Επετειακό διήγημα του Καστρινού από μια παλιά αφήγηση Αγγελοκαστρίτη από το Αλβανικό μέτωπο
-Ε ορέ μαύρε Λοχαγέ μου. Κλαίγονταν ο Λάμπρος ο λοχίας του. Nα πού μείναμε οι δυό μας οι τελευταίοι της διμοιρίας. Κι εσύ νεκρός δύστυχε. Αλλά κι' εγώ ζωντανός τάχα - ποιό τ’ όφελος;
Κι ούτε ξέρει κανένας το χαμό μας. Και κουβαλάω εγώ τώρα που μου ’μεινες στα χέρια μου το κουφάρι σου και το τουφέκι σου. Δύστυχε Λοχαγέ μου με συμπαθάς βάρυνες τη πλάτη μου. Πλάνταξα. Πες μου τι να κάνω;
Τον είχε καθιστό τώρα το σκοτωμένο Λοχαγό του ο λάμπρος ο Αγρινιώτης ο λοχίας του και του πικρομιλούσε.
-Που να ρίξω τη κατάρα μου Λοχαγέ. Δε μπορώ άλλο, φτερουγάει κι εμένα η ψυχή μου να βγει. Πες μου τι να κάνω;
Πάνω σε μια πέτρα καθισμένος ο Λάμπρος και ψηλά να φτερουγίζουν κάτι όρνια.
–Μας πήραν ξοπίσω τα ρημαδιακά είπε. Άμοιρε Λοχαγέ μου τι σου μέλλονταν.
Πιάνει και στρώνει το σκοτωμένο σε «γιατάκι» από κλάρες, και τον πάει πλάι σε μια σπηλιά εκεί κοντά. Μια τον σιάχνει κάθε λίγο, μια σηκώνει το ντουφέκι ψηλά και φοβερίζει τα όρνια, και την άλλη χαϊδεύει και μοιρολογάει το νεκρό ανώτερό του.
-Μαύρε μου τι σου ’λαχε! Γονάτησα σου λέω λοχαγέ – συγχώραμε. Φωτιά που μ’ έκαψε. Κι εγώ τι θ’ απογίνω χωρίς το λύκο πλάγι μου. Σα λαγό θα με ξετρυπώσουν οι Ιταλιάνοι.
-Όξου! Φοβέρισε το όρνιο που χαμήλωσε επικίνδυνα. Που ν’ απιθώσω το κουφάρι σου μη το βρούνε και σε ντροπιάσουν νεκρό.
Γεμάτος αίματα, άγριος, αποφασισμένος, πήρε τη ξιφολόγχη κι άρχισε να σκάβει το βρεγμένο χώμα. Ο ήλιος που βασίλευε έστειλε μια στερνή του ηλιαχτίδα κι αστραφτοβόλησε πάνω στη φονική λάμα.
Σηκώθηκε ορθός. Έτρεμε.
-Λοχαγέ ακούω τρεχαλητό. Να ναι κάνα αγρίμι η άνθρωποι; Πρέπει να προφτάσω. Να έξω από τούτη τη σπηλιά θα σε ταφιάσω. Θα σ’ αφήκω μονάχο σου. Μα θα ’χω σημάδι τη σπηλιά και κάποτε θα ’ρθω να σε βρω. Θα τελειώσουν ούλα τούτα κάποτε, είναι νόμος ετούτο στη ζωή. Και τότε θα ’ρθω να σε θάψω κατά πως σου πρέπει. Συγχώραμε ξέρεις εσύ….
Με βιασύνη έσυρε το νεκρό στον άβαθο λάκκο στην είσοδο απ’ τη σπηλιά, κι έβαλε στα ξυλιασμένα χέρια το ντουφέκι του, κι ύστερα λιθάρι με λιθάρι, με ξερολιθιά τον σκέπασε καλά.
Νύχτα τέλειωσε και κατάκοπος έκατσε να πάρει μιαν αναπνοή. Πήρε κάποτε την απόφαση και σηκώθηκε.
Άιντε Αρχηγέ! Δεν το ’θελα τούτο, ήθελα να ’ναι το μνήμα σου βαθύ και πλατύ κατά πως σου ’πρεπε, να χεις αγνάντιο τη νύχτα το φεγγάρι, και τον ήλιο τη μέρα, μα δε γίνονταν αλλιώτικα. Άιντε καλό βράδυ, συγχώραμε που φεύγω, και κάποτε θα ξανάρθω. Το θέλω και για σένα και για μένα δύστυχε.
Νύχτα στ’ άγρια μεσάνυχτα ο Λάμπρος ο λοχίας, κίνησε το μακρύ του κι ατέλειωτο δρόμο με σημάδια τ’ αστέρια στον ουρανό της Βορείου Ηπείρου. Κι ήτανε μουσκίδι στον ιδρώτα και την αγωνία, κατάκοπος, πεινασμένος και καταψειριασμένος. Ο τελευταίος της τρίτης διμοιρίας του έκτου λόχου του δευτέρου τάγματος του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων που έδρευε στο Μεσολόγγι. Ο Λάμπρος ο Αγρινιώτης ο λοχίας.
Κώστας Μπουτιβας - Καστρινός
-Ε ορέ μαύρε Λοχαγέ μου. Κλαίγονταν ο Λάμπρος ο λοχίας του. Nα πού μείναμε οι δυό μας οι τελευταίοι της διμοιρίας. Κι εσύ νεκρός δύστυχε. Αλλά κι' εγώ ζωντανός τάχα - ποιό τ’ όφελος;
Κι ούτε ξέρει κανένας το χαμό μας. Και κουβαλάω εγώ τώρα που μου ’μεινες στα χέρια μου το κουφάρι σου και το τουφέκι σου. Δύστυχε Λοχαγέ μου με συμπαθάς βάρυνες τη πλάτη μου. Πλάνταξα. Πες μου τι να κάνω;
Τον είχε καθιστό τώρα το σκοτωμένο Λοχαγό του ο λάμπρος ο Αγρινιώτης ο λοχίας του και του πικρομιλούσε.
-Που να ρίξω τη κατάρα μου Λοχαγέ. Δε μπορώ άλλο, φτερουγάει κι εμένα η ψυχή μου να βγει. Πες μου τι να κάνω;
Πάνω σε μια πέτρα καθισμένος ο Λάμπρος και ψηλά να φτερουγίζουν κάτι όρνια.
–Μας πήραν ξοπίσω τα ρημαδιακά είπε. Άμοιρε Λοχαγέ μου τι σου μέλλονταν.
Πιάνει και στρώνει το σκοτωμένο σε «γιατάκι» από κλάρες, και τον πάει πλάι σε μια σπηλιά εκεί κοντά. Μια τον σιάχνει κάθε λίγο, μια σηκώνει το ντουφέκι ψηλά και φοβερίζει τα όρνια, και την άλλη χαϊδεύει και μοιρολογάει το νεκρό ανώτερό του.
-Μαύρε μου τι σου ’λαχε! Γονάτησα σου λέω λοχαγέ – συγχώραμε. Φωτιά που μ’ έκαψε. Κι εγώ τι θ’ απογίνω χωρίς το λύκο πλάγι μου. Σα λαγό θα με ξετρυπώσουν οι Ιταλιάνοι.
-Όξου! Φοβέρισε το όρνιο που χαμήλωσε επικίνδυνα. Που ν’ απιθώσω το κουφάρι σου μη το βρούνε και σε ντροπιάσουν νεκρό.
Γεμάτος αίματα, άγριος, αποφασισμένος, πήρε τη ξιφολόγχη κι άρχισε να σκάβει το βρεγμένο χώμα. Ο ήλιος που βασίλευε έστειλε μια στερνή του ηλιαχτίδα κι αστραφτοβόλησε πάνω στη φονική λάμα.
Σηκώθηκε ορθός. Έτρεμε.
-Λοχαγέ ακούω τρεχαλητό. Να ναι κάνα αγρίμι η άνθρωποι; Πρέπει να προφτάσω. Να έξω από τούτη τη σπηλιά θα σε ταφιάσω. Θα σ’ αφήκω μονάχο σου. Μα θα ’χω σημάδι τη σπηλιά και κάποτε θα ’ρθω να σε βρω. Θα τελειώσουν ούλα τούτα κάποτε, είναι νόμος ετούτο στη ζωή. Και τότε θα ’ρθω να σε θάψω κατά πως σου πρέπει. Συγχώραμε ξέρεις εσύ….
Με βιασύνη έσυρε το νεκρό στον άβαθο λάκκο στην είσοδο απ’ τη σπηλιά, κι έβαλε στα ξυλιασμένα χέρια το ντουφέκι του, κι ύστερα λιθάρι με λιθάρι, με ξερολιθιά τον σκέπασε καλά.
Νύχτα τέλειωσε και κατάκοπος έκατσε να πάρει μιαν αναπνοή. Πήρε κάποτε την απόφαση και σηκώθηκε.
Άιντε Αρχηγέ! Δεν το ’θελα τούτο, ήθελα να ’ναι το μνήμα σου βαθύ και πλατύ κατά πως σου ’πρεπε, να χεις αγνάντιο τη νύχτα το φεγγάρι, και τον ήλιο τη μέρα, μα δε γίνονταν αλλιώτικα. Άιντε καλό βράδυ, συγχώραμε που φεύγω, και κάποτε θα ξανάρθω. Το θέλω και για σένα και για μένα δύστυχε.
Νύχτα στ’ άγρια μεσάνυχτα ο Λάμπρος ο λοχίας, κίνησε το μακρύ του κι ατέλειωτο δρόμο με σημάδια τ’ αστέρια στον ουρανό της Βορείου Ηπείρου. Κι ήτανε μουσκίδι στον ιδρώτα και την αγωνία, κατάκοπος, πεινασμένος και καταψειριασμένος. Ο τελευταίος της τρίτης διμοιρίας του έκτου λόχου του δευτέρου τάγματος του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων που έδρευε στο Μεσολόγγι. Ο Λάμπρος ο Αγρινιώτης ο λοχίας.
Κώστας Μπουτιβας - Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου