούριου project. Θα βασιζόταν στις δικές του δυνάμεις για να ξεκινήσει από το μηδέν κάτι συναρπαστικό και εκλεπτυσμένο, ακριβώς όπως το ονειρευόταν. Ξεφεύγοντας από την ταβέρνα που, λίγο πολύ, ήταν για εκείνον ανέκαθεν κάτι σαν προδιαγεγραμμένη πορεία, εφόσον πρακτικά μεγάλωσε μέσα στον «Κρητικό», περιμένοντας να διαδεχτεί τον πατέρα του και να μοιραστεί τη διεύθυνση της ταβέρνας με τον κατά 8 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, Νίκο.
Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ως χαρακτήρας είναι εντελώς διαφορετικός από τον Σταύρο. Πολύ λιγότερο κοινωνικός και πολύ περισσότερο τυπικός Κρητικός (η οικογένεια έχει καταγωγή από τα Σφακιά και το χωριό Μιξόρρουμα Ρεθύμνου) ως προς το φέρεσθαι, ο Νίκος Δογιάκης είναι αφοσιωμένος στη καθημερινή διαχείριση της ταβέρνας.
Σύμφωνα με μαρτυρία ανθρώπου από τον στενό κύκλο φίλων του θανόντος, ο οποίος μίλησε στο «ΘΕΜΑ» υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, το τελευταίο διάστημα φαινόταν ότι υπήρχε κάποιου είδους διαφωνία ανάμεσα στα δύο αδέλφια, κάποιο αγκάθι στη σχέση τους. Είναι, άλλωστε, απορίας άξιον το πώς δύο τόσο ανόμοιοι άνθρωποι είχαν καταφέρει να συνυπάρχουν αρμονικά επί δεκαετίες.
Διευθύνοντας ένα εστιατόριο που είχε ξεκινήσει σαν ένα απλοϊκό χάνι κυνηγών πριν από 60 χρόνια και έγινε στέκι επιφανών και διασήμων, στο οποίο μπορούσες να δεις να συντρώγουν σε διπλανά τραπέζια μεγαλοεπιχειρηματίες του βεληνεκούς, π.χ., του Θόδωρου Αγγελόπουλου με καλλιτέχνες (Βίσση, Ρουβάς, Ρέμος κ.ά.), αθλητές πρώτης γραμμής και κάθε είδους εγχώριους ή ακόμη και διεθνείς celebrities.
Ο φόνος στην ταβέρνα
Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 2018, στον χώρο στάθμευσης έξω από τον «Κρητικό», δολοφονήθηκε ο 57χρονος Σπύρος Παπαχρήστος. Πρώην αξιωματικός και στέλεχος των Ειδικών Δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ., βραβευμένος με αριστείο ανδραγαθίας αλλά και κατηγορούμενος για ανάμειξη σε μια σκοτεινή υπόθεση διαφθοράς, ο Παπαχρήστος εργαζόταν πλέον ιδιωτικά ως υπεύθυνος ασφαλείας υψηλών προσώπων. Υπήρξε στενός φίλος του Σταύρου Δογιάκη. Η εκτέλεσή του έγινε από επαγγελματίες δολοφόνους και είχε όλα τα γνωρίσματα ενός συμβολαίου θανάτου. Κάποιοι ήθελαν να βγάλουν τον Παπαχρήστο από τη μέση για ό,τι έκανε ή για ό,τι ήξερε. Αιμόφυρτος μετά την επίθεση, εκείνος έκανε μερικά βήματα και έπεσε νεκρός στο κατώφλι του «Κρητικού». Συμπτωματικά, μόλις την προηγούμενη μέρα είχε στείλει σε φίλο του στη Μύκονο μια φωτογραφία από το κινητό του. Ηταν η εικόνα μιας ευμεγέθους μπριζόλας με τους αχνούς και τους ζωμούς της, που πιστοποιούσε τη μαστοριά του ψήστη στην κουζίνα του «Κρητικού».
Οπως ήταν φυσικό, η στυγερή εν ψυχρώ δολοφονία του Σπύρου Παπαχρήστου είχε συγκλονίσει τον Σταύρο Δογιάκη. Αλλά το αν και πώς το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συνδέεται με την αυτοκτονία του είναι ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της υπόθεσης, η οποία δεν φαίνεται να συνδέεται καθόλου με το εν λόγω θλιβερό περιστατικό.
Ο Σταύρος Δογιάκης είχε προπονητή τον παλιό πρωταθλητή Ελλάδας και Ευρώπης στο bodybuilding Νίκο Σιγάλα |
Αρα οικονομικό ζήτημα δεν υπήρχε. Ο Σταύρος, όμως, μου είπε και κάτι άλλο: “Ασ’ τα, Νίκο, είμαι στεναχωρημένος. Φεύγω από το μαγαζί”. Κατάλαβα ότι κάτι τον είχε πειράξει. Εδειχνε απογοητευμένος, σκοτείνιασε όταν αναφέρθηκε στην ταβέρνα, αλλά δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος, οπότε άλλαξα κουβέντα για να του φτιάξω τη διάθεση».
Παρ’ όλα αυτά, ο Νίκος Σιγάλας αποκλείει το ενδεχόμενο η αποχώρησή του από τον «Κρητικό», σε συνδυασμό με κάποια προσωπικά θέματα που τον απασχολούσαν, «να μπορούσαν ποτέ να σπρώξουν τον Σταύρο να δώσει τέλος στη ζωή του. Κάτι άλλο μεσολάβησε, κάτι πολύ πιο σοβαρό, που τον φόρτισε ψυχολογικά, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία - αν είναι αυτοκτονία και όχι κάτι άλλο. Διότι αυτοκτονία με δύο σφαίρες, μία στην καρδιά και μία στο κεφάλι, είναι κάτι που εγώ δεν έχω ξανακούσει ποτέ».
Παρά τις λογικές εικασίες, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία αυτό δείχνουν, αυτοχειρία. Το δεύτερο σημείωμα που βρέθηκε στο μικρό Smart του Σταύρου, στον τόπο της αυτοκτονίας, απευθυνόταν στον αδελφό του, από τον οποίο ζητούσε συγγνώμη για ό,τι μεσολάβησε μεταξύ τους, όπου έκανε αναφορά στη μάνα του που υπεραγαπούσε και σε λίγο θα «άφηνε». Αυτό που απομένει τώρα από πλευράς Ανακριτικής είναι το άνοιγμα του κινητού του Σταύρου από την ΕΛ.ΑΣ. για να επιβεβαιωθούν όλα αυτά ή, μάλλον, μήπως βρεθεί κάποιο στοιχείο που να τα αναιρεί για να ξεκουραστεί ο Σταύρος μια για πάντα από τους δαίμονες που τον κατέτρεχαν.
Φρίξος Δρακοντίδης - Βασίλης Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου