Γράφει ο
Παντολέων Φλωρόπουλος
Στην «Αναγγελία» της 8ης Ιανουαρίου 2004 (φ. 52), είχαμε δημοσιεύσει ένα θρύλο που ανακαλύψαμε και καταγράψαμε στην Λεπενού. Αναδημοσιεύσαμε το θέμα αυτό στο 16ο τεύχος του «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006) επειδή τότε το είχαν χάσει πολλοί, που άκουσαν όμως γι’ αυτό, έρχονται ακόμα σήμερα στο γραφείο της εφημερίδας και ζητούν αντίτυπα της έκδοσης εκείνης. Ανάμεσά τους είναι και πολλοί αναγνώστες μας που τότε δεν το είχαν προσέξει και δεν κράτησαν στο αρχείο τους την εφημερίδα. Η έκδοση όμως έχει εξαντληθεί στο αρχείο μας. Και μετά ήρθε ένα εκτενές άρθρο του περιοδικού «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006) που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τον «Δαίμονα της Λαγκάδας». Το άρθρο του περιοδικού στηρίχτηκε αποκλειστικά στην δική μας καταγραφή, στην οποία αναφερθήκαμε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2003. Ολοκληρωμένο το θέμα αναρτάται για πρώτη φορά στο Διαδίκτυο στις 24 Σεπτεμβρίου 2012.
Παρουσιάστηκε καθαρά πριν οχτώ – εννιά χρόνια, δώδεκα ώρα τη νύχτα, στον Δημήτρη Κακαβούλα. Με το μηχανάκι του ερχόταν από τη Λεπενού προς το σπίτι του στη Λαγκάδα. Το είδε στη μέση του δρόμου. Σε απόσταση τριάντα, σαράντα μέτρα. Τόσο κοντά. Είχε ύψος στο ένα μέτρο, μεγάλα μαύρα γένια και μακριά μαύρα μαλλιά. Έπεσε πάνω του το φως από το μηχανάκι. Φρενάρισε. Σταμάτησε το παιδί. Κι από το φόβο του έσβησε το μηχανάκι. Γύρισε και πήγε στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Και οι παλιότεροι έλεγαν για το πλάσμα. Υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις. Αλλά ο τριανταεξάχρονος σήμερα κτηνοτρόφος Αντώνης Βαμβακάς στηρίζεται στις μαρτυρίες των πέντε φίλων του, που συζήτησε ο ίδιος μαζί τους. Προτιμάει να μιλάει για «σίγουρα πράματα», λέει ο Αντώνης. «Εμείς ξέραμε από πριν ότι βγαίνει, αλλά δεν ήταν τεκμηριωμένο. Δεν ήταν σίγουρο. Στο παιδί, βγήκε ακριβώς μπροστά του».
Η πρώτη μαρτυρία καταγράφεται δεκαπέντε χρόνια πριν. Πάντα βγαίνει μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Όλες οι μαρτυρίες λένε αυτό. Όπως επίσης λένε, ότι βγαίνει ανήμερα μεγάλων εορτών. Δεν βγήκε ποτέ τις καθημερινές. Βγαίνει πάντα στην ίδια μεριά. Σ’ αυτό το μέρος.
Πάλι το είδε ο Αθανασάκης, πριν από τον Δημήτρη Κακαβούλα. Κι αυτός κάτοικος της Λαγκάδας. Το είδε στο φως του αγροτικού του αυτοκινήτου. Πήγαινε να πάρει νερό και καθώς κατέβαινε το δρόμο, πήγε να στρίψει και το είδε στην αριστερή του μεριά. Με το που γύρισε τ’ αμάξι, το πλάσμα εξαφανίστηκε. Αυτός το είδε σα μαύρη σκιά. Δεν το είδε τόσο καθαρά, όσο ο Δημήτρης Κακαβούλας.
Άλλη μαρτυρία έρχεται από τον σαραντάχρονο σήμερα Αποστόλη Κοντό. Ήταν των Αγίων Θεοδώρων. Ένα χρόνο πριν από σήμερα. Το 2002. Ερχόταν από τη Λεπενού κατά τις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα. Το είδε στα πενήντα μέτρα, μπροστά στα φανάρια του αυτοκινήτου. Από τη μέση κι απάνω άλογο, αλογίσιο κεφάλι, μακριά μαύρα μαλλιά, χαίτη αλόγου πίσω και, μπροστά, γένια μακριά. Με δύο πόδια. Σταμάτησε και κοίταγε το αυτοκίνητο, έκοψε ταχύτητα, πήγαινε σιγά. Όταν ζύγωσε, στα δεκαπέντε μέτρα, είδε τα μάτια του, λέει, να πετάνε φωτιά. Όπως τα μάτια της αλεπούς ή της γάτας τη νύχτα, όταν πέφτει πάνω τους το φως. Τότε αυτό γύρισε απότομα και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια του κάτω στο χώμα πέταξαν μια φωτιά, βγήκε μια λάμψη. Μπήκε μέσα σ’ ένα στάβλο με γελάδια. Φορούσε ρούχα; «Όχι, δεν φοράει ρούχα, είναι τριχωτό». Κρατάει τίποτα στα χέρια; «Όχι. Τίποτα». Ο Τόλια Κοντός αρρώστησε.