Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Η ΓΟΡΓΟΝA KAI ΤΑ ΚΑΡΑΦΑΚΙΑ

Ο «λειτουργός της τέχνης», ζωγράφος , πεζογράφος, ποιητής, έχων κάποια ροπή προς τα αλκοολούχα ότι να ’ναι, διότι το αλκοόλ κατά δική του θεωρία διευρύνει τους ορίζοντες του νου, άνοιξε το παλιό μπλε σκούρου χρώματος ψυγείο έξω απ’ το τροχόσπιτο, διαπιστώνοντας την παντελή κενότητα του απ’ ότι να ’ναι αλκοόλ, κι αφού δεν είχε και στην τσέπη μία, όπως συμβαίνει σε κάθε καλλιτέχνη γενικώς, πήρε το τραπεζάκι του και τα πινέλα παραμάσχαλα, κι ήρθε και το ’στησε πλάι στη θάλασσα, εκεί που σκάει το κύμα ακριβώς, να ζωγραφίσει το υπέροχο τοπίο.
Και όντος ήταν όλα υπέροχα. Η θάλασσα η γαλαζοπράσινη, τα σταχτοπράσινα τα πεύκα στην πλαγιά, και η ψαρόβαρκα που
αναπαύονταν δεμένη, μπροστά από ένα κομμάτι αμμουδιάς. Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος άρχισε να σχεδιάζει το τοπίο στο χαρτί, έχοντας στο μυαλό του καραφάκια, και γυάλινα ποτήρια παγωμένα, μισογεμάτα με σκοτσέζικο ουίσκι, όταν ήρθε ξαφνικά απρόσκλητο και μόνο του στην παραλία, το θηλυκό με το κατάμαυρο ολόσωμο μαγιό. Κάτω απ’ το ψάθινο πλατύγυρο καπέλο, φάνταζαν ήλιος του μεσημεριού τα ξανθοκίτρινα μαλλιά, κι ένα κορμί φτιαγμένο από αρχαίο γλύπτη. Έβγαλε το καπέλο, τίναξε λίγο τα ξανθά μαλλιά, δοκίμασε με τ’ ακροδάχτυλα αν είναι κρύα η θάλασσα, κι έριξε μια βουτιά, σιωπηλή, χαρούμενη και υπέροχη.
Ο καλλιτέχνης τα πήρε λίγο στο κρανίο στην αρχή, γιατί το ολόσωμο μαύρο μαγιό χαλούσε λίγο τη μαγεία του τοπίου - κι ίσως τον αποσπούσε κι απ’ το έργο του – έριξε κάνα δυο καντήλια από μέσα του, όμως το θηλυκό αμέριμνο, συνέχισε να παίζει με το κύμα. Και ξαφνικά σα να του σκάσανε σκαμπίλι του ’ρθε η έμπνευση. 

Εμ βέβαια, αυτό ήτανε. «Του Ηραίου η ξανθιά γοργόνα». Θα ήταν ένας πίνακας υπέροχος. Το μαύρο το μαγιό, με το λευκό αφρό του κύματος και τα ξανθά βρεγμένα της μαλλιά, η τέλια αντίθεση. Άφησε κατά μέρος τα πεύκα στην πλαγιά και την ψαρόβαρκα, έβαλε στο τραπέζι ένα καινούργιο ολόλευκο χαρτί, και άρχισε να σχεδιάζει με το μολύβι του. Έγραφε κι έσβηνε, μέτραγε εξ αποστάσεως με τεντωμένη την παλάμη του, ξανάσβηνε, ξανάγραφε, ώσπου που σκάρωσε ένα τέλειο σκίτσο, που η κοπέλα ήταν κοπέλα, η θάλασσα, θάλασσα, και μόνο τα πόδια της είχαν γίνει ουρά ψαριού.
Το θηλυκό βγήκε απ’ το νερό, και το λευκό κορμί της γυαλοκόπαγε στον ήλιο. Και όταν είδε το ζωγράφο τάχα ξαφνικά, πλησίασε γεμάτη περιέργειες και χαμόγελα. Σαν ζύγωσε κοντά, κοίταξε το χαρτί που άρχισαν να το ζωντανεύουνε τα χρώματα, γνώρισε τη φάτσα της, και ρώτησε με απορία.
- Εγώ ειμ’ αυτή;
-Είναι του Ηραίου η γοργόνα. Είπε φιλοσοφώντας ο ζωγράφος, και η κοπέλα θαύμασε αφάνταστα. Θαύμασε και ο καλλιτέχνης την ομορφιά που ήταν δίπλα του, και κοίταζε τώρα όχι το έργο του παρά μονάχα το ξανθό μανούλι.
- Μ’ αρέσει η τέχνη. Είπε η κοπέλα, και ο ζωγράφος της πρόσφερε ένα απ’ τα τρία εναπομείναντα τσιγάρα του. Κι έπειτα καθίσανε κάτω στην άμμο δίπλα – δίπλα και άρχισαν να γίνονται ωραίες οι στιγμές. Ώσπου που πρώτα μίλησαν τα δυο υπέροχα χείλη της κοπέλας:
-Είστε από δω;
- Όχι ένα τροχόσπιτο έχω στο κάμπινγκ εδώ δίπλα και είμαι τακτικός. Εσείς;
- Εγώ δεν έχω αυτή την πολυτέλεια. Μόνο όταν έχω ρεπό απ’ το ξενοδοχείο που δουλεύω στο Λουτράκι, κι αφού δεν έχω και παρέες, έρχομαι για το μπάνιο μου μονάχη μου εδώ. Μου αρέσει τρομερά εδώ. Τέτοια ωραία μέρη ηλιόλουστα, εμείς δεν είχαμε στη βόρια μακρινή Πατρίδα μου. Κι ακούτε, πάντοτε κάτι μέσα μου έλεγε, ότι εδώ θα βρω την ευτυχία. Το ’ξερα πως η θάλασσα εδώ θα μου ’φερνε κάποια στιγμή εκείνο που ποθούσα. Κι αυτό το «εκείνο» είστε εσείς.
Ο καλλιτέχνης ταράχτηκε.
-Ζήτα μου του είπε: ζήτα μου ότι θέλεις.
Ο καλλιτέχνης ξαναταράχτηκε.
-Τι ότι θέλω.
- Όπως στο λέω, ότι θές.
Ο «λειτουργός της τέχνης» σηκώθηκε, έριξε μια διερευνητική ματιά προς το τροχόσπιτο, την έπιασε απ’ το χέρι, και τράβηξε χαρούμενος προς την γειτονική ταβέρνα. Έπιασε ένα τραπέζι γωνιακό, φώναξε το γκαρσόνι και του είπε:
-Δυό καραφάκια ούζο φέρε, με άφθονα παγάκια και μεζέ μικρέ.
Πιο πέρα κάτω απ’ τον πυρωμένο ήλιο, μισοτελειωμένη ξεροψήνονταν επάνω στο τραπεζάκι ζωγραφισμένη με νερομπογιά, μια γοργόνα με κατάξανθα μαλλιά.
( Λίμνη Ηραίου- Λουτράκι, 1 Ιουνίου)

Σχόλιο Ζείδωρον:Φίλε Κώστα περνάς πολύ όμορφα και να περνάς πάντα,αλλά μη το λες ούτε του Σαμαρά,ούτε του Τόμσεν!μπορεί να σου φορολογήσουν μέχρι και τα πινέλα,μπορεί και τη φαντασία,που οι ίδιοι στερούνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom