Άραγε τί είμαι;
Εσείς με βλέπετε εγώ δεν σας βλέπω. Έχω μάτια από πέτρα. Δεν θυμάμαι όμως να είδα ποτέ το πρόσωπο της Μέδουσας. Μήπως είμαι κι εγώ μια Μέδουσα; Άλλοι
λένε ότι απ’ την αρχή με έφτιαξαν για να μη δω το φως, αλλά για να φυλάω έναν τάφο. Ίσως όταν το μάθω, να μάθω και ποια είμαι.
Με ξύπνησε το χάδι των εργατών στα μάγουλά μου. Τρομερό, λες κι έψαχναν δάκρυα απ’ τα μάτια μου. Άκουσα τη μιλιά τους. Κάπως σαν την δική μου. Αναγνώρισα λέξεις. Αλλά δεν καταλάβαινα τί έλεγαν όλες μαζί. Μια δυο που και που και με ξενική προφορά, σαν βάρβαροι που προσπαθούν να μιλήσουν ελληνικά.
Με είπαν Κόρη. Είμαι Κόρη;
Mε είπαν Καρυάτιδα. Είμαι; τους μοιάζω; Λίγο πιο άτεχνη λένε, αλλά στο ίδιο αρχαϊκό πρότυπο. Χορεύω άραγε κι εγώ τον ίδιο πέτρινο χορό που χορεύουν και οι αδελφές μου ψηλά στους ανέμους του Ερεχθείου;
Όμως κι αυτές έναν τάφο φυλάνε, του Κέκροπα – και, να ‘ναι σοφία ή είρωνα αυτό που πιστεύουν οι Αθηναίοι, ότι βγήκαν, λέει, από τη γη, απ’ τους βράχους και τα χώματα; το σίγουρο είναι ότι στα χώματα θα επιστρέψουν κι αυτοί και όλοι οι άλλοι, με βράχους θα τους σκεπάσουν. Κι εμένα
σε πέτρα, σε μάρμαρο με σμίλεψαν – το μάρμαρο και η πέτρα κρατάνε στους αιώνες. Ποιός όμως με σμίλεψε και γιατί;
Λένε ότι είμαι κόρη Ορφική, ότι έρχομαι από πανάρχαια και βαθιά μυστήρια, ότι στην κεφαλή μου φέρω καλάθια με φίδια – των χθονίων θεών τα σύμβολα, αλλά και των σπιτιών τα ιερά φυλαχτά. Άλλοι πάλι λένε, ότι μοιάζω με τις ωραίες Λάκαινες κι έχω πυκνά μαλλιά, ωραία δεμένα – καταλαβαίνω
σιγά-σιγά όλο και πιο πολύ τις λέξεις των εργατών, κώμη, κώμος, νεκρός –ποιόν νεκρό φυλάω, όχι τον βασιλιά Κέκροπα βεβαίως, ίσως κάποιον άλλο βασιλιά, ή στρατηγό, αυτόν
φρουρώ, ή είμαι κενοτάφιο των στρατιωτών που οδήγησε στη σφαγή των ίδιων και των εχθρών τους; Άνδρα φρουρώ ή γυναίκα; και από ποιά γενιά; οπωσδήποτε πλούσια γενιά! Βασιλική για ναχει τους πόρους που χρειάζονται για να φτιάξει τέτοιο τάφο. Και το κύρος. Για να τον ανεχθούν οι άλλοι. Ποιόςή ποιά να είναι; η αδελφή μου
δεν μιλάει, για να μου πει – τη βλέπω με την άκρη του ματιού μου, της λείπει το πρόσωπο. Δεν με βλέπει, δεν με ακούει, δεν μου μιλάει. Μόνον το χέρι της φαίνεται να μου απλώνει κι αλλά κι αυτό λείπει. Δεν τη θυμάμαι πια – 2300 χρόνια μέσα στο χώμα η μνήμη μου έχει εξασθενήσει – όμως οι άνθρωποι, ως φαίνεται θυμούνται.
Ξέρουν για μένα πράγματα που πρέπει να τα μάθω κι εγώ – μέσα στο βαθύ μου ύπνο δεν θυμάμαι αν άλλη φορά άλλα χέρια με άγγιξαν – μόνον κάποια όνειρα θυμάμαι, δικά μου ή των νεκρών μου; σιγά σιγά θα τα ξεδιαλύνω. Νιώθω τους εργάτες
που με χαϊδεύουν, ρίγος ερωτικό και τους ακούω να μιλούν, θέλω να τους ρωτήσω κι εγώ, σαν τη Γοργόνα που ρωτούσε αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, αλλά ούτε να τους μιλήσω μπορώ, ούτε να τους δω. Βλέπω με τα μάτια τους κι όταν μιλήσω, θα μιλήσω με τη φωνή τους. Ακούω ότι οι Έλληνες, αυτή τη λέξη την ξέρω καλά, θέλουν να μάθουν για μένα, όλοι οι άνθρωποι (κι αυτή τη λέξη την ξέρω καλά), όλος ο κόσμος (κι αυτήν). Μαθαίνω πως γράφουν για μένα οι εφημερίδες σε όλη τη Γη και με την ευκαιρία έμαθα τι είναι εφημερίδες – τηλεόραση – μόδα – μνημόνιο, αυτό το τελευταίο δεν έχει σχέση με τη μνήμη που εγώ υπηρετώ, ή αν έχει, δεν την καταλαβαίνω.
Οπως δεν καταλαβαίνω και γιατί ορισμένοι με κοροϊδεύουν. Καταλαβαίνω τις λέξεις, αλλά όχι τη λογική τους. Γιατί με κοροϊδεύουν; μήπως δεν έκανα τη δουλειά μου καλά; μήπως δεν έρχομαι απ’ το παρελθόν για να τους πω ιστορίες – δεν τις θυμάμαι ακόμα, αλλά σιγά-σιγά θα μου ξανάρθουν στον νου. Και γιατί, αυτοί οι ίδιοι κοροϊδεύουν όλους τους άλλους που θέλουν να μάθουν; τι κακό κάνει ο πολύς λαός που θέλει να μάθει – είναι καλύτερα να ασχολείται ο πολύς λαός με διαφημίσεις και κινητά; Και είναι
ωραίο όταν σηκώνει το κεφάλι για να μάθει κάτι, για να αισθανθεί, να τον κοροϊδεύουμε; Εγινε αίφνης «σίριαλ» (έμαθα τη λέξη) η Αμφίπολη; κι ανάξιοι να ασχολούνται με τέτοια πράγματα οι πληβείοι; Αρχίζω να καταλαβαίνω την εποχή σας,
μοιάζει με τη δική μου. Και τότε είχαμε αλαζόνες και αυτάρεσκους, όπως τώρα εσείς έχετε (αυτές τις λέξεις θα τις μάθω – αναπόφευκτο, ως φαίνεται) σνόμπ και ελίτες. Το ίδιο μισάνθρωποι τότε και τώρα, κολαούζοι της εξουσίας που υπέσκαπταν όσο μπορούσαν το σθένος των ανθρώπων – έτσι ξεχωρίζουν αυτοί: πείθοντας τους υπόλοιπους ότι είναι υποδεέστεροι και οφειλέτες, ότι είναι πάντα ένοχοι για κάτι κι ας μην ξέρουν τι είναι αυτό. Ηλπιζα ότι ο κόσμος θα έχει αλλάξει περισσότερο.
Θα μου πεις ότι αν μάθει ο άλλος τι ήταν ο Κάσσανδρος ή ο Νέαρχος, ή Ολυμπιάς ή ο Πτολεμαίος, θα αλλάξει η ζωή του; Ισως η ζωή του να έγινε ή να είναι έτσι, επειδή δεν έμαθε. Κι απ’ την
άλλη, λίγο να μάθει κι όλα να μην τα μάθει, κακό δεν είναι. Ασε που για πολλούς, αυτά τα λίγα που θα μάθουν, συχνά γίνονται αφορμή για να μάθουν περισσότερα. Ανάβουν τα φώτα, άρα
νυχτώνει. Νιώθω τη θέρμη των λαμπτήρων του ηλεκτρισμού, σε λίγο θα ακούσω τις κουκουβάγιες και το πέταγμα των νυχτερίδων. Μια αλεπού που έχει ξεθαρέψει, ακούω το φυλαχτό της βάδισμα, θα έρθει κοντά στην ανασκαφή, ψάχνοντας αποφάγια.
Οι άνθρωποι γύρω μου θα ησυχάσουν. Πολλά έχουν αλλάξει απ’ την εποχή μου, οι άνθρωποι όμως πολύ λίγο. Να, τώρα τρώνε για βράδυ, φλερτάρουν, κάνουν σχέδια, ησυχάζουν, κουβεντιάζουν, θα κοιμηθούν,
αύριο θα ξημερώσει μια νέα ημέρα. Και εγώ ίσως να έρθω ένα βήμα πιο κοντά στο να καταλάβω ποια ήμουν, τι είμαι και τι είσθε εσείς. Ισως να ξαναδώ το φως, ίσως το χώμα να μην πέτρωσε τα μάτια μου – για την ώρα σας ευχαριστώ για τα χάδια στα μάγουλά μου, ελπίζω να σας το ανταποδώσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου