Η βία προκαλεί φόβο. Και το αντίστροφο: ο φόβος αναζητά διέξοδο στη βία. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ενδιαφέρει ο υπαρξιακός φόβος ή η γενεσιουργός αιτία που οδηγεί ανθρώπους σε βίαιες πράξεις και συμπεριφορές, αλλά οι συνέπειες των πράξεων και των συμπεριφορών στους αποδέκτες τους.
Κάτι ακόμη που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι το εύρος μέσα στο οποίο τοποθετούνται βίαιες ή κακοποιητικές συμπεριφορές, ώστε να αποτελούν και αντικείμενο νομικής / δικαστικής αντιμετώπισης.
Η βία σε τελική ανάλυση εμπεριέχεται σε κάθε σχέση εξουσίας: παιδί - γονείς, μαθητής - δάσκαλος, στρατιώτης - αξιωματικός, εργαζόμενος - προϊστάμενος ή εργοδότης. Αυτή η θεμελιώδης «ανισότιμη σχέση» μεταξύ «αδύναμου» και «δυνατού» διαμορφώνεται με βάση το πολιτικό - οικονομικό - κοινωνικό και εν γένει πολιτιστικό επίπεδο μιας κοινωνίας.
Πριν από μερικές δεκαετίες, για παράδειγμα, η φυσική βία ήταν απόλυτα αποδεκτή ως παιδαγωγική μέθοδος και τη χρησιμοποιούσαν γονείς και δάσκαλοι για συνετισμό και συμμόρφωση. «Εκπαιδευμένα» με τέτοιες αρχές, κάποια θύματα της βίας δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τη γενικότερη κοινωνική εξέλιξη και δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο αναπαράγοντας τις σχέσεις εξουσίας που είχαν βιώσει ως θύματα, τώρα ως θύτες.
Παρακολουθώντας τη συμπεριφορά ανθρώπων που έχουν κάποια μικρή ή μεγάλη εξουσία στα χέρια τους, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την «κακοποιητική» τάση που κάποιοι απ’ αυτούς προσπαθούν να τιθασεύσουν, ενώ κάποιοι άλλοι παραδίδονται και χάνονται μέσα στην «ηδονή» που προκαλεί στον θύτη η επιβολή επί του θύματος.
Τα όσα αυτές τις μέρες βγαίνουν στον αφρό από τον λαμπερό κόσμο του θεάματος, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής δραστηριότητας. Οι γυναίκες μάλιστα είναι, κατά κανόνα, οι «θετικοί αγωγοί» για τη διοχέτευση μιας συσσωρευμένης – στον ασταθή εσωτερικό κόσμο των θυτών – βίας.
Η βία μπορεί να κρυφτεί σε λέξεις, σε ένα βλέμμα, σε έναν μορφασμό, σε πιεστικές έως ανέφικτες απαιτήσεις. Μπορεί ωστόσο να προβάλλει ανεξέλεγκτη ως φυσική - σωματική επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο. Η νομοθεσία προσφέρει το σαφέστατο τρέχον πλαίσιο που ορίζει με ποιες βίαιες συμπεριφορές ασχολούνται τα δικαστήρια.
Η βία, ωστόσο, διαχέεται σε τόσες πτυχές και εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής με τις οποίες δεν ασχολούνται τα δικαστήρια, τα οποία προφανώς δεν δικάζουν απαράδεκτες αλλά μη ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές. Η αντιμετώπιση αυτής της βίας καταλήγει τελικά να είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και της καθεμιάς που αποφασίζει να κοιτάξει κατάματα τον φόβο και να τον νικήσει.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου