Εξι παιδάκια πνίγηκαν το απόγευμα στα τουρκικά χωρικά ύδατα και πριν να ξημερώσει πέντε ακόμα παιδάκια πνίγηκαν στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Παρά ένας οι Απόστολοι του Ιησού Χριστού - δώδεκα μουσουλμάνοι Απόστολοι, ίνα πορευθούν
και μαθητεύσουν πάντα τα έθνη τι εστί ξεριζωμός και πόνος και θάνατος. Εντεκα πνιγμένα παιδάκια, που με τον πιο ειρωνικό και μακάβριο τρόπο ενώνουν τα θαλάσσια σύνορα σε μία ενιαία θάλασσα πνιγμών και δακρύων - σαράντα
δολάρια το βαρέλι το πετρέλαιο, τζάμπα το βαρέλι τα δάκρυα. Εντεκαπνιγμένοι μικροί άγγελοι
κι άλλοι έντεκα σκοτωμένοι μικροί άγγελοι από τους βομβαρδισμούς στην ενδοχώρα. Σύνολο αγγέλων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν; χιλιάδες επί χιλιάδων. Πόσα αγόρια, πόσα κορίτσια; άγνωστον.
Χρόνια τώρα στη Μέση Ανατολή, κάτω απ’ τ’ αστέρια και πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων πετούν τζετ που πετούν βόμβες. Στα ερείπια των σπιτιών νεκρές μανάδες με πρόσωπα από χώμα. Αντρες που τρεκλίζουν σαν να παίζουν το κουτσό, πέντε-έξι μέτρα μακριά απ’ το κομμένο τους πόδι. Κι ύστερα, αύριο πάλι, πάλι απ’ την αρχή! Να έρχεται ένα τέλος χωρίς τέλος.
Και στη Δύση, ο Ολάντ να κλαίει μπροστά στη Μασσαλιώτιδα, ο Κάμερον να γυαλίζει τα Τορνέιντο πριν να απογειωθούν απ’ το Ακρωτήρι, σάπιες, εξωνημένες κι αργυρώνητες ΜΚΟ να εμπορεύονται ανθρώπους και σώματα, πολεμικές βιομηχανίες και τράπεζες να βγάζουν φράγκα απ’ τα πτώματα, στρατεύματα να κατέχουν το Παρίσι, το Βερολίνο να ξεθάβει τη Βέρμαχτ και να την αμολάει από την Ουκρανία ως την Παλμύρα - ένα όργιο στην «Αυλή των Θαυμάτων» που
τρέφεται απ’ την Αυλή των Τραυμάτων στη Βαγδάτη, στη Δαμασκό, στη Μοσούλη. Είχα ταξιδέψει στη Βαγδάτη κι έφυγα απ’ την πόλη που θα γινόταν ερείπια επτά μέρες πριν να μπουν μέσα της οι Αμερικανοί και να την ξεσχίσουν. Εργαζόμουν τότε στην «Ελευθεροτυπία» κι έστειλα στην εφημερίδα, εν είδει ανταπόκρισης, απ’ τη μαρτυρική πόλη έξι σκίτσα κι εφτά κείμενα. Πρόλαβα να μυρίσω το θειάφι του πολέμου που ερχόταν «σαν φωτιά απ’ την έρημο» και πρόλαβα να δω την αγωνία για το αύριο, καθώς και τον τρόμο των ανθρώπων μπροστά σε ένα προαναγγελθέν πανηγύρι του Χάρου. Πρόλαβα να κάνω εκεί δύο φίλους, που για την τύχη τους δεν έμαθα μετά τίποτε ποτέ. Εφαγα τα φαγητά
των ανθρώπων εκεί, ήπιαμε τσάι μαζί, άκουσα τις ιστορίες τους, πρόλαβα να δω λίγα απ’ τα μνημεία τους, περπάτησα στους δρόμους, γελάσαμε, αγόρασα τοπικά μπλιμπλίκια, παζάρεψα, με παρακολούθησαν οι άνθρωποι του καθεστώτος, είδα το δειλινό και απ’ τον Τίγρη κι απ’ τον Ευφράτη, μπήκα σεβαστικός στα τζαμιά τους, ένιωσα τη γλυκιά απλότητα του Ισλάμ στις καρδιές των απλών ανθρώπων,
αγάπησα τη Βαγδάτη. Κι ύστερα, όταν απ’ τις οθόνες μας στη Δύση έβλεπα την πόλη να γίνεται κομμάτια, συχνά-πυκνά αναγνώριζα πλατείες και δρόμους, ενώ ταυτοχρόνως αναρωτιόμουν αν σωστά αναγνώριζα ή λάθος -ω της σημασίας- και έσπαγε η καρδιά μου με τις εκατόμβες των ψυχών που χάνονταν. Για χρόνια ο αλληλοσκοτωμός στο Ιράκ δεν είχε, ούτε ακόμα έχει, τέλος.
Οταν στη Δύση η σφαγή ξέπεσε να περιγράφετε σε μονόστηλα, στο Χόλιγουντ άρχισαν να γυρίζουν τις πρώτες ταινίες, τώρα γυρίζουν ήδη σειρές για τη Συρία (όπως το Homeland) βγάζοντας φράγκα από παντού, κοπιράιτ, διαφημίσεις, συμβόλαια,
το πετρέλαιο να τρέχει, τα νερά να τρέχουν, το αίμα να τρέχει, όλα είναι λεφτά. Με αμερικάνικα, αραβικά και τούρκικα λεφτά γεννήθηκε το ISIS, λεφτά βγάζουν Αμερικανοί, Αραβες και Τούρκοι απ’ τη δράση του, λεφτά θα βγάλουν κι απ’ την εξάλειψή του, λεφτά θα μπακανιάσουν κι απ’ το επόμενο Τζίνι-Φρανκενστάιν που θα βγάλουν απ’ το μπουκάλι.
Μια νύχτα, πριν να φύγω απ’ τη Βαγδάτη, οι δυο μου φίλοι με δυο ακόμα φίλους τους με πήγαν βόλτα για να δοκιμάσω γλυκά σε μια από τις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Στην Ανατολή οι άνθρωποι έχουν ακόμα τη συνήθεια να μαζεύονται τα βραδάκια σε μικρά μαγαζάκια, στέκια της γειτονιάς, και να συζητούν. Ετσι κι εκείνο
το βράδυ, στην άκρη μιας πλατείας-αλάνας απ’ την οποία εξακτινώνονταν χωμάτινοι δρόμοι, οι Αραβες φίλοι μου -με δυο τρεις κυράδες της γειτονιάς ανάμεσά τους- συζητούσαν ράθυμα, χασκογέλαγαν και μάλλον πείραζαν ο ένας τον άλλον ή διηγούνταν σκαμπρόζικες ιστορίες. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, κι έτσι απολάμβανα απερίσπαστος τη μαγεία μιας βραδιάς το ίδιο γλυκιάς με τα γλυκά που το ένα μετά το άλλο, αλλά με άργητα, απαλά, μου προσέφεραν.
Τότε, με την άκρη του ματιού μου είδα μια παρέα μικρών παιδιών, δώδεκα-δεκαπέντε χρονώ, αγοράκια και κοριτσάκια να κάθονται παράμερα, στην άλλη άκρη της πλατείας, κάτω απ’ το λυμφατικό φως ενός φανοστάτη. Να μη σας τα πολυλογώ, χωρίς να το καταλάβω στην αρχή, αλλά καθώς η ώρα περνούσε, αντιλήφθηκα ότι τα παιδιά αυτά δεν έπαιζαν, ούτε καν μιλούσαν. Παρά, σχεδόν πιασμένα το ένα απ’ το άλλο, έστεκαν.
Ο ένας απ’ τους δυο φίλους μου, ο Φικρέτ, με πρόλαβε και μου είπε: «είναι τα παιδιά του πολέμου». Και μου εξήγησε: «Μωρά ή πολύ μικρά, αυτά τα παιδιά τρόμαξαν πολύ απ’ τους βομβαρδισμούς του πολέμου (σ.σ.: του Πολέμου του Κόλπου). Αλλα έχουν γονείς κι άλλα δεν έχουν. Τα προσέχουμε όλοι. Αλλα μιλούν κι άλλα όχι. Προσέχουν όμως το ένα το άλλο. Μην πας κοντά τους. Θα τα τρομάξεις. Φοβούνται τους Δυτικούς».
Λίγη ώρα μετά τα «μικρά φαντάσματα» (έτσι τα αποκαλούσαν) έφυγαν για τα σπίτια τους. Νύχτα στη Βαγδάτη μπορούσα να οδηγήσω, την ημέρα, μέσα στην κόλαση της κυκλοφορίας εκεί, ήταν αδύνατον. Οδήγησα. Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, οικογένειες έχουν ξεκληρισθεί, χωριά έχουν ανασκαφεί, η Βαγδάτη ακόμα αιμορραγεί και άλλα «παιδιά-φαντάσματα», από αλλού κι από παντού στον
μουσουλμανικό κόσμο, φθάνουν στο Αιγαίο για να πνιγούν, ή σκοτώνονται στις πόλεις και τα χωριά τους, ή ξεψυχούν καθ’ οδόν προς τη Δύση.Στην
οποίαν όταν φθάσουν, δεν θα ’χουν πάνω τους το μάτι και την έγνοια του Θεού, αλλά το μάτι των δορυφόρων και την έγνοια των μυστικών υπηρεσιών.
Απ’ την Αυλή των Τραυμάτων που παράγει φράγκα στην Αυλή των Θαυμάτων που τα τρώει. Απ’ την παραγωγή της ζωής στην κατανάλωση του θανάτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου