Κουράστηκα ρε άνθρωπε. Κουράστηκα από ετούτη τη μαυρίλα γύρω μου. Και το αγαπούσα πιο παλιά αυτό το σκούρο χρώμα, σκεπάζει έλεγα της κοινωνίας τη βρομιά. Όμως τώρα δεν είναι πια επιλογή, και έγινε πικρή ανάγκη γύρω μας.
Οι άνθρωποι κυκλοφορούν, με ένα μαύρο πέπλο να σκεπάζει τα πρόσωπά τους.
Ακόμα κι οι πιο αισιόδοξοι, αρχίσανε κι αυτοί να γίνονται μουντζούρες. Μουντζούρες που σκεπάσαν τα χαμόγελα, που έχουνε γίνει πια είδος προς εξαφάνιση. Και όταν κάποιος σήμερα σου χαμογελά νιώθεις πια ότι σου δίνει ελεημοσύνη.
Κι έφτασε σήμερα η μέρα που να μην βρίσκω πια τίποτα να γράψω. Κι όταν δεν έχω εγώ τίποτα να γράψω, είναι σα να μη νιώθω. Σα να μην είμαι εγώ. Και όντως πράγματι δεν είμαι... Δε μπορεί να είμαι.
Εγώ γκρίνιαζα, φώναζα, μιλούσα και χαμογελούσα. Μπορεί πολλές φορές ειρωνικά, αλλά χαμογελούσα. Τώρα τίποτα δεν κάνω. Τίποτα δεν έχω όρεξη πια να κάνω. Το νιώθω ότι γίνομαι κι εγώ σιγά –σιγά, μαύρος λεκές σ’ ένα γκριζόμαυρο τοπίο.
Και μη μου πεις πάλι να το παλέψω. Το προσπαθώ αλλά δε γίνεται. Και δεν το θέλω. Κοίταξε, όλη η την εικόνα τώρα γύρω σου. Ερήμην σου σιγά-σιγά άλλοι θολώνουν το τοπίο. Κι εμείς σαν σκόρπιες μαύρες μολυβιές, σε λίγο ούτε που θα μας ξεχωρίζουμε, μέσα στο μαύρο κι άραχνο το φόντο.
Παντού μαυρίλα. Πρέπει να πάρουμε τους μαρκαδόρους απ’ τα χεριά τους να ζωγραφίσουμε ξανά εμείς τούτο τον τόπο. Τώρα σύντομα μες το Σεπτέμβρη, γιατί σε λίγο θα’ ναι αργά...
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου