Λοιπόν. Δεν έχουμε άλλες αντοχές και δεν θέλουμε να έχουμε άλλες αντοχές. Το ζορίζεις, το παλεύεις, το καταπίνεις, ε, κάποτε το φτύνεις.
Το φτύνεις όταν χυμάει το μπινελίκι σαν ωστικό κύμα μέσα σου και δεν μπορείς να το συγκρατήσεις το ασυγκράτητο.
Αραγε ο κόσμος ήταν εκ γενετής σίχαμα ή έγινε σιγά σιγά; Πότε ακριβώς τον κέρδισε η μιζέρια, πότε ακριβώς η σκατοψυχιά; Αυτοί οι «ψόφοι» κι οι «καρκίνοι» ανέκαθεν έρπονταν ανάμεσά μας, απλώς ήρθε τώρα το Διαδίκτυο να αναδείξει το μεγαλείο τους;
Διότι εδώ καταριούνται, αγάπη μου. Καταριούνται ο ένας τον άλλον κι όλοι μαζί το σύμπαν. Καταριούνται με τη νοσηρή ευγλωττία ντεμέκ ποιητή σε πτέρυγα μελλοθάνατων. Αίμα, σπέρμα, σπλάτερ, εφιάλτες, αλλόκοτα οράματα - όλα γύρω μας μετατρέπονται σε κακέκτυπο πίνακα του Ιερώνυμου.
Μισούν, ρε παιδί μου. Βαριά κουβέντα, αλλά μισούν. Τον πολιτικό, τον πολίτη, τον υπάλληλο, τον γείτονα, τον φίλο, τον γνωστό, τον παντελώς άγνωστο, τον συνομιλητή στο Διαδίκτυο. Μισούν τον τουρίστα, τον περιπτερά, τον συμμαθητή του παιδιού τους, τον δάσκαλο του παιδιού τους, το ίδιο το παιδί τους.
Μισούν ό,τι ζει, κινείται κι αναπνέει. Με ασύλληπτη διαύγεια περιγράφουν σκηνές βασανιστηρίων, κρεμάλες στο Σύνταγμα, δημόσιες διαπομπεύσεις, ξυρισμένα κεφάλια, πίσσες και πούπουλα, θανατηφόρες ασθένειες, αργούς μαρτυρικούς θανάτους.
Κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Αναπνέουν στον σβέρκο μας. Κινούμενοι ιοί μολύνουν το περιβάλλον, ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, είναι τοξικοί, είναι επικίνδυνοι, είναι δηλητηριώδεις. Κι είναι πολλοί. Κι αυξάνονται και πληθαίνουν και κατακυριεύουν τη γη.
Είναι ο τύπος που γ@μεί και δέρνει. Δέρνει το παιδί, το σκυλί, το γατί, τη γυναίκα του, τον ηλικιωμένο, τον αδύναμο, τον υφιστάμενο, τον φοβισμένο, τον εξαρτώμενο. Δέρνει τον αλλοδαπό, τον πρόσφυγα, το παιδί του πρόσφυγα, τον γκέι, τον στρέιτ με γυαλιά, τον στρέιτ χωρίς γυαλιά, τη μανούλα που πήρε κιλά μετά τη γέννα, τον ψευδό, τον ντροπαλό, τον διαφορετικό.
Είναι ο τύπος που ρουφιανεύει «κυρία, κυρία, ο Γιαννάκης το έκανε». Γιατί ο Γιαννάκης που το έκανε συνήθως είναι καλύτερός του. Κι αυτό δεν το αντέχει.
Είναι ο οδηγός που μπαίνει σφήνα γιατί οι ουρές δεν είναι για τους πρίγκιπες. Που μουντζώνει επειδή δεν περνάς με κόκκινο. Που σε βρίζει επειδή περιμένεις το φανάρι. Που σου κορνάρει επειδή δεν τρέχεις με 180 στην Εθνική. Είναι η οδηγάρα που παρκάρει σε θέση ΑμεΑ.
Είναι ο νταβατζής που εκπορνεύει το ανήλικο. Και που εκπορνεύει γενικώς. Ανθρώπους, αρχές, αξίες, κορμιά, ψυχές, συναισθήματα.
Είναι το αφεντικό που ξεφτιλίζει τον εργαζόμενο γιατί μπορεί. Ο δυνατός τον αδύναμο γιατί μπορεί. Και γιατί θέλει. Πολύ.
Είναι όλοι αυτοί που ζουν ανάμεσά μας, που τρέφονται από το αίμα μας, που προστατεύονται από το σκοτάδι, που βγάζουν όλο το όξος και τη χολή για όλους τους άλλους.
Είναι όλοι αυτοί. Κι είμαστε κι όλοι εμείς. Εμείς που το ανεχόμαστε. Για να μην μπλέξουμε. Για να μη βρούμε τον μπελά μας. Για να μη βγάλουμε το φίδι απ' την τρύπα. Για να μην ακούμε, να μη μιλάμε, να μη βλέπουμε.
Και κυρίως να μην καταλαβαίνουμε. Να μην έχουμε συναίσθηση πως τον κόσμο αυτόν δεν τον κάνουν χειρότερο «Αυτοί». Τον κάνουμε κι «Εμείς». Εμείς που με τη σιωπή μας επικυρώνουμε τις πράξεις τους.
«Ηταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της ανοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Ζόφου, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απόγνωσης, είχαμε μπροστά μας τα πάντα, είχαμε μπροστά μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι ίσια στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι ίσια στο αντίθετό του». Κάρολος Ντίκενς, «Ιστορία δύο πόλεων» (μετάφραση της γράφουσας).
Ηταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί. Και τους ζούσαμε μαζί. Εδώ. Στη δυστοπική κοινωνία της σιωπηρής συναίνεσης.
Στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 4-5/11/17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου