Επαληθεύονται οι προβλέψεις για ανατιμήσεις 13% ώς 23% μέσα σε έναν μήνα σε βασικά προϊόντα ● Το ΙΝΚΑ κάνει λόγο για κερδοσκοπία που πλήττει φτωχά και μεσαία στρώματα, όσο κι αν η κυβέρνηση καλύπτεται πίσω από τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση. της Αφροδίτης Τζιαντζή
Μπορεί το τσουνάμι των φθινοπωρινών ανατιμήσεων να είχε προαναγγελθεί από το καλοκαίρι, προκαλώντας ρίγη στα νοικοκυριά εν μέσω καύσωνα, αυτό όμως καθόλου δεν μειώνει την ένταση της ψυχρολουσίας που περιμένει τους καταναλωτές στα ράφια και τα ταμεία του σουπερμάρκετ.
Οι πληροφορίες που κυκλοφορούσαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο για νέους τιμοκαταλόγους προμηθευτών που περιλαμβάνουν ανατιμήσεις χονδρικής σε εκατοντάδες κωδικούς, με υψηλά μονοψήφια ώς και διψήφια ποσοστά, επαληθεύονται με το παραπάνω.
Μεσοσταθμικές αυξήσεις 13% ώς 23% διαπιστώσαμε εμπειρικά, σε διάρκεια μόλις ενός μήνα, σε ένα ενδεικτικό καλάθι 12 βασικών προϊόντων, με τιμές από το e-katanalotis και από μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ. Η τελευταία έρευνα της IRI για τα σουπερμάρκετ διαπιστώνει ετήσιες αυξήσεις στον τζίρο των ταχυκίνητων αγαθών της τάξης του 11% (από τον Ιούλιο του 2021 ώς τον Ιούλιο του 2022), οι οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό προέρχονται από ανατιμήσεις, καθώς ο όγκος αγορών κινείται πτωτικά.
Πτωτικά κινείται και ο τζίρος που προέρχεται από προσφορές (στο 24,5% από 25,9% πέρυσι), καθώς οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ περιορίζουν τις προωθητικές ενέργειες, όσο τα αποθέματα εξαντλούνται και έρχονται στα ράφια οι νέες παραλαβές με τις αυξημένες τιμές.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι οι νέες αυξήσεις που εφαρμόστηκαν από αρχές Σεπτεμβρίου φαίνεται να έχουν «βάθος», με νέο κύκλο ανατιμήσεων που θα συνεχιστεί Οκτώβριο και Νοέμβριο.
Μια πρόγευση του τι θα ακολουθήσει μας δίνει ο Γενικός Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία, που παρουσίασε ετήσια αύξηση 35,6% τον Ιούλιο, ενώ αντίστοιχα ο Δείκτης Τιμών Εισαγωγών Βιομηχανίας εκτινάχθηκε στο 28,1%.
Σύμφωνα με πληροφορίες από στελέχη της αγοράς, στα προϊόντα με τις υψηλότερες ανατιμήσεις εντός του φθινοπώρου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τυροκομικά (9-11%), γιαούρτια (8%), βούτυρα (ώς 16%), μαργαρίνες (4-14%), βασικές κατηγορίες τυποποιημένων τροφίμων (14%), κονσέρβες (13,5%), κατεψυγμένα λαχανικά (10%), προϊόντα περιποίησης προσώπου και σώματος (1,5-40%), χαρτικά (4-15%), μπίρες (5%), μπισκότα και γλυκίσματα (2-18%), καφέδες (4-6%), απορρυπαντικά (4-14%) κ.ά.
Μία από τις «άμυνες» των καταναλωτών είναι η μετατόπιση από τα επώνυμα προϊόντα στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία αύξησαν το μερίδιό τους στον συνολικό τζίρο των σουπερμάρκετ κατά 10% σε έναν χρόνο, αγγίζοντας το 15,9% του ετήσιου τζίρου σε αξία.
Μια άλλη τάση είναι η στροφή από τα συσκευασμένα στα «επί ζυγίω» προϊόντα, που είναι φτηνότερα, αλλά και η υποκατάσταση ακριβότερων τροφίμων από φτηνότερα - π.χ. λευκό τυρί αντί για φέτα, πουλερικά αντί για κρέας ή όσπρια και ζυμαρικά αντί μιας ποικιλίας τροφίμων.
«Η ακρίβεια στα ράφια δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Ξεκίνησε δειλά τον Σεπτέμβριο του 2020, μπήκε για τα καλά στις ζωές μας από το Πάσχα του 2021, τον Ιανουάριο του 2022 κλιμακώθηκε με νέο κύμα ανατιμήσεων, που απογειώθηκε με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας», λέει στην «Εφ.Συν.» ο Γιώργος Λεχουρίτης, πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών.
«Οσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από την πολεμική σύρραξη και να λέει ότι για την ακρίβεια ευθύνεται η διεθνής γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, εμείς επιμένουμε ότι ειδικά στον πρωτογενή τομέα υπάρχει σαφές ζήτημα κερδοσκοπίας, που πλήττει τα φτωχότερα στρώματα και τη μεσαία τάξη προς όφελος μιας χούφτας ισχυρών.
»Ανάμεσά τους οι πάροχοι ενέργειας, τα διυλιστήρια, αλλά και τα κρατικά ταμεία που βγαίνουν ωφελημένα από τον πληθωρισμό, λόγω της αύξησης των εσόδων από τον ΦΠΑ, όπως παραδέχθηκε ο κ. Σταϊκούρας», συνεχίζει ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ. Ο ίδιος επιμένει ότι μία από τις λύσεις είναι η μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε καύσιμα, γιατί αλλιώς τα μεταφορικά και λειτουργικά κόστη θα μετακυλίονται στον καταναλωτή.
Τέλος, επισημαίνει ότι επεκτείνεται διαρκώς ή τάση συρρίκνωσης των συσκευασιών, με την ίδια ή ακόμα και αυξημένη τιμή, το φαινόμενο του «shrinkflation» όπως ονομάζεται διεθνώς.
Ενδεικτικά αναφέρει επώνυμη ετικέτα μαργαρίνης ενισχυμένης με φυτικές στερόλες, που από 500 γραμμάρια κυκλοφορεί πλέον σε 450 γραμμάρια, ενώ η τιμή της αυξήθηκε από τα 5,5 στα 5,76 ευρώ, ενώ παρόμοια παραδείγματα ισχύουν και σε άλλα προϊόντα (γιαούρτια, απορρυπαντικά, ξηρά τροφή για ζώα).
Το ψωμί ψωμάκι
Με βάση τους πίνακες της Εurostat η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στον ρυθμό αύξησης των τιμών του ψωμιού, που τον Αύγουστο σκαρφάλωσε στο ιστορικό ετήσιο ρεκόρ του 18%. Στην Ελλάδα η αύξηση στα προϊόντα άρτου είναι της τάξης του 22,8%, ενώ οι υψηλότερες ανατιμήσεις σημειώνονται στην Ουγγαρία (66%) και στα κράτη της Βαλτικής (33%). Αντίσταση στον πληθωρισμό του ψωμιού επιδεικνύει η Γαλλία με ανατιμήσεις 8% και ακολουθούν Ολλανδία και Λουξεμβούργο με 10%.
«Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες, με ανατιμήσεις άνω του 22%, οφείλεται κυρίως στις σημαντικές αυξήσεις στις τιμές του συσκευασμένου άρτου στα σουπερμάρκετ, που σε κάποιες περιπτώσεις η τιμή κιλού πλησιάζει τα 5 ευρώ», λέει στην «Εφ.Συν.» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος, Μιχάλης Μούσιος, διευκρινίζοντας ότι στα συνοικιακά αρτοπωλεία οι αυξήσεις κυμαίνονται στο 15%, με μέση τιμή κιλού τα 2,80 ευρώ.
Το λειτουργικό κόστος των φούρνων έχει διπλασιαστεί σε έναν χρόνο, προερχόμενο κυρίως από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των σιτηρών που ξεπερνάνε το 100%. Την ίδια στιγμή, παρά τις ανατιμήσεις, ο τζίρος των αρτοπωλείων εμφανίζει μείωση ώς και 20%.
Η τιμή του ψωμιού σε απογείωση
Αυξημένη κατά 18% ήταν η τιμή του ψωμιού τον Αύγουστο στην Ε.Ε. σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, οδηγώντας το κόστος του βασικότερου διατροφικού αγαθού των Ευρωπαίων στο υψηλότερο επίπεδο από ποτέ. Η ετήσια αύξηση είναι τεράστια, συγκρινόμενη με την κατά 3% αύξηση πέρυσι τον Αύγουστο σε σχέση με τον ίδιο μήνα το 2020.
Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός του ψωμιού στην Ε.Ε. των 27 είναι διπλάσιο από τον συνολικό πληθωρισμό (9,1% τον προηγούμενο μήνα). Η Ελλάδα κινείται αισθητά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με 22,8% ετήσια αύξηση στην τιμή του ψωμιού, αλλά το ρεκόρ αύξησης κατέχει η Ουγγαρία, με 66%, ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (+33%), την Εσθονία και τη Σλοβακία (και οι δύο +32%). Η μικρότερη αύξηση καταγράφηκε στη Γαλλία (+8% ), στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο (+10%).
Εφημερίδα των Συντακτών 20/9/22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου