Του Δημήτρη Χατζόπουλου
Ὁ χορὸς περὶ τὴν τρίτην μεταμεσονύκτιον ὥραν ἐτελείωσε τέλος καὶ ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ εἶχε σκοτισθῇ περισσότερον ἀπὸ τὴν μποστομανίαν και τὴν εὐθυμίαν τῶν ἄλλων παρὰ ἀπὸ τὴν σιωπηλὴν καὶ ρεμβώδη ἐξάπλωσίν του εἰς μίαν πολυθρόναν καθ' ὅλην τὴν νύκτα, ἐκτὸς τῶν εὐχαρίστων στιγμῶν ἃς διῆλθεν ἐννοεῖται, πρὸ τοῦ μπουφέ, ἐσηκώθη καὶ αὐτὸς διὰ νὰ φύγῃ. Εἰς τὰ διάφορα δωμάτια θόρυβος καὶ σύγχυσις καὶ πανδαιμόνιον ἐπεκράτει. Οἱ φεύγοντες ψηλαφητὰ σχεδὸν εὕρισκον τὰ καπέλλα των, τὶς ὀμβρέλλες των, γυναῖκες, ἄνδρες ἀναμίξ, καὶ κατήρχοντο τὴν κλίμακα μὲ φωνάς, μὲ γέλοια, μὲ προκλητικότητα, σχεδὸν μὲ βακχείαν. Ἐσύρθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν προθάλαμον μὲ αὐξάνοντας ἤδη ρευματικοὺς πόνους χάρις εἰς τὴν κατάχρησιν τῆς… ἀγρυπνίας εἰς ἥν ὑπελήθη ὁ ἀγαθὸς πεντηκοντούτης τζέντελμαν, ἵνα ἱκανοποιήσῃ τὴν ζωηρὰν ἐπιθυμίαν τοῦ συζύγου του, τοῦ ἀστέρος τῆς συναναστροφῆς ἐκείνης τὴν ἑσπέραν, ἔχοντος περὶ τοὺς δέκα πιστούς δορυφόρους. Καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κυκεῶνος ἤρχισε νὰ ζητῇ τὸ ἀπολεσθὲν ἄστρον του. Δύο τρεῖς ὑποχρεωτικαὶ κυρίαι τὸν ἐβεβαίωσαν ὅτι ἡ κυρία εἶχε κατέλθη ἀναζητοῦσα καὶ αὐτὴ τὸν κύριόν της. Κατῆλθε, λοιπὸν, βραδέως τὴν κλίμακα, ἐφαρμόζων τὰ γυαλιά του διὰ νὰ δύναται νὰ διακρίνῃ τὰ σκαλοπάτια μέσα εἰς τὸν κυκεῶνα τῆς καθόδου τῶν προσκεκλημένων. Ἀλλὰ μόλις ἐξῆλθεν εἰς τὴν ὁδὸν τὰ ἔχασεν. Ὅπως συνήθως τοιαύτην ὥραν οἱ φανοὶ τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν σβυσμένοι, πανσκοτισμὸς δὲ ἐβασίλευε πλήρης, βροχὴ ἔπιπτε καὶ οἱ προσκεκλημένοι θαμβωμένοι ἀπὸ βροχὴν καὶ τὴν ψύχραν ἔπιπτον συγκρουόμενοι ὁ εἷς εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου.
Ὁ δυστυχὴς σύζυγος ἐψιθύρισεν ἀπελπισμένος.
− Λουσί!… Ἐδῶ εἶμαι, Λουσί!…
Καὶ ἐν μέσῳ τοῦ πανσκοτισμοῦ μία χεὶρ γυναικεία ἐτέθη ὑπὸ τὸν βραχίονά του.
− Ἔλα, λοιπόν, πᾶμε! εἶπεν ἀνακουφισθεὶς ἐκεῖνος.
Ἤνοιξαν καὶ οἱ δύο ζευγαρωθέντες τὰ ἀλεξιβρόχιά των καὶ ἐξεκίνησαν ψηλαφητὰ βαδίζοντες, μαστιζόμενοι ὑπὸ τῆς βροχῆς.
Ἔφθασαν τέλος εἰς τὸ σπίτι. Εἰς τὸν κρότον τοῦ κώδωνος ἤνοιξεν ἡ εὑρεῖα θύρα καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν φωτισμένην ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν μέγαν λαμπτῆρα εἴσοδον. Εἰσῆλθον καὶ ἐκεῖνος ἐνῷ ἔβγαζε τὸ παλτό του εἶπεν ἔκπληκτος:
− Μπᾶ! ἀκοῦτε νὰ πάρω ξένο παλτό!…
Ἀλλὰ ἀπέμεινε ἐντελῶς ἐμβρόντητος ὁπόταν ἐκ τοῦ στόματος τῆς συνοδοῦ τοῦ ἐξῆλθεν ἐντελῶς ἄγνωστος δι' αὐτὸν φωνή.
Τὸ λᾶθός σας δὲν περιωρίσθη, κύριε, μόνον εἰς τὸ παλτό. Ἐπήρατε ξένο παλτὸ καὶ ξένην κυρίαν!
Μποέμ
Διηγήματα του ποδόγυρου
Αθήνα, τυπογ. Μ. Σαλίβερου, 1899, σ.σ. 57−58
από ΑΓΡΙΝΙΟ.....ΓΛΥΚΙΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου