Οταν ήμουν μικρός τη δεκαετία του 1960, η εποχή που μια χρονολογία όπως το 2015 σηματοδοτούσε, μού φαινόταν μια εποχή ενός μακρινού μέλλοντος, όπου ο κόσμος θα είχε φθάσει στ’ άστρα. Στα εικονογραφημένα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας που διαβάζαμε τότε, «Διαπλανητικά», «Παράξενα» και άλλα, το έτος 1991, φέρ’ ειπείν, ήταν ένα μακρινό έτος μέσα στην αχλή ενός μέλλοντος με τηλεκίνηση, τέταρτη διάσταση, παράδοξα όντα και ατελείωτες ανακαλύψεις, ήτοι δυνατότητες, προοπτικές. Ακόμα και ο Αρθουρ Κλαρκ την «πάτησε» (και θα εξηγήσω τι εννοώ) τοποθετώντας την περίφημη «Οδύσσεια του Διαστήματος» στο εγγύς 2001.
Ομως, υπήρξε μια μεταβλητή καθυστέρησης ανάμεσα σε αυτά που η «θαυμαστή, γενναία» δεκαετία του 1960 προσδοκούσε για τον «θαυμαστό κι ανθρώπινο» κόσμο του μέλλοντος, και σε όσα ο «θαυμαστός νέος μας κόσμος» κατόρθωσε, έχοντας ήδη φθάσει στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Η εποχή της παιδικής μου ηλικίας φανταζόταν τον 21ον αιώνα ως μια λαμπρή εποχή που θα κυριαρχούσαν οι επιστήμες, που δεν θα χρειαζόταν το χρήμα και οι άνθρωποι θα απολάμβαναν μιας φιλοσοφημένης πολιτικής. Και αυτή η ιστορική αισιοδοξία ήταν δικαιολογημένη. Οι μνήμες απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ακόμα πρόσφατες και όλη η κληρονομιά για έναν πιο δίκαιο κόσμο (που άρχισε να σχηματίζεται ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) ανθούσε, ποτισμένη άλλωστε από το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για να νικηθεί ο θάνατος που έφερνε στην πλάση ο φασισμός.
Παρά τον Ψυχρό Πόλεμο, παρά την αποκάλυψη της σκοτεινής σταλινικής πλευράς του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θριάμβευαν, η Αριστερά στην Ευρώπη στερέωνε το ειδικό βάρος της εργατικής τάξης στις κοινωνίες, η ΕΣΣΔ έβγαινε στο Διάστημα, οι Αμερικανοί έφθαναν στο Φεγγάρι, το σινεμά έδινε όνειρα και φτερά στις μάζες - η παιδική μου ηλικία είχε πολλούς λόγους να είναι αισιόδοξη, το ίδιο και η επιστημονική φαντασία της εποχής. Ο έρωτας θριάμβευε στο διαστρικό σμίξιμο της Αλάνκας και του Παράξενου Αδάμ, η επικοινωνία των όντων απ’ τους άλλους πλανήτες ήταν σοφή και ειρηνική, ο Σούπερμαν κατόρθωνε πάντα το σωστό, στο Star Trek ο πόλεμος ήταν απαγορευμένος και, αν σε άλλα έργα ή φιλμς εμφανιζόταν κάποιος πόλεμος, αυτός ήταν μόνον μια περιπέτεια, μια αφορμή για να νικήσει το καλό - ένας πόλεμος όπως εκείνοι που έπαιζαν τα πιτσιρίκια με τα στρατιωτάκια τους.
Δίπλα όμως σε αυτήν τη «φωτεινή» επιστημονική φαντασία αναπτυσσόταν και μια άλλη, πιο σκοτεινή, πιο ανοιχτή στους φόβους της εποχής - ο «άλλος» (λόγου χάριν ο Σοβιετικός) έβρισκε την προσωποποίησή του στο μοχθηρό ον απ’ τους άλλους κόσμους που ερχόταν εδώ στη Γη και καταλάμβανε παιδάκια, μετατρέποντάς τα σε όργανα του απόλυτου τρόμου. Μια απαισιόδοξη εκδοχή του μέλλοντος (που έτσι κι αλλιώς τέτοια είναι, όταν το παρόν προβάλλει στο μέλλον τους τρόπους του, χωρίς να μπορεί να προμαντεύσει τους τρόπους του μέλλοντος) - μια απαισιόδοξη λοιπόν εκδοχή της επιστημονικής φαντασίας άρχισε να παρακολουθεί την παλινόρθωση του συντηρητισμού (το Μπλέιντ Ράνερ αναφερόταν σε έναν κόσμο των Εταιρειών) και την αποενοχοποίηση του φασισμού,
τόσο μάλιστα περισσότερο, όσο η Αριστερά ξέκοβε απ’ την εργατική τάξη και βυθιζόταν σε μια αυτοαναφορική αλαζονεία, αφήνοντας την πλέμπα έρμαιο στους δημαγωγούς. Κι έτσι η παιδική μου ηλικία προδόθηκε. Είδα τη ροκ να απορροφάται, την ΕΣΣΔ να καταρρέει, την Κίνα να γαμάει την εργασία, τις αστικές δημοκρατίες να ξεφτιλίζονται, την
κληρονομία των ηρώων για έναν πιο δίκαιο κόσμο να μένει στα αζήτητα ή να καταφεύγει στα βιβλιοπωλεία σαν σε αγκαλιά ή σαν σε τάφο. Ο Σούπερμαν κρύφτηκε σ’ ένα χωριό κάπου στην Αϊόβα, ο Μπάτμαν πνίγηκε μέσα στην αμφιθυμία του και η Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφει γράμματα στον Λένιν, «εγώ καλά σου τα ’λεγα».
Τώρα πια είμαι μεσήλικας και η εποχή μου έχει γυρίσει πίσω στην εποχή των κανονιοφόρων. Στην Μπελ(!) Επόκ! Οι αστοί βουτάνε από το στόμα του εργάτη το ψωμί και του καταδικάζουν το παιδί στη σκλαβιά. Ολα όσα με αίμα η εργατική τάξη κατέκτησε, με αίμα πάλι της τα παίρνουν πίσω τα αφεντικά του χρήματος και τα σκυλιά του πολέμου.
Κουμάντο στον κόσμο κάνουν κάτι φρικτά ανθρωπάκια που η τέχνη του μεσοπολέμου μπόρεσε καλύτερα από όποιον άλλο να ιστορήσει: ανθρωπάκια φτιαγμένα από δόντια για να τρώνε, τυφλά στα μάτια σαν τυφλοπόντικες και σαρδόνια χαμόγελα σαν να τους έχει ο θάνατος ζωγραφίσει στο πρόσωπο τον τέτανό του. Τίποτε περισσότερο παρά
τάφοι λαμπροί απ’ έξω και σκουληκιασμένοι από μέσα, καθώς έλεγε ο Χριστός, που ούτε καν σε εκείνου την ευρυχωρία της αγάπης φαίνεται να χωρούν τέτοια βδελύγματα.
Αυτά τα βδελύγματα λούζουν στο αίμα τον πλανήτη με πολέμους και εισβολές, τον εκμεταλλεύονται χωρίς μέτρο και φειδώ, δολοφονούν τη ζωή δισεκατομμυρίων ψυχών που πρέπει να ζουν με ένα δολάριο τη βδομάδα και νομοθετούν. Το δίκιο του τόκου και της βόμβας.
Ουτιδανοί είναι. Ανθρωπάκια με δόντια για να τρώνε, βασιλιάδες κρατών, βασιλιάδες πολυεθνικών, βασιλιάδες ΜΜΕ, βασιλιάδες Τραπεζών, το 0,01% του πληθυσμού της Γης. Συνιστούν την πιο φρικαλέα
επιστημονική φαντασία, εκείνη που δεν την είχαμε πιτσιρικάδες σε υπόληψη, διότι περιέγραφε το μέλλον σαν παρελθόν, σαν μεσαίωνα με ηλεκτρονικά σπαθιά, παράλογον σαν τους θεούς του Λόβκραφτ, σαν μια καταστροφή, σαν όπως «μετά την καταστροφή». Αλλά, αν είναι έτσι, τι κάνουμε; Αγωνιζόμαστε να μην είναι έτσι. Και ο αγώνας αυτός θα συνεχίζεται, ώσπου να σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου απ’ τον άνθρωπο, ώσπου η ζωή να γίνει σαν Κυριακή, όπως ο κομμουνισμός που θα είναι, καθώς έλεγε ο Γκράμσι, μια διαρκής γιορτή.
Στην επιστημονική φαντασία της παιδικής μου ηλικίας, οι όροι και οι προϋποθέσεις για να είναι η εποχή μας τέτοια γιορτή ήταν βέβαιο ότι θα υπάρχουν. Και σε αυτό δεν έπεσε έξω. Οι όροι υπάρχουν. Με την τεχνολογία του καιρού μας και με πολύ λιγότερη εργασία, αν δούλευαν όλοι, σε κανέναν δεν θα έλειπε τίποτα. Κι όχι μόνον, αλλά ο καθένας θα μπορούσε να αξιοποιεί τα ταλέντα του και να απολαμβάνει τα χόμπυ του. Κι όμως, ενώ υπάρχουν οι όροι (της) δεν υπάρχει η εποχή. Είναι παράλογο. Και είναι τόσο παράλογο, που είναι να απορεί κανείς.
Αλήθεια, πώς γίνεται κάτι τόσο παράλογο, ανήθικο και άσχημο να ανακυκλώνεται και να κυριαρχεί πάνω στο λογικό, το ηθικό και το ωραίο; Για έναν και μόνο λόγο: διότι ο ισχυρότερος μπορεί να επιβάλλεται στον ασθενέστερο. Οπως στη ζούγκλα. Κι όλος ο πολιτισμός είναι η προσπάθεια να ισορροπηθεί αυτή η σχέση - μια προσπάθεια «συφοριασμένη όπως των Τρώων», διότι εκφυλίζεται στην αναπαραγωγή της ίδιας αντίθεσης. Ωσπου να σπάσει αυτή η αντίθεση, οι μεταρρυθμίσεις θα γεννούν νέα καθεστώτα και οι επαναστάσεις νέους βοναπαρτισμούς ή σταλινισμούς.
Τι μας μένει λοιπόν; Οι βελτιώσεις και ο χρόνος. Οι νόμοι βελτίωσαν τις κοινωνίες, οι θρησκείες βελτίωσαν τους νόμους, οι επαναστάσεις βελτίωσαν τις θρησκείες. Κι ο χρόνος. Οσο πιο πίσω πάει κανείς στους κύκλους του, τόσον πιο αργά εξελίσσονται οι αλλαγές· κι όσον πιο κοντά στο παρόν έρχεται, τόσον πιο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα.
Και υπ’ αυτήν την έννοια, το δικό μας παρόν ως ακυρωμένο μέλλον της μεταπολεμικής εποχής ίσως να μη χρειασθεί να περιμένει με τη σειρά του τόσο πολύ για το δικό του μέλλον. Πώς θα είναι αυτό το μέλλον; θα είναι μια «Σιδερένια Φτέρνα ενός Νέου Τεχνολογικού “Μεσαίωνα”» ή θα είναι μια «γιορτή της ελευθερίας των ανθρώπων»;
Πιστεύω, δηλαδή νομίζω, ότι η συσσωρευμένη μνήμη της ανθρωπότητας θα οδηγήσει την ταξική πάλη να επιτύχει τη διαρκή γιορτή της ελευθερίας.
Κι αν πέφτω έξω, συμπαθάτε με...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου